Η γεύση βέβαια του αλατιού των βράχων δεν είχε σχέση με αυτήν του εμπορίου αλλά ακόμη κι αυτό το...βιολογικό θα το λέγαμε με σημερινούς όρους δεν είχε καμιά ιδιαίτερη αξία σήμερα, κάποτε όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά και το αλάτι ανήκε στα μονοπωλιακά είδη...
Αν κάνει κάποιος σήμερα το ταξίδι από Γαλαξείδι μέχρι Ναύπακτο συναντά αρκετά παραθαλάσσια χωριουδάκια ομώνυμα με κάποιο άλλο χωριά που βρίσκονται αρκετά μακριά από την θάλασσα. Ηταν σοφότερο να μην είσαι στην παραλία την εποχή των πειρατών, το Γαλαξίδι κι η Ναύπακτος είχαν οχύρωση και τα παλιά σπίτια ήταν σαν πολεμίστρες κτισμένα Στην κεντρική σκάλα αυτών των σπιτιών υπήρχε ένα κρυφό "παραθυράκι" στα πρώτα σκαλοπάτια και πίσω του καρτέραγε κάποιος του σπιτιού να πυροβολήσει τους κουρσάρους αν τυχόν κατάφερναν να παραβιάσουν την εξώπορτα. Στην κουζίνα ή στη σάλα υπήρχε για τον ίδιο λόγο καταπακτή που γκρέμιζε τους ανεπιθύμητους στο υπόγειο.
Το 70 επί χούντας άνοιξε ο δρόμος Ιτέας-Ναυπάκτου όλο παραλία, οι κακές γλώσσες λέγανε πως ήταν επιθυμία των Νατοϊκών για να μπορούν να κάνουν απόβαση σε ενδεχόμενο κομμουνιστικού κινδύνου. Τελικά ο ψυχρός πόλεμος έληξε, οι χωριάτες κατέβηκαν στις παραλίες, τώρα που υπήρχε ο δρόμος και έγιναν στην πλειοψηφία τους χουντικοί. μια που επί χούντας κατασκευάστηκε ο δρόμος που άλλαξε την ζωή τους και έδωσε υπεραξίες στα παραλιακά χωράφια τους.
Τίποτε δεν θυμίζει πως το 60 πήγαινες από Ιτέα στο Γαλαξίδι με καΐκι ή έκανες τον γύρο του κόσμου και των βουνών αν έπασχες από ναυτία. Μετά το Γαλαξίδι η κατάσταση χειροτέρευε, υπήρχε ένα μέρος ίδιο η Κακιά Σκάλα, Χαμοπάσα το λέγανε, κάνανε τρία χρόνια για να ενώσουν τα δυο κομμάτια του δρόμου με τρείς στοές. Ο Παυσανίας στα Φωκικά χαρακτηρίζει άθλο την πορεία από τους Δελφούς στην Επακτο, σίγουρα το πιο δύσκολο κομμάτι του ήταν από το Γαλαξίδι μέχρι την Βιτρινίτσα.
"Να ανεβαίνεις στην κορφή του βουνού και να βλέπεις άλλο βουνό μπροστά σου και ξανά και ξανά και ξανά, Ατελείωτα ήταν τα βουνά, ανέβα, κατέβα φορτωμένες τα προικιά μας μέχρι να φτάσουμε. Κατοχή ήταν κι έπρεπε να ζήσουμε. Τρεις γυναίκες μόνες στο Γαλαξίδι και οι άντρες της οικογένειας στην Αμερική. δεν υπήρχαν συγκοινωνίες, ταχυδρομεία, κανένα μέσον να στείλουν μια βοήθεια, κι ο τόπος άγονος, μόνο ναυτικούς έβγαζε. Μαζευτήκαμε καμιά δεκαριά κοπέλλες στην ανάγκη, βάλαμε στις βαλίτσες σεντόνια και κεντήματα και πήραμε τα βουνά μέχρι την Βιτρινίτσα να κάνουμε τράμπα με φαγώσιμα.
Οι άλλες πήρανε στάρι κι είχαν βαρύ φορτίο και στην επιστροφή. Εγώ πήρα αλάτι που τόχαν ανάγκη οι βοσκοί και μου δώσανε γάλα, τυρί και κρέας. Εδινα τα περισσευούμενα στην γειτονιά για στάρι, καλύτερα μου ήρθε. Στο τέλος πήρα και μια κατσίκα μαλτέζα, την τσαχπίνα και μ' αυτήν βγάλαμε όλη την κατοχή. Αχ είχα μυαλό εγώ αλλά δεν μ' άφησε η μάνα μου να μάθω γράμματα, δεν χρειάζονται στα κορίτσια έλεγε και πήγα μόνο μέχρι την δευτέρα του σχολαρχείου. Ημουνα πρώτη μαθήτρια κι έκλαψα που μου κόψαν το σχολείο, τ' αγαπούσα τα γράμματα".
Λόγια που φαίνονται τόσο μακρινά τώρα που η απόσταση είναι 30 χιλιόμετρα παραλιακού δρόμου. Δεν πάει βέβαια στην Βιτρινίτσα ο δρόμος αλλά στο επήνειό της που ελληνοποιήθηκε περισσότερο κι έγινε Ερατεινή και αρχαιοπρεπέστατα...Τολοφών για τις ανάγκες του καποδιστριακού δήμου. Σύμφωνα βέβαια με τον Παυσανία, ταυτίζεται με την αρχαία Οιάνθη, ονομασία που κατά λάθος αποδόθηκε στο Γαλαξίδι ενώ αυτό ταυτίζεται με το Χάλειον (ή Χάλαιον) και βγάζει ακόμα το περιβόητο όστρακο την χαλειότισσα, μια πολύ μεγάλη πορφύρα με έντονο πορτοκαλί χρώμα στο εσωτερικό της, Ισως όμως επειδή οι αρχαίοι κάτοικοι αυτών των πόλεων συνεργάζονταν στην ...πειρατεία όσων προσέγγιζαν του Δελφούς δια θαλάσσης να μην έχει και μεγάλη σημασία το μπέρδεμα.
Εξ άλλου και στις δυο το αλάτι της θάλασσας την ίδια γεύση, αφήνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου