Τι είναι και τι δεν είναι η διηγηματοποίηση

Καλώς ήλθατε

Η Διηγηματοποίηση είναι ένας χώρος που προσπαθεί να σέβεται τον εαυτόν της και την ελληνική γλώσσα.

Δεν είναι ο χώρος όπου θα ακούσετε υποχρεωτικά τις μουσικές προτιμήσεις του δημιουργού του ούτε θα βρείτε διαφημίσεις.
Δεν είναι ο χώρος που θα σας προωθήσει σε άλλα μπλογκς πλην των άλλων του δημιουργού του.
www.gpointspoetry.blogspot.com για τα ποιήματα
www.gerimitiis.blogspot.com για τα καθημερινά

άτμα σαρβασαρίριναμ


Καθισμένος μπροστά στο ανοικτό παράθυρο ακούω το σιγανοψιχάλισμα της βροχής και πίνω τον πρωϊνό καφέ μου. Καιρός μουντός, σύγνεφα βαριά που ο ήλιος δεν μπορεί να τα τρυπήσει. Ο καιρός στον νοτιά- θυελλώδεις έδωσε η μετεωρολογική- μα ο Κρισσαίος κόλπος ήρεμος, τον πιάνει ξώφαλτσα ο καιρός και φτιάχνει αυτό το βουβό, το ύπουλο κύμα που οι ναυτικοί το λένε σουέλι. Μες την αχλύ, μίλι μακριά μου προς τον Βορρά, μια στεριανή γλώσσα χωρίζει τον μυχό του κόλπου στα δύο. Ανταριασμένα φτάνουνε τα βουβά κύματα και σκάνε μ' ορμή στα πέντε, στα έξη μέτρα αψηλά μην και την κεφαλώσουν τούτη τη στεριά που μπήκε ανάμεσά τους. Πιο πίσω, σκάρτα αλλο ένα μίλι, δεν φαίνεται τίποτε από την παραλία της Κίρρας, ούτε ο Παρνασσός πιο πίσω, όλα βαμμένα στο ανοικτό γκρίζο πέπλο του χαμηλωμένου σύγνεφου.

Στο σπίτι μέσα, τα πάντα έχουν ένα διαφορετικό χρώμα από την έλλειψη του πρωϊνιάτικου ήλιου, ίσως και μια διαφορετική υφή, δείχνουν πιο πραγματικά, πιο ζωντανά, πιο κοντά σ' αυτό που ο τίτλος περιγράφει : άτμα σαρβασαρίριναμ, δηλαδή η ψυχή όλων των όντων που έχουνε σώμα. Μπορεί νάναι η απόχρωση της σκόνης σ' αυτό το λίγο φως που αφήνει να περάσει η βαριά συννεφιά, μπορεί νάναι η σωστή χρονική απόσταση της επιστροφής στο νερό της θάλασσας, μπορεί η γειτονοπούλα που βγήκε να τσεκάρει τον καιρό τυλιγμένη στο σεντόνι της και με τα μισά της κάλλη ακάλυπτα, μπορεί και η βαθειά αλήθεια της ινδικής μυθολογίας. Μπορεί. Ερχονται στιγμές που όλα τα πράγματα μοιάζουν νάχουν ψυχή και στιγμές που όλοι οι άνθρωποι γύρω μας μοιάζουνε να μην έχουν.
Σ' αυτό το φόντο ένα αμάξι κόκκινο μοιάζει έντομο και το δενδράκι δίπλα με πουλί, η αιώνια τοπική δεσποινίς μόνο προέκταση των ψηλοτάκουνών της λογίζεται κι οι λακκούβες του νερού παίζουνε πιάνο με τις στάλες της βροχής. Οι ήχοι, σιγαλοί και ανεπαίσθητοι, δεν έχουν σώμα, δεν μετρούν και δεν μετέχουν.
Μια ιδέα περισσότερο φως καθώς ο ήλιος ανεβαίνει και η γωνία πρόπτωσης αλλάζει. Η βροχή σταμάτησε. Τα σύγνεφα άλλαξαν χρώμα προς το άσπρο και την πορεία τους στον ουρανό, τώρα ξεσέρνουν προς την Δύση, έστριψε ο καιρός. Τα κύματα με πιότερη μάνητα, πιο ευθυγραμμισμένα, βαράν στα κατακόρυφα τα βράχια της στεριάς. Βλέπω το γκρίζο αυτοκίνητο και τούτο έτοιμο μου δείχνει να πετάξει. Μια δεσποινίς στα δώδεκα, στα δεκατρία με τ' ασημένια της παπούτσια και το κολάν το μαύρο να χαράζει προκλητικά τα τορνευτά της πόδια, γεμίζει τ΄άδειο μου παράθυρο. Τα μαλλιά της ίσα, καστανόξανθα και λατρευτά πριν τα σαμπουάν και οι βαφές τα κάνουνε μαντάρα. Στ΄αφτί μου ο βόμβος από μια χαμπερίστρα με ξενίζει. Το έντομο με γυροφέρνει δυο φορές και κουρνιάζει στην εσοχή ενός κάδρου να βγάλει την μέρα του. Αναπόφευκτος ο συνειρμός με την ψυχή, πανάρχαια ονομασία για τις πεταλούδες.



Λατρεύω την σκέψη στην ανάπτυξή της, την αποτύπωσή της στο χαρτί. Ιδια κι' απαράλλακτα με την φωτογραφία της πρώτης μου γυναίκας ή κάποιους πίνακες του Mark Chagall...

Καλή σας ανάγνωση

Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011

Κάλιο αργά...



Ισως με είκοσι χρόνια καθυστέρηση, το κόκκινο χρώμα υπήρχε πια μόνο σαν υποψία, ήταν φανερό πως η προϋπηρεσία σ' αυτό επέλεγε πάντοτε μια ξανθή βαφή σε απόχρωση που να το θυμίζει ή στην περίπτωση που τα μαλλιά της ήταν φυσικά, είχε ξεθωριάσει από τα χρόνια. Δεν την ρώτησε. Δεν είχε σημασία εξ άλλου. Οπως κάποια άλλα φυσικά προσόντα, παραδείγματος χάρη η ποιότητα της επιδερμίδας, περνάνε απαρατήρητα στην νεότητα μα αποκτούν μεγάλη αξία στα ...ήντα έτσι και στο μαλλί από μια ηλικία και μετά, το χρώμα δεν παίζει τον βασικό ρόλο αλλά ο όγκος και εκεί τα πράγματα ήταν παραπάνω καλά από το επιθυμητό επίπεδο. Το μαλλί της μακρύ, κατσαρωμένο ελαφρά, ήταν περισσότερο από πλούσιο πλαισιώνοντας το λευκό πρόσωπο με τα ίχνη από τις παιδικές φακίδες που πατροπαράδοτα είχαν οι φυσικές κοκκινομάλλες. Και αυτές είχαν ξεθωριάσει από την πατίνα του χρόνου ή το συχνό μέϊκ απ.
Φρύδια στην ίδια απόχρωση με τα μαλλιά, οι βλεφαρίδες ανοικτόχρωμες απόλυτα συμβατές με την απουσία οποιασδήποτε πινελιάς στα μάτια, μύτη λεπτή και στόμα ανοιχτόχρωμο, καλοσχηματισμένο, άβαφο, όπως θα ταίριαζε με την λευκή επιδερμίδα. Το πρόσωπό της διατηρούσε την παιδική φρεσκάδα του, ίσως η απουσία των έντονων χρωματισμών να το βοηθούσε.
Πηγαίνοντας πριν κάποια χρόνια σε κάποιο σπίτι για ιδιαίτερα μαθήματα την κοίταζε πάντοτε σαν πέρναγε έξω από το μαγαζί της μάνας της, την κοίταζε και τώρα που στεκόταν απέναντί του, στο δικό της μαγαζί πλέον. Τον βοήθησε ευγενικά θυμίζοντας του την ονομασία του δρόμου όπου την έβλεπε περιμένοντας την επόμενη κίνησή του. Την ξάφνιασε ευχάριστα.
- Πόσα παιδιά έχεις ; Δύο ;
Είχε ακριβώς δύο παιδιά. Κολακεύτηκε περισσότερο από οποιοδήποτε κομπλιμέντο. Ηταν μια ένδειξη ότι τα χρόνια που πέρασαν είχαν αφήσει τα σημάδια τους, άρα δεν πήγαν χαμένα, χωρίς να χαλάσουν την εικόνα της, τόβλεπε καθαρά στο βλέμμα του, δεν έψαχνε την ανάμνησή της, του άρεσε περισσότερο η ώριμη τωρινή ομορφιά της.
Και έτσι ήταν. Τότε ήταν ένα γινάτι, μια σπάνια φυσική κοκκινομάλλα, κάτι τόσο περίεργο στα ελληνικά χώματα της νιότης του όσο κοινό σε άλλα. Η ραγδαία αύξηση του τουριστικού ρεύματος στην χώρα μαλάκωσε την εντύπωση του σπάνιου, τα ιδιαίτερα σταμάτησαν, την ξέχασε. Την έβλεπε πότε πότε όταν άνοιξε αλλού το δικό της μαγαζί μα ποτέ δεν κάθησε σαν πελάτης όταν ήταν εκεί και ποτέ δεν της μίλησε. Αυτή τη φορά όμως, την τρίτη που καθότανε στην καφετέριά της ήταν εκεί, είχε πέσει τυχαία στο ωράριό της. Είδε το μισό παιχνίδι. Το άλλο μισό αντί για τη οθόνη κοίταζε πίσω απ΄την μπάρα την μορφή της, τις αλλοιώσεις της, αναλογιζόμενος τις δικές του. Δεν είχε σκοπό να της μιλήσει, αν και του φάνηκε πως τον κοίταζε κι' αυτή, αλλά όταν τούφερε τα ρέστα πήρε μια τέτοια θέση κλείνοντας του τον δρόμο που θα του ήταν δύσκολο να φύγει χωρίς να φανεί αγενής. Ποτέ δεν θα μάθει αν το έκανε ασυναίσθητα ή όχι, πιθανόν ούτε η ίδια να το ήξερε.
Του είπε το όνομά της. Μικρό και εύηχο. Περιέργως ποτέ δεν είχε προσπαθήσει να την ταυτίσει στην μνήμη του με κάποιο όνομα μαντεύοντας το όπως είχε κάνει με πολλές άλλες, άλλοτε με επιτυχία, άλλοτε όχι. Το βρήκε ταιριαστό με το παρουσιαστικό της, καλοβαλμένο όπως και το ντύσιμό της, άψογα επαγγελματικό.
Είχε συνηθίσει να τραβά τα αντρικά βλέμματα επάνω της. Μερικά την ενοχλούσαν, της φαίνονταν πως άφηναν σάλια επάνω της, τόσο γλειώδη ήσαν. Τα αντιμετώπιζε όμως σαν κομμάτι της δουλειάς της, αν τα έδιωχνε θα πήγαιναν σε άλλη καφετέρια εκεί που οι σερβιτόρες βγάζαν στην φόρα περισσότερο στήθος και νεφραμιά. Η δική της σιλουέτα ήταν πάντα καλοντυμένη και η γοητεία της ηταν στο πρόσωπο και στις κινήσεις της, όχι στις αποκαλύψεις. Εξ άλλου, σκέφτηκε χαμογελώντας, φεύγουν με το σφουγγάρι του μπάνιου, είχε ακούσει ένα σχετικό τραγούδι.
Της είπε τ' όνομά του και πως είχε κι' αυτός δυό παιδιά. Συγκρίνοντας τα χρόνια τους, τα δικά του ήταν αρκετά μεγαλύτερα, όπως κ' αυτός απ΄αυτήν εξ άλλου. Το μυαλό του πήγε στον γέρο Βιάσα και την νεαρή Σατιαβάτι. Κατά μία άποψη, της ινδικής μυθολογίας, κάπως έτσι ξεκίνησε το σημερινό ανθρώπινο γένος. Αλλά και σ' άλλες ιστορίες θρησκευτικές και μη εμφανίζεται αυτή η διαφορά της ηλικίας. Ισως να οφείλεται στην βαθιά ικανοποίηση της κοπέλλας ότι τα κάλλη της μπορούν να συγκινήσουν και έναν απόμαχο.
Βάστηξε το χέρι της στο δικό του λίγο παραπάνω από το κανονικό. Τρυφερό και μαλακό το άγγιγμά της του ήταν ιδαίτερα ευχάριστο. Η ανταλλαγή των ονομάτων και ο αποχαιρετισμός ήταν η δικαιολογία γι' αυτήν την επαφή που άργησε κάποια χρόνια, αλλά είχε την ίδια συγκίνηση σαν τότε, τα άλλα, τα νεανικά δεν είχαν τώρα πλέον σημασία όσο ένα κοίταγμα ή μια κουβέντα.
Κι' ένα άγγιγμα για αποκορύφωμα.

Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2011

Η εποχή της ωριμότητας

                                         ( οι στίχοι είναι από το Sally  του Fabrizio de Andre )


Mia madre mi disse - Non devi giocare   Μου είπε η μάνα μου -Δεν πρέπει να παίζεις
con gli zingari nel bosco                           με τους αθίγγανους στο δάσος                                           


Οταν γεννήθηκα μόλις είχαν ανακαλυφθεί οι πέτρες και τα γειτονικά δέντρα τα είπανε άλσος γιατί τους θύμιζαν την θάλασσα. Η θάλασσα είχε αποτραβηχτεί στην στέρνα του Δευκαλίωνα αφήνοντας χώρο για περισσότερα στεριανά πλάσματα και μερικά εναέρια ίσως. Θυμάμαι μερικά ζουζούνια σαν ήμουνα λίγων χιλιάδων ετών αλλά μετά δεν τα ξανάδα. Μερικοί είπανε ότι ο Γιλγαμές ανακάλυψε στα ταξίδια του το πρώτο εντομοκτόνο αλλά δεν το βρήκα στην βικυπέντια οπότε το μεταφέρω με επιφύλαξη.
Στα πρώτα μου νιάτα φύλαγα τα κοπάδια του πατέρα μου, τώρα τι πατέρας ήταν αυτός αφού ποτέ δεν τον είδα, δεν ξέρω. Εμαθα να παίζω σουραύλι και να συνομιλώ με τα ερπετά, αυτά μου μάθανε ότι είχα πατέρα. Η μητέρα ανακαλύφθηκε αργότερα, μαζί με την Γένεση.
Μην σας παραξενεύει ότι ο μεγαλύτερος αδερφός μου γεννήθηκε μετά από μένα, ούτε ότι ήταν δίδυμος με την πρώτη γυναίκα που εμφανίστηκε στη Γη, αυτή δεν ήταν αδερφή μου καθόλου. Ούτε η μάνα του που ήταν η δεύτερη γυναίκα πάνω στην Γη, μετά την κόρη της, ούτε αυτή ήταν αδερφή μου. Από ενα καπρίτσιο, μάλλον μουσικό, ο χρόνος σταμάτησε τα πισωγυρίσματα μόλις φανήκαν οι πρωτόλειοι θεοί. Οι επόμενοι, παρ' όλο το παντοδύναμό τους, δεν κατάφεραν να τον πείσουν να πισωγυρίσει. Κάτι ακούγεται για έναν πλαστικό χειρουργό στο απώτερο μέλλον, δεν είναι σίγουρο όμως, δεν το είπανε στις ειδήσεις στην τιβί.

Στα δεύτερα μου νιάτα τα γειτονικά δέντρα τα είπανε δάσος, τα αρχικά γράμματα τα πήρανε από την φράση "ΔενΑπαντώ" αφού τα δέντρα είχανε χάσει πια την μιλιά τους από αυτά που βλέπανε. Το τέλος της λέξης το αφήσανε το ίδιο. 

Οι κουκουβάγιες στα κλαδιά τους εξακολουθούσαν να δίνουν λάθος συμβουλές στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν τον ζωτικό χώρο τους, τα ποντίκια επίσης. Τα ιερά φίδια κρύφτηκαν να περιμένουν καλύτερες συνθήκες, τ' αρπακτικά πτηνά κόντεψαν να τα αφανίσουν, κάποιοι τα χαρακτήρισαν σοφά αυτά τα πτηνά.
Οι ανεμώνες άρχισαν να ανθίζουν κάθε άνοιξη ανοίγοντας τον χορό των εποχών. Μόνο το κυκλάμινο μου έμεινε πιστό. Και το επικουρικό ταμείο μου.

Στα τρίτα μου νιάτα από μια σεξουαλική υπερδιέγερση άρχισα να σπέρνω παιδιά. Χρυσή βροχή. Ανακάλυψα το θέατρο κι' ήμουνα ο πρώτος θεατής που πρωταγωνίστησε σαν υποβολέας. Τα γειτονικά δέντρα πλέον τα λέγανε "μπόσκο" σε κάποια χαλκιδαίικη διάλεκτο. Οι άνθρωποι άρχισαν να ξεχωρίζουν τα χρώματα, η πράσινη φυλή των δεσμοφυλάκων ήρθε νομοτελειακά, το ίδιο και το τέλος της Καρχηδόνας. Από τον Σκιπίωνα προέκυψε η λέξη σκίφο (*)
στα ιταλικά και σκύβω στα ελληνικά, το ύψιλον ήταν πάντα το ελληνικό "ι". Η κατασκευή αρωμάτων ήταν ακόμα στα σπάργανα, το ίδιο και οι πανεπιστημιακές έδρες. Ο ήλιος όμως και το φεγγάρι εξακολουθούσαν να βγαίνουν από την ανατολή και να σέρνονται στον ορίζοντα προς την δύση.

Στα τελευταία μου νιάτα ανακάλυψα όσα δεν είχα ανακαλύψει στα προηγούμενα, τα υπόλοιπα θα μείνουνε για πάντα στο σκοτάδι. Τα γειτονικά δέντρα πλέον δεν υπήρχανε, μόνο κάτι πουλιά, όρνεα μάλλον, που τα λέγανε φοίνικες. Την πρασινάδα πλέον την λέγανε γκαζόν και το πλέον, πλοίον. Η θάλασσα το σκεφτότανε να ξαναγυρίσει, να δώσει το αλς για ένα νέο ξεκίνημα στο άλσος που είχε γίνει πια δάσος κι ένα χάδι στους σκληρούς σπόρους των κουκουναριών. Η ίδια περίμενε από την στέρνα να χαμηλώσει τα χείλη της για να μπορέσει να βγει. Οι γυναίκες συμπυκνώθηκαν, έγιναν μόνο μία, δυσκολευόμουνα να βρώ τον στόχο. Οι άγγελοι άρχισαν να επισκέπτονται την γη με το παλιό τους όνομα και χωρίς κρίνα. Οι πέτρες τραβάγανε ξανά πίσω στα ηφαίστεια, τα απολιθωμένα κυπαρίσια διεκδικούσαν το δικαίωμά τους στην ζωή. Το σημείο βρασμού περιορίστηκε σε θερμοκρασία δωματίου, τα καινούργια υγρά ήταν ανταγωνιστικά προς την θάλάσσα και ο Νηρέας, τόσο απασχολημένος.


Ετσι αποφάσισα να περάσω από την νιότη στην ωριμότητα.


 (*) schifo = αηδής

                                         ( οι στίχοι είναι από το Sally  του Fabrizio de Andre )

Ma il bosco era scuro l'erba già verde     Αλλά το δάσος είναι σκοτεινό, η χλόη πρασίνισε
lì venne Sally con un tamburello               κι έρχεται η Σάλλυ με το ταμπουρίνο της
ma il bosco era scuro l'erba già alta         μα
το δάσος είναι σκοτεινό κι η χλόη έχει  πια ψηλώσει
dite a mia madre che non tornerò.           πείτε στην μάνα μου πως δεν θα γυρίσω πίσω

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

Συμβαίνει ( μόνο ; ) στην Ελλάδα...

.


Πάρτε κυράδες μια carte postale
un souvenir d' Athenes...

Ωραίες μου κυράδες
πουλάω πανεράδες...





Η Miss Otta Thiafimissis (προφέρεται όττα διαφιμίσις) ήταν μια κρεολή εκπληκτικής ομορφιάς, μίγμα σκουρόχρωμης ιθαγενούς μητέρας και «εξευγενισμένου» λευκού πατέρα, προϊόντα αμφότερα πολύχρονων γονιδιακών επιλογών με σκοπό την επιβίωση και την βελτίωση του είδους.
Στους λευκούς που κατέκτησαν τις εύφορες πεδιάδες και τα καλά βοσκοτόπια και αργότερα ίδρυσαν βιομηχανικά κέντρα, η «φυσική» επιλογή πέρασε στα χέρια των γυναικών σαν αποτέλεσμα του οικογενειακού «περισσεύματος» που αποθηκευόταν σπίτι και έδωσε περισσότερη εξουσία στις διαχειρίστριες παρά στους δημιουργούς του. Ουσιαστικά οι γυναίκες επέλεγαν και πέρα από τις λίγες αναπόφευκτες εξαιρέσεις οι άσχημοι άντρες δεν μπορούσαν να μεταδώσουν εύκολα τα γονίδιά τους, η αντρική λευκή φυλή βελτιώθηκε σωματικά και φυσιογνωμικά, νομοτελειακά.
Αντίθετα στα πολύπαθα νησιά των ωκεανών οι τυφώνες δεν ευνοούσαν την συσσώρευση αγαθών ούτε η ζέστη την συντήρησή τους. Καθημερινός αγώνας το φαΐ παλεύοντας τα κύματα και την ζούγκλα έδωσαν εξουσία και επιλογή στο δυνατότερο αρσενικό. Οι στερούμενες φυσικής ομορφιάς δεν βρήκαν άλλα πεδία να αναπτύξουν τα προσόντα τους, γονιδιακά καταδικάστηκαν σε αφανισμό, τα λουλουδένια στεφάνια ταιριάζουνε στις όμορφες και τα λουλούδια αφθονούν στα νησιά αυτά.
Η Miss Otta συγκέντρωνε τα καλύτερα στοιχεία από τους δύο πόλους καταγωγής της και πούλαγε αυτό που είχε, την εμφάνιση της. Ο χώρος δράσης της ήταν αυτός που λέμε καλλιτεχνικός, κοντά στο βοτανικός, αν συσχετίσουμε τον βασιλικό με την γλάστρα Εμφανιζότανε σε παρουσιάσεις, πρεμιέρες, θεατρικά δρώμενα, δημοπρασίες και συναφή ανθρωπομαζώματα, μέχρι και σε γιορτή της δημοκρατίας είπανε ότι την είδανε- αλλά αυτό δεν είναι εξακριβωμένο. Εκμεταλλευόμενη την παγκοσμιοποίηση έκανε διεθνή καριέρα στην Ευρώπη όπου ο μάναντζέρ της έβρισκε πρόσφορο έδαφος - το ημιεξωτικό πουλάει, το σκέτο εξωτικό τρομάζει – ήταν ένα από τα σλόγκαν του. Βέβαια ο ίδιος προτιμούσε να συστήνεται σαν καλλιτεχνικός ιμπρεσσάριος, το μάναντζερ του έκανε κάπως συγκεχυμένο αλλά η μις Οττα δεν ήξερε καλά ελληνικά ακόμη- ίσως και να μη μάθαινε ποτέ.
Ο καλλιτεχνικός ιμπρεσσάριος ήλκε την καταγωγή εξ ενός ορεινού, μα πάρα πολύ ορεινού χωρίου, ίσαμε πέντε όρη κατ’ άλλους πέντε όρια, η αλήθεια στην βυζαντινή της εκδοχή ήταν πέντε όρνια. Τα κριτήρια επιλογής εις τους ορεσίβιους διαφέρουν των πεδινών και νησιωτών, η αντοχή στις κακουχίες είναι το κυριότερον και η εμφάνιση το τελευταίο. Με την πάροδο των ετών, την έλευση του ηλεκτρικού ρεύματος και του δορυφορικού πιάτου οι ορεσίβιοι διαπίστωσαν ότι υστερούσαν εμφανισιακώς πλην όμως υπερτερούσαν σαφώς σε ταχύτητα σκέψης, κρυψίνοιαν, πονηρίαν και άλλα σχετικά εφόδια γιά πετυχημένη καριέρα, τα μικρά και γουρουνίσια μάτια τους –προσόν στην χιονοθύελλα- δεν ήταν εμπόδιο στην εξέλιξή τους. Ξεχύθηκαν στις πόλεις και θριάμβευσαν, ο καλλιτεχνικός ιμπρεσσάριος ήταν ένας από αυτούς.
Ενα άλλο σλόγκαν, ίσως η αιτία της επιτυχίας του ήταν περίπου ομόηχο με το «πουλαίν» του : Μη εις ώτα διαφημίσεις, αλλ’ εις όμματα. Δεν πίστευε στις ηχητικές διαφημίσεις, ήταν της εικόνας και ακόμη καλύτερα της ζωντανής παρουσίας, με αυτήν έκτισε την καριέρα του και τώρα με την κρεολή σκόπευε να την απογειώσει.
Η μις Οττα έπινε τον καφέ της στην καφετέριά του, έτρωγε το φαΐ της στο εστιατόριό του και έπινε το ποτό της στο μπαρ του. Η παρουσία της ήταν αρκετή γιά να διαφημίσει τα μαγαζιά του σε ακτίνα πολλών χιλιομέτρων. Κάποτε σ’ ένα μαγαζί του διάφοροι γνωστοί του έλεγαν να τυπώσει φέιγ-βολάν ή να διαφημισθεί στους τοπικούς ραδιοσταθμούς όπως όλοι. Ο καλλιτεχνικός ιμπρεσσάριος και πετυχημένος μαγαζάτορας τους κοίταξε σταθερά και επίμονα στα μάτια. Υστερα είπε :
«Μισώ τας διαφημίσεις. Προσπαθούνε να σε πείσουνε ότι θα είσαι ο πρώτος που θα κερδίσει κάτι, ο πρώτος που θα καταφέρει το ακατόρθωτο, ο πρώτος που θα σκεφθεί ότι δεν σκέφθηκε κανένας έως τώρα. Μισώ τας διαφημίσεις»
Η μις Οττα Διαφιμίσις νομίζοντας πως την φώναξε έκανε την εμφάνισή της από την πόρτα της κουζίνας..

Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2011

Σε ήχο πλάγιο, τρία δεύτερα




Ενάμιση.
Του είχε γίνει έμμονη ιδέα το ενάμιση, το έβλεπε παντού στην κάθε μέρα του, στην δική του πραγματικότητα. Το ενάμιση είχε αντικαταστήσει την μονάδα  στην ζωή του, αφού σε κάθε πράγμα έβλεπε κι ένα μισό να το ακολουθεί, σαν ξωτικό που βλέπουν μόνο οι αλλοπαρμένοι ή οι νουνεχείς ενορατικοί.
Στην πραγματικότητα ίσως ήταν μια χρονική αντανάκλαση μετρημένη σε γήινα χρόνια. Πράγματι έναμισης χρόνος είχε περάσει από τότε που πέθανε ή από τότε που γεννήθηκε, ήταν ένα και το ίδιο πράγμα ανάλογα από την μεριά που το έβλεπες αλλά ήταν μιάμιση ζωή όταν την ζούσες, τουλάχιστον απ' την σκοπιά των ζωντανών.
Στο κρεβάτι του, ημίδιπλο, έπιανε χώρο μόνο για έναν αλλά σε σκέτο μονό κρεβάτι δεν βολευότανε για να κοιμηθεί, είχε την αίσθηση ότι κρεμιότανε στο κενό ενώ στο διπλό δεν κοιμότανε αγωνιώντας να βρει τα όριά του. Στο φαγητό του, αφού τελείωνε την μερίδα του ανακάλυπτε πως πείναγε κι άλλο, ήθελε μισή μερίδα ακόμα για να χορτάσει. Μιάμιση οδοντοστοιχία στο στόμα να μασάει, μ' ενάμιση μάτι έβλεπε, τ' άλλο μισό ο καταρράκτης θόλωνε, ενάμιση χέρι τούχε αφήσει η τενοντίτιδα κι ενάμιση πόδι τ' αρθριτικά. Ενάμισης όροφος το ρημαγμένο σπιτικό του και μιάμιση γυναίκα στην ζωή του μέτραγε, σαν έκανε τον λογαριασμό με τιμιότητα. Την είχε μάθει για τα καλά αυτήν την τιμιότητα στο μέτρημα, τις στιγμές που έτρεχαν οι ήχοι μα η εικόνα είχε παγώσει και δεν ήταν σινεμά ή τηλεόραση, ήταν η ίδια η ζωή του που τούκανε παιχνίδι, να συνεχίσει να την ζει σαν από θαύμα, μα και να κουβαλάει δεμένη αναπόσπαστα μιάν άλλη ακόμα, την μισή του που γενήθηκε σ' αυτή την συγκυρία.
Πάντα πίστευε πως υπήρχε και μια άλλη παράλληλη ζωή σε άλλο κόσμο, που θα την συναντούσε σαν άλλαζε ευθεία, με τον θάνατο. Στην περίπτωσή του, από ένα μπλέξιμο της μοίρας, το πέρασμα του δεν ολοκληρώθηκε, ήταν σαν να απέκτησε έναν καινούργιο εαυτό, μισό αυτή την φορά, που έβλεπε τα πάντα από την άλλη πλευρά του νομίσματος αλλά δεν μπορούσε να τα αξιοποιήσει, ως γνωστόν οι παράλληλες ευθείες δεν συναντώνται παρά σ' ελάχιστες πτυχές του χωροχρόνου.
Το πρόβλημά του δεν ήταν ότι έβλεπε με ενάμιση μάτι από τον καταρράκτη αλλά ότι και η ψυχή του "έβλεπε" κι  αυτή μ' ενάμιση μάτι, σε κάθε συναίσθημα αυτό το μισό τον ενοχλούσε είτε έλειπε, είτε περίσσευε. Στα νιάτα του είχε ζήσει αυτό που λέμε διπλή ζωή, όπως οι περισσότεροι των ανθρώπων -συνειδητά ή όχι- αλλά η κούραση και η απόλαυση τον γύρισε -όπως όλους ή σχεδόν όλους- σε μονές επιλογές. Τούτο το πράγμα όμως με τον ενάμιση βίο ήταν απίστευτα κουραστικό αλλά και φορτικό μιας και δεν του έδινε το περιθώριο της επιλογής, μόνο την υποψία, την βεβαιότητα θα μπορούσε να ισχυρισθεί, πως έμαθε τον τρόπο της παραγωγής των φαντασμάτων. Μέχρι τότε πίστευε ότι τα φαντάσματα ήταν γυναίκες άπιστες, τυλιγμένες μ' ένα σεντόνι που πήγαιναν τις άγριες τις ώρες να βρουν τον παράνομο εραστή τους, τώρα ο κόσμος των σκιών του είχε γίνει πιο οικείος.
Το μόνο πράγμα που είχε απομείνει το ίδιο ήταν ότι ήθελε, αισθανότανε, χρειαζότανε την γυναίκα σαν το άλλο του μισό μα όχι πια για να γίνουν οι δύο "εις σάρκαν μία" αλλά για να ολοκληρώσει την διπλή του οντότητα. Φυσικά όμως καμια φυσιολογική γυναίκα δεν ήθελε ενάμισυ άντρα για συμπλήρωμα και οι πιθανότητες να βρεί γυναίκα με ενάμιση εαυτό σαν τον ίδιον ήταν απειροελάχιστες.
Παρατηρώντας την γάτα του σκέφτηκε πως για πρώτη φορά δεν είχε βρει να δώσει το μικρό της και μεγάλωνε μαζί με την μάνα του, είχε γίνει ήδη μισό γατάκι αλλά σίγουρα δεν θα έμενε εκεί, οι γάτες -λένε- έχουν επτά ψυχές και όχι μιάμιση ...