Τι είναι και τι δεν είναι η διηγηματοποίηση

Καλώς ήλθατε

Η Διηγηματοποίηση είναι ένας χώρος που προσπαθεί να σέβεται τον εαυτόν της και την ελληνική γλώσσα.

Δεν είναι ο χώρος όπου θα ακούσετε υποχρεωτικά τις μουσικές προτιμήσεις του δημιουργού του ούτε θα βρείτε διαφημίσεις.
Δεν είναι ο χώρος που θα σας προωθήσει σε άλλα μπλογκς πλην των άλλων του δημιουργού του.
www.gpointspoetry.blogspot.com για τα ποιήματα
www.gerimitiis.blogspot.com για τα καθημερινά

άτμα σαρβασαρίριναμ


Καθισμένος μπροστά στο ανοικτό παράθυρο ακούω το σιγανοψιχάλισμα της βροχής και πίνω τον πρωϊνό καφέ μου. Καιρός μουντός, σύγνεφα βαριά που ο ήλιος δεν μπορεί να τα τρυπήσει. Ο καιρός στον νοτιά- θυελλώδεις έδωσε η μετεωρολογική- μα ο Κρισσαίος κόλπος ήρεμος, τον πιάνει ξώφαλτσα ο καιρός και φτιάχνει αυτό το βουβό, το ύπουλο κύμα που οι ναυτικοί το λένε σουέλι. Μες την αχλύ, μίλι μακριά μου προς τον Βορρά, μια στεριανή γλώσσα χωρίζει τον μυχό του κόλπου στα δύο. Ανταριασμένα φτάνουνε τα βουβά κύματα και σκάνε μ' ορμή στα πέντε, στα έξη μέτρα αψηλά μην και την κεφαλώσουν τούτη τη στεριά που μπήκε ανάμεσά τους. Πιο πίσω, σκάρτα αλλο ένα μίλι, δεν φαίνεται τίποτε από την παραλία της Κίρρας, ούτε ο Παρνασσός πιο πίσω, όλα βαμμένα στο ανοικτό γκρίζο πέπλο του χαμηλωμένου σύγνεφου.

Στο σπίτι μέσα, τα πάντα έχουν ένα διαφορετικό χρώμα από την έλλειψη του πρωϊνιάτικου ήλιου, ίσως και μια διαφορετική υφή, δείχνουν πιο πραγματικά, πιο ζωντανά, πιο κοντά σ' αυτό που ο τίτλος περιγράφει : άτμα σαρβασαρίριναμ, δηλαδή η ψυχή όλων των όντων που έχουνε σώμα. Μπορεί νάναι η απόχρωση της σκόνης σ' αυτό το λίγο φως που αφήνει να περάσει η βαριά συννεφιά, μπορεί νάναι η σωστή χρονική απόσταση της επιστροφής στο νερό της θάλασσας, μπορεί η γειτονοπούλα που βγήκε να τσεκάρει τον καιρό τυλιγμένη στο σεντόνι της και με τα μισά της κάλλη ακάλυπτα, μπορεί και η βαθειά αλήθεια της ινδικής μυθολογίας. Μπορεί. Ερχονται στιγμές που όλα τα πράγματα μοιάζουν νάχουν ψυχή και στιγμές που όλοι οι άνθρωποι γύρω μας μοιάζουνε να μην έχουν.
Σ' αυτό το φόντο ένα αμάξι κόκκινο μοιάζει έντομο και το δενδράκι δίπλα με πουλί, η αιώνια τοπική δεσποινίς μόνο προέκταση των ψηλοτάκουνών της λογίζεται κι οι λακκούβες του νερού παίζουνε πιάνο με τις στάλες της βροχής. Οι ήχοι, σιγαλοί και ανεπαίσθητοι, δεν έχουν σώμα, δεν μετρούν και δεν μετέχουν.
Μια ιδέα περισσότερο φως καθώς ο ήλιος ανεβαίνει και η γωνία πρόπτωσης αλλάζει. Η βροχή σταμάτησε. Τα σύγνεφα άλλαξαν χρώμα προς το άσπρο και την πορεία τους στον ουρανό, τώρα ξεσέρνουν προς την Δύση, έστριψε ο καιρός. Τα κύματα με πιότερη μάνητα, πιο ευθυγραμμισμένα, βαράν στα κατακόρυφα τα βράχια της στεριάς. Βλέπω το γκρίζο αυτοκίνητο και τούτο έτοιμο μου δείχνει να πετάξει. Μια δεσποινίς στα δώδεκα, στα δεκατρία με τ' ασημένια της παπούτσια και το κολάν το μαύρο να χαράζει προκλητικά τα τορνευτά της πόδια, γεμίζει τ΄άδειο μου παράθυρο. Τα μαλλιά της ίσα, καστανόξανθα και λατρευτά πριν τα σαμπουάν και οι βαφές τα κάνουνε μαντάρα. Στ΄αφτί μου ο βόμβος από μια χαμπερίστρα με ξενίζει. Το έντομο με γυροφέρνει δυο φορές και κουρνιάζει στην εσοχή ενός κάδρου να βγάλει την μέρα του. Αναπόφευκτος ο συνειρμός με την ψυχή, πανάρχαια ονομασία για τις πεταλούδες.



Λατρεύω την σκέψη στην ανάπτυξή της, την αποτύπωσή της στο χαρτί. Ιδια κι' απαράλλακτα με την φωτογραφία της πρώτης μου γυναίκας ή κάποιους πίνακες του Mark Chagall...

Καλή σας ανάγνωση

Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

4 επταετίες, 28 χρόνια



Οχι, οχι !
Επηρεασμένος από την επέτειο του εικοστου όγδοου έτους του γάμου τους σκεπτότανε να αντιμετωπίσει μονόκραυγα την απαίτηση της να κατακτήσει κάθε σημείο του κορμιού του και συμβολικά της ψυχής του αφού την σωματική παράδοση θα ακολουθούσε η πνευματική, το πνεύμα πίσω απ’την σάρκα σέρνεται όσο η σάρκα το αξίζει, μετά αναδεικνύεται ο «πλούσιος εσωτερικός κόσμος» με τις ηθικές και τις αναστολές του.
Ελαφρώς περίεργο αλλά το αρσενικο σώμα ήταν το μήλο της έριδας σ’ αυτήν την ελληνοιταλική σχέση. Ισως ήταν η κρυφή αρμονία που είχε σμιλευθεί σ’ αυτό με τα χρόνια ...αλλά... αυτή δεν θα έπρεπε να ήταν κοινό κτήμα και των δύο ; Χωρίς την συμβολή του θηλυκού δεν θα είχε φθάσει σ’ αυτό το επίπεδο αισθητικής τελειότητας, δεν ήταν αποτέλεσμα υγιεινής διατροφής και γυμναστικής, αλλά η επίδραση της ιταλικής σχολής όπερας στην αισθησιακή ανάπτυξη της κοιλίτσας, στο προγούλι που θα μπορούσε να δώσει τις κατάλληλες αρμονικές γιά ηχητική τελειότητα και στην ακτινοβολία της πληρότητας του ολοκληρωμένου δρώμενου. Nαι, το αρσενικό ελληνικό του σώμα είχε γίνει η ενσάρκωση ενός μουσικού αριστουργήματος, ενός θησαυρού του οποίου την πατρότητα διεκδικούσαν τόσο ο κάτοχός του, όσο και η γυναίκα που το απολάμβανε.
Εικοσιοκτώ χρόνια μέχρι αυτόν τον Οκτώβρη όπου ο κόμπος έφτασε στο κτένι, η Ιταλίδα αισθάνθηκε εγκλωβισμένη στη σχέση της με το κατά κάποιο τρόπο δημιούργημά της, ήθελε να δοκιμάσει την τέχνη της και σε άλλα ανδρικά κορμιά, όπως τα καλογυμνασμένα από την Βουλγαρία, μερικοί λέγανε ότι απώτατος στόχος ήταν ένας Ρουμάνος ιδιοκτήτης πετραιολοπηγών. Οι έως τότε εξωσυζυγικές εμπειρίες της ήταν κάποιος Αιθίοπας και ένας Αλβανός μετανάστης, δεν θα μπορούσανε όμως να μετρήσουν σαν απιστίες, είχαν τελείως διαφορετικές πολιτικές πεποιθήσεις ενώ η καθεστωτική ταυτότητα με τον Ελληνα ήταν το στήριγμα του μέχρι τότε έγγαμου βίου τους.
Στα εικοσιοκτώ χρόνια που μέτραγε μαζί της, οι μικρές προσπάθειες του αρσενικού να ανεξαρτοποιηθεί χαρακτηρίσθηκαν «οπερεττικές» και είχε πλέον αποδεχθει την μοίρα του, δεν πέρναγε άσχημα εξ άλλου μέχρι να λάβει το τελεσίγραφο της περί πλήρους παράδοσης. Και τώρα, ίσως να ήταν η ιδέα περισσότερο που τον ενοχλούσε παρά η ουσία, ποιό σημείο του κορμιού του άραγε να είχε μείνει ανεξερεύνητο ; Μήπως αυτό που συνωμοτικά αποκαλούσαν και οι δύο «ο βαπτιστικός» ; αποφεύγανε όμως να το χρησιμοποιούν συχνά αντίθετα με δικά της σημεία όπως «ο τροβατόρε» ή «η τραβιάτα» που είχαν πάντοτε τον πρώτο λόγο στις ερωτικές πρωτοβουλίες της.
Μπροστά στο φάσμα του χωρισμού, στην κατάρρευση μιάς μακροχρόνιας σχέσης, σαν φιλμ μιά ολόκληρη ζωή άρχισε να εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια του παγιδευμένου αρσενικού. Στο εσωτερικό βούρκωμα που του προκαλούσε η απαίτηση της στέρησης μιάς κάποιας αμφιβόλου αξίας ελευθερίας άρχισε να ξαναβλέπει την αρχή της σχέσης τους, τις πρώτες νύχτες τους και τις πρώτες νότες, τα πρώτα κρυφοαγγίγματα της, αυτά που τον έκαναν πιό όμορφο, τόσο όμορφο ώστε να αξίζει την αγάπη της, ναι το παραδεχότανε ήτανε και δημιούργημα της ιταλίδας του. Ακριβώς όπως ιταλική ήταν η μελωδία που έντυσε μ’ ελληνικά λόγια ο Γιώργος Οικονομίδης και βγήκε το «κορόϊδο Μουσσολίνι», το πιό πετυχημένο τραγούδι ενός άλλου ελληνοϊταλικού πόλεμου, σε κάποιο πολύ πεζό και πρακτικό επίπεδο.
Μετά «έπαιξαν» στα μάτια του η ωριμότητα και η αρμονία της γνώσης του «αντίπαλου δέους και πόθου» που έκαναν τον καιρό να κυλάει τόσο γλυκά και να λαξεύει ομορφιές στα σώματά τους, κυρίως στο δικό του μέχρι να προκαλέσει τις έντονες διεκδικησεις κυριότητας εκ μέρους της.
Απέναντί του, σαν εχθρός η ωραιότατη Ιταλίδα, απαιτητική σαν ιδιοκτήτρια και αποφασισμένη όσο ένας χαρτοπαίκτης που τζογάρει την τελευταία του μάρκα. Αισθάνθηκε ένα πόνο γι’ αυτό που χάθηκε. Ητανε βέβαιος, είτε δεχότανε τους όρους της, είτε όχι ποτέ τίποτε δεν θα ήταν ξανά όπως πρώτα, το γιαλί είχε ραγίσει οριστικά.
Το «οχι» του φάνηκε σαν κραυγή λαού, ίσως και όχλου.
Την κοίταξε κατάματα :
- Alors, c’ est la guerre (*), είπε, είναι ιστορικά εξακριβωμένο...


(*) στα γαλλικά : τότε, έχουμε πόλεμο

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

Περιμένοντας στην ουρά




Συνήθως απέφευγε να στήνεται στις ουρές αλλά αυτή την φορά η ανάγκη του ήταν μεγαλύτερη από την απέχθειά του. Η ουρά σχημάτιζε σπείρα μέσα στην αίθουσα υποδοχής της τράπεζας, η απεργία είχε στεγνώσει τις τσέπες πολλών και μια καινούργια ήταν στα σκαριά από τις επόμενες μέρες. Οπλίστηκε με υπομονή κι' έψαχνε με το βλέμμα του για καθρέπτη, η ώρα περνάει ευκολότερα αν κοιτάζεις τον καθρέπτη γι αυτό και είναι απαραίτητο αξεσουάρ στα ασανσέρ αλλά στις τράπεζες δεν είχαν μαντέψει πως μπορούσε κάποιος να περιμένει τόσο πολύ στην ουρά.
Αρχισε να επεξεργάζεται τους ανθρώπους που περίμεναν στωικά την σειρά τους, να πλάθει ιστορίες που θα μπορούσαν να είναι απαντήσεις σε υποθετικές ερωτήσεις όπως το πόσο χρονών είναι-τσεκάροντας το προγούλι κάτω από το πηγούνι ή αν βάφουν τα μαλλιά τους μελετώτας τις ακτίνες του ήλιου πάνω τους. Με τους πιο ενδιαφέροντες, μάλλον με τις πιο ενδιαφέρουσες έπλαθε ιστορίες και σενάρια προχωρώντας σε βάθος χρόνου αμέτρητο όταν αισθάνθηκε ένα σκούντημα από την μπροστινή του στο υπογάστριο. Το βλέμμα του μαζεύτηκε από μακριά και συγκεντρώθηκε στα οπίσθιά της που ήταν το λιγότερο αξιοσημείωτα. Η έκπληξή του μεγάλωσε όταν η κοπέλλα σταύρωσε τα χέρια της πίσω σαν νάθελε να τα προστατεύσει αλλά τεντώνοντας τα δάκτυλα ψαχούλευε μέχρι να βρουν τον στόχο τους στην βουβωνική του χώρα.
Τρελλάθηκε. Είχε παρατηρήσει σχεδόν όλους όσους περίμεναν στην σειρά αλλά από αυτήν το μόνο που είχε δεί ήταν η καλοσχηματισμένη πλάτη της και τα πλούσια σκούρα μαλιά της. Προσπάθησε διακριτικά να δει το προφίλ της γέρνοντας αριστερά και δεξιά χωρίς επιτυχία. Υπέθεσε πως θα ήταν κάποια άσχημη ανέραστη κι απελπισμένη ώστε να κάνει μια τέτοια κίνηση όταν η κοπέλλα άφησε το ψάξιμο και γύρισε στιγμιαία αντικρύζοντας τον και χαμογελώντας του. Θα πρέπει να είχε την έκφραση του τέλειου βλάκα. αποσβολωμένος από αυτό που είδε, τόσο διαφορετικό από αυτό που περίμενε : η κοπελλιά ήταν όμορφη και με τα αυστηρότερα κριτήρια.
Δεν του άρεσε η γαλήνη που ακολούθησε μετά την θύελλα αλλά μάταια περίμενε μια νέα κίνηση από την κοπελλιά. Είχε αρχίσει να εκνευρίζεται από την αδυναμία και την ατολμία του όταν πλησιάζοντας προς το ταμείο η σειρά πύκνωσε και μπόρεσε να κολλήσει πίσω της χωρίς να γίνεται προκλητικά αντιληπτός. Η κοπελλιά δεν αντέδρασε αλλά ούτε και τον ενθάρρυνε, όταν όμως έβαλε το χέρι του μπροστά της πιάνοντας το κολωνάκι έτριψε για λίγο το στήθος της επάνω του και πλέον βεβαιώθηκε πως "τα ήθελε".
Αποφάσισε να της μιλήσει και ανταποκρίθηκε αμέσως. Αρχισε να λέει γενικόλογα για τις απεργίες, τις ουρές, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει καθημερινά ο κόσμος. Η κοπελλιά τον κοίταζε μ' ένα νυσταγμένο λάγνο βλέμμα σαν να μετρούσε πόσο χώρο πιάνει στο κρεβάτι και που και που μούγκριζε κανένα "ναι" ή "φυσικά",  Την ώρα που της μιλούσε σκεπτότανε που θα την πάει, σπίτι του δεν μπορούσε, στο αυτοκίνητο ήταν μέρα, έπρεπε να διαλέξει ξενοδοχείο.
Οταν πλησίασαν στο ταμείο η κοπέλλα του είπε πως δεν αντέχει να περιμένει άλλο και έφυγε παραχωρώντας του την σειρά της. Απόρησε αλλά δεν ήθελε να χάσει τη σειρά του για να πάει μαζί της, "θα την προλάβω τρέχοντας" σκέφθηκε. Για κακή του τύχη όμως ο μπροστινός του αργούσε χαρακτηριστικά στο ταμείο. Μετά από δέκα λεφτά που του φάνηκαν αιώνες έφτασε η δική του η σειρά. Σήκωσε ένα σεβαστό ποσό που αφορούσε και την μισθοδοσία αρκετών συναδέλφων του και το ζεστό χρήμα έδιωξε τις άλλες σκέψεις από το μυαλό του, είχε ξεχάσει εντελώς την κοπέλλα όταν την ξαναείδε να τον περιμένει έξω από την πόρτα της τράπεζας.
-  Μα να χάσεις την σειρά σου μετά από τόση ώρα που περίμενες, της είπε προσπαθώντας να κρύψει την έκπληξη και την νευρικότητά του.
-  Ετσι είμαι εγώ, άμα μου τη δώσει δεν καταλαβαίνω τίποτε. Αρκετά περίμενα σήμερα, αύριο πάλι.
Κοίταζε τα χείλια της, τα σαρκώδη χείλια της που τόσο έμοιαζαν μ' αυτά που είχε φιλήσει για πρώτη φορά στη ζωή του. Κοίταζε το κορμάκι της, λυγερό και λαχταριστό και κατάλαβε πόσο το ήθελε. Δεν βρήκε όμως τίποτε να πεί, ούτε η κοπελλιά μίλησε ξανά.
- Θα πρέπει να πάω να πληρώσω τους συναδέλφους της είπε στο τέλος.

Δεν κατάλαβε πως και πότε έφυγε από δίπλα του. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησε πως είχε εξαφανισθεί από το οπτικό του πεδίο και φοβήθηκε πως θα αναζητά την εικόνα της, την εικόνα της χαμένης ευκαιρίας για πάντα. Πίεσε τον εαυτό του ν' αποτυπώσει όσα περισσότερα χαρακτηριστικά της μπορούσε, εκτός βέβαια από τα σαρκώδη χείλη της.
Τελικά η τύχη του χαμογέλασε μερικές μέρες αργότερα. Είδε την φωτογραφία της στην εφημερίδα, την είχαν συλλάβει επειδή ξεμυάλιζε κάποιους αφελείς και τους σούφρωνε τα πορτοφόλια.


Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2012

Αρχές του τέταρτου μήνα...

  •  

<object width="560" height="315"><param name="movie" value="http://www.youtube.com/v/RiZg0pQPcfE?version=3&amp;hl=en_US"></param><param name="allowFullScreen" value="true"></param><param name="allowscriptaccess" value="always"></param><embed src="http://www.youtube.com/v/RiZg0pQPcfE?version=3&amp;hl=en_US" type="application/x-shockwave-flash" width="560" height="315" allowscriptaccess="always" allowfullscreen="true"></embed></object>

 

Πλησιάζοντας την επίτευξη του στόχου είπε να κάνει μια μικρή ανασκόπηση. Η επανάληψη ενός πειράματος, 40 χρόνια μετά, δεν μπορεί να διεξαχθεί πάνω στις ίδιες συνθήκες, εδώ οι τόποι αλλάζουν σε 40 χρόνια, πόσο μάλλον οι άνθρωποι, υπάρχουν όμως παράλληλες καταστάσεις.
Η βασική ιδέα ήταν πως μόνο μετά από τέσσερις μήνες συνεχών διακοπών μπορεί κάποιος να δει τις πραγματικές ανάγκες του και τι πραγματικά θέλει στην ζωή του, το είχε ξανακάνει σαν φοιτητής με μόνο τίμημα μια κάποια καθυστέρηση στο πτυχίο του μια που ποτέ δεν έδωσε εξετάσεις τον Σεπτέμβρη. Σαράντα περίπου χρόνια μετά, είχε την ευκαιρία να ξαναπλησιάσει τον εαυτό του απαλλαγμένος από κοινωνικές, επαγγελματικές και οικογενειακές επιρροές, στο μέτρο του δυνατού, βέβαια. Οι αναμνήσεις από τα μακριά φοιτητικά καλοκαίρια ήταν πολύ γλυκιές.
Μερικοί όροι παρέμεναν αναλλοίωτοι, απλά προσαρμοσμένοι στην νέα εποχή, άλλοι καινούργιοι προέκυπταν κυρίως από την διαφορά στην ηλικία του, όπως η καθημερινή πρόσληψη των φαρμάκων,  αλλά μπορούσαν εύκολα να ελεγχθούν ώστε να μην επηρεάζουν πολύ την καθημερινότητα.
Τότε υπήρχε η αποφυγή του ραδιοφώνου και της εφημερίδας ώστε να λείπει ο καθημερινός βομβαρδισμός με ανούσιες κατά το πλείστον ειδήσεις, τα μεγάλα νέα τα μάθαινε στόμα με στόμα και μπορούσε από αυτά να ξεδιαλέξει τα ενδιαφέροντα. Οι βαρυσήμαντες δηλώσεις των υπουργών της εποχής διεπίστωνε πως δεν άγγιζαν ούτε στο ελάχιστο την πραγματική ζωή του και του φάνταζαν σαν μεγαλόστομες μαλακίες. Και όντως ήταν, απλά οι άλλοι το καταλάβαιναν χρόνια, δεκαετίες μετά, τότε η παντοτεινή  "κρισιμότητα των ημερών που ζούμε" όπως έλεγε ο εκαστοτε πολιτικός έπειθε όσους τρέφονταν με ειδήσεις.
Θυμήθηκε τις συγκεντρώσεις για το μακεδονικό θέμα, την στάση του Σαμαρά και την κυνικότητα της δήλωσης Μητσοτάκη  "σε λίγα χρόνια θα τόχουμε ξεχάσει". Αραγε ο σημερινός πρωθυπουργός που τότε έσκιζε τα ιμάτιά του για το όνομα, το θυμάται ;
Σήμερα πλέον η εφημερίδα αποτελεί μακρινό παρελθόν γι αυτόν, την είχε σταματήσει πριν δέκα χρόνια περίπου και είχαν καθαρίσει τα χέρια του από τα κακής ποιότητας μελάνια που χρησιμοποιούσαν και το μυαλό του από τα κακής ποιότητας άρθρα που φιλοξενούσαν. Κάπου τότε πέθαναν και οι τελευταίοι μορφωμένοι δημοσιογράφοι, απέμειναν οι ενημερωμένοι με το λαπτοπ που πίσω από την παντογνωσία τους φαινότανε η έλλειψη φιλοσοφίας και η κενότητα των γνώσεων τους, κυρίως από τις άσχημες αντιδράσεις όταν κάποιος τάραζε τα λιμνάζοντα νερά του μονολόγου τους.
Η ενημέρωση του είχε περιοριστεί στις επικεφαλίδες του πόρταλ με το οποίο άνοιγε το κομπιούτερ του. Σπάνια έβρισκε κάποια πραγματικά ενδιαφέρουσα είδηση, κάτι που θα τον βοηθούσε στην ζωή του, π.χ. έναν καινούργιο τρόπο να πιάνει καλαμάρια, είχε βαρεθεί να ακούει για νόμους και διατάξεις που χρόνια ψηφίζονταν, σπάνια εφαρμόζονταν και ποτέ δεν βελτίωσαν τίποτε εκτός ίσως από την οικονομική κατάσταση του προτείνοντος και των ψηφισάντων αλλά και των καταψηφισάντων βουλευτών.
Το ραδιόφωνο ήταν μονίμως κλειστό όπως και η τηλεόραση, άνοιγαν μόνο για κανένα ενδιαφέρον ματς ή μουσική εκπομπή για ελληνικό τραγούδι και όπερα. Δεν είχε κολλήσει το μικρόβιο της τζαζ κι ήθελε η μουσική του να έχει κατεύθυνση και όχι αυτοσχεδιασμούς γιατί την θεωρούσε πνευματική τροφή και το φαγητό μας το διαλέγουμε, το μαγειρεύουμε με τέχνη, δεν τρώμε ό,τι βρούμε μπροστά μας.
Στο φαγητό είχε επανέλθει στις συνήθειες της νιότης του, τότε προσπαθούσε να τρέφει τον εαυτό του με ότι έπιανε ο ίδιος και του μαγείρευε η καλή θεία του : ψάρια, χταπόδια, οστρακοειδή. Είχε ήδη ξεπεράσει το ρεκόρ των σαράντα ημερών καθημερινής διατροφής με ψητό ψάρι, η αποτοξίνωση του οργανισμού του ήταν παραπάνω από εμφανής στις πρώην καθημερινές μικροενοχλήσεις. Η εμπειρία του όμως είχε πλέον εμπλουτίσει το καθημερινό σιτηρέσιο με ζυμωτό στα χέρια ψωμί, ελιές φτιαγμένες από τον ίδιο, φρούτα από τον κήπο του και κρασί, καθαρό κρασί,  από τις κληματαριές χωρίς τίποτε αρωματικό, συντηρητικό ή βελτιωτικό μέσα . Με δυο γουλιές ξέχναγε τα πάντα. Μέχρι και αυγοτάραχο από τα γκαστρωμένα λεθρίνια του καλοκαιριού είχε φτιάξει.
Οι επικοινωνίες είχαν περιοριστεί στον απολύτως αναγκαίο ελάχιστο βαθμό και αυτό μόνο με πρόσωπα που πραγματικά επικοινωνούσε ή τουλάχιστον το προσπαθούσε. Δεν είχε αντιληφθεί κανένα κενό από την έλλειψη καθημερινότητας στον τόπο και τον τρόπο που αποσύρθηκε, περισσότερο τον γέμιζαν τα χρώματα της ανατολής και της δύσης όσο ο καιρός παρέμενε ευλογημένα καλοκαιρινός.
Με αυτά και μ' αυτά προσπαθούσε να λύσει το καινούργιο πρόβλημα που του προέκυψε : ζει το όνειρό του ή ονειρεύεται την ζωή του...



<object width="420" height="315"><param name="movie" value="http://www.youtube.com/v/NFTcClUxFnA?version=3&amp;hl=en_US"></param><param name="allowFullScreen" value="true"></param><param name="allowscriptaccess" value="always"></param><embed src="http://www.youtube.com/v/NFTcClUxFnA?version=3&amp;hl=en_US" type="application/x-shockwave-flash" width="420" height="315" allowscriptaccess="always" allowfullscreen="true"></embed></object>

Η τελευταία ενδιαφέρουσα είδηση που βρήκα στο διαδίκυο ήταν πως να γυαλίσετε τα μπρούτζινα χωρίς τρίψιμο με αλεύρι και ξύδι. Η διαφορά είναι εμφανής στην φωτογραφία :



Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2012

Ατιμο αιρκοντίσιον

Ενα άρθρο αφιερωμένο σ' έναν αξέχαστο λάτρη του ωραίου φύλου.


Τερψιθέα, μάλλον δεν την έλεγαν έτσι, το όνομά της παραμένει μυστήριο - και η εθνικότητά της επίσης- αλλά της ήταν τόσο ταιριαστό. Ηταν μια συμφωνία μεταξύ τους, την έλεγαν έτσι και μπορούσαν να συνενοηθούν, πως να την έλεγαν ; Η κυρία του πρώτου ορόφου ; Το πραγματικό της όνομα, τους ήταν ουσιαστικά αδάφορο αλλά η παρουσία της είχε μπει για τα καλά σ' ένα κομμάτι της ζωής τους, νυκτερινό, εντελώς καλοκαιρινό και...ενδιαφέρον.
Ολα ξεκίνησαν πριν μερικά χρόνια και αφορμή ήταν η κυρία του δεύτερου και τελευταίου ορόφου, αυτού με το ταρατσάκι, ψηλότερα από όλα τα κτίρια του χωριού εκτός από το πέτρινο απέναντι που είχε ένα μπαλκόνι στο ίδιο ύψος. Αυτό όμως δεν ήταν πρόβλημα για τους υπόλοιπους περίοικους αφού η κυρία, καιρού επιτρέποντος, συνήθιζε να πλησιάζει τα κάγκελλα της ταράτσας της φορώντας μόνο ένα εσώρρουχο που θα μπορούσε άνετα να χαρακτηρισθεί σαν τάνγκα για ... σεμνότυφες. Ηταν από αυτά που αφήνουν ακάλυπτα τα τρία τέταρτα των ημισφαιρίων, απολύτως συμβατό με το σώμα της μικρόσωμης Ρωσίδας και αιτία που πολλοί γείτονες, καλοκαιρινοί παραθεριστές στην συντριπτική πλειοψηφία τους, απολάμβαναν την θέα στα μπαλκόνια τους ενώ τα έτερα ημίσεα τους έβλεπαν τηλεόραση. Η Ρωσίδα καμιά  σημασία δεν έδινε στα ανδρικά βλέμματα, έκανε τις δουλίτσες της ή ρέμβαζε στην ταράτσα γυμνή αδιαφορώντας για το φιλοθέαμον κοινό. Η θέα, βέβαια, μισή ήταν γιατί όσον αφορά το στήθος της Ρωσίδας ίσχυε ότι στο γνωστό ανέκδοτο που κάποιος θέλει να αγοράσει σουτιέν για την γυναίκα του και ο υπάλληλος προσπαθώντας να μαντέψει το νούμερο χρησιμοποιεί αρχικά την "σκάλα" των φρούτων, δηλαδή πεπόνια, κυδώνια, μήλα, λεμόνια και ο πελάτης απαντάει συνεχώς "πιό μικρά, πιό μικρά". Ο πωλητής περνάει στην "σκάλα" των αυγών :
- "Αυγά χήνας;"
- '"Πιο μικρά"
- "Κότας; "
- " Α, μπράβο, ναι, τηγανητά, μάτια !"

Ολο το χωριό ήξερε για την Ρωσίδα κι ο Φιλόθεος τίποτε δεν αρτυνότανε, δεν ήταν της γειτονιάς μέχρι που επισκέφθηκε τον φίλο του Ηδύοπα σε συνθήκες καύσωνα αναζητώντας λίγη δροσιά στα ψηλά. Ο Ηδύωψ κατείχε το μπαλκόνι του δεύτερου ορόφου απέναντι από την ταράτσα της Ρωσίδας, σαν να λέμε πρώτο τραπέζι πίστα, η απόσταση ήταν λιγότερη από τρία μέτρα και εκεί κάθησαν με τον Φιλόθεο πίνοντας παγωμένο τσάϊ. Ηταν δέκα η ώρα το βράδυ και η Ρωσίδα άπλωνε την μπουγάδα στο ταρατσάκι της με αναμμένα φώτα και όλο τεντωνότανε να φτάσει τα σκοινιά. Ηταν ένα ενδιαφέρον θέαμα για τον "πρωτάρη" Φιλόθεο,  απόλυτα τετριμμένο όμως για τον ιδιοκτήτη του μπαλκονιού  που έστρεψε το ενδιαφέρον του  στην θέα του έναστρου ουρανού.
- "Τι γίνεται εδώ, σε πόσα ταμπλό το παίζεις, ρε δικέ μου ;" ψιθύρισε ξαφνικά ο Φιλόθεος, σκουντώντας τον ελαφρά.
Το βλέμμα του Ηδύοπα ακολουθώντας το βλέμμα του Φιλόθεου κατέβηκε και αυτό ένα όροφο. Από την ανοικτή μπαλκονόπορτα φαινόταν μια άλλη ανοικτή πόρτα μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο και πιο πίσω, στην ευθεία, τέζα ανοικτή η πόρτα του φωτισμένου μπάνιου. Κάνοντας κάποιες κινήσεις ένα ταμπλό βιβάν εμφανιζότανε και εξαφανιζότανε στιγμιαία αφήνοντας τις υποσχέσεις ενός καλοσχηματισμένου γυναικείου σώματος. Η αναμονή ανταμείφθηκε όταν η γυναίκα βγήκε από το μπάνιο προσφέροντας ένα υπέροχο θέαμα στους δυό φίλους. Λυγερόκορμη, καλά κρεατωμένη στο στήθος, μέση δαχτυλίδι και πόδια τορνευτά. Οταν μάλιστα κάποια στιγμή έσκυψε να πιάσει κάτι οι δυό μάρτυρες αναστέναξαν από πόθο στην θέα των τουρλομένων οπισθίων της. Η κορύφωση υπήρξε όταν άναψε το φως του δωματίου οπότε και οι τελευταίες κρυφές λεπτομέρειες του κορμιού και του προσώπου της χαρτογραφήθηκαν. Οι τρίχες στο βουναλάκι της Αφροδίτης έδειχναν καθαρόαιμη ξανθειά, τα μαλλιά της έφερναν λίγο προς το κόκκινο. Το δέρμα της, λείο και λευκό φεγγοβολούσε σαν μαρμάρινο άγαλμα στο μισοσκόταδο όταν τα φώτα ξανάσβυσαν. Μετά τα σκούρα της μπαλκονόπορτας έκλεισαν αφήνοντας μια χαραμάδα για φευγαλέες εντυπώσεις, πιο ενδιαφέρουσες όμως απο τις φόρα παρτίδα εκδηλώσεις της Ρωσίδας.

Το Τερψιθέα κατοχυρώθηκε αμέσως, οι δυο φίλοι ήταν καλοί στην ετυμολογία των λέξεων αλλά άλλες πληροφορίες δεν μπόρεσαν να μάθουν. Εμφανιζότανε στο μπαλκόνι πολύ σπάνια, μόνο για να απλώσει κανένα ρούχο- ποτέ πολλά μαζί- και οι πόρτες είχαν κουρτίνες ή ήταν κλειστές. Μόνο σε συνθήκες καύσωνα άνοιγαν διάπλατα να εκμεταλλευθούν κάθε ζωογόνο πνοή του αέρα. Ηταν προφανές ότι ήταν ξένη, πιθανότατα Αλβανίδα ή Βουλγάρα και δεν έβγαινε ποτέ για ψώνια ή βόλτα, περπάταγε μόνο τα δέκα μέτρα από την πόρτα της μέχρι το αυτοκίνητο του άντρα της. Το μυστήριο μεγάλωνε το ενδιαφέρον των δύο φίλων για την περίπτωσή της, κάθε καλοκαίρι πέρναγαν ατελείωτες ώρες στο μπαλκόνι του Ηδύωπα περιμένοντας την διαδικασία του μπάνιου με τον καύσωνα. Την πετύχαιναν δυο-τρεις φορές κάθε καλοκαίρι.

Δυό καλοκαίρια ο Φιλόθεος δεν ήλθε και μετά ήρθε η είδηση του θανάτου του. Μάταια ο Ηδύοπας προσπαθούσε να πετύχει αυτήν τη χρονιά την "παράσταση". Εν τω μεταξύ και η Ρωσίδα είχε μετακομίσει, οπότε χωρίς αυτήν και την παρέα του Ηδύοπα βαριότανε να  την στήνει για πολλή ώρα μέχρι που πείσμωσε :  Σήμερα με τον καύσωνα θα καθόταν μέχρι να ξαναδεί το υπέροχο αυτό θέαμα. Οι ώρες περνούσαν και η μπαλκονόπορτα δεν έλεγε να ανοίξει κι' όμως από μέσα φαινόταν φως και έρχονταν ήχοι, σίγουρα ήταν μέσα.
- "Θα ξενυχτήσω εδώ, απόψε" σκέφθηκε ο Φιλόθεος και μόλις τότε πρόσεξε μια αλλαγή στο τοπίο :
Πάνω από την κλειστή μπαλκονόπορτα, καλά τοποθετημένος ο τετραγωνισμένος όγκος του αιρκοντίσιονινγκ τον κοίταζε κορϊδευτικά...

Ατιμη κοινωνία !