Τι είναι και τι δεν είναι η διηγηματοποίηση

Καλώς ήλθατε

Η Διηγηματοποίηση είναι ένας χώρος που προσπαθεί να σέβεται τον εαυτόν της και την ελληνική γλώσσα.

Δεν είναι ο χώρος όπου θα ακούσετε υποχρεωτικά τις μουσικές προτιμήσεις του δημιουργού του ούτε θα βρείτε διαφημίσεις.
Δεν είναι ο χώρος που θα σας προωθήσει σε άλλα μπλογκς πλην των άλλων του δημιουργού του.
www.gpointspoetry.blogspot.com για τα ποιήματα
www.gerimitiis.blogspot.com για τα καθημερινά

άτμα σαρβασαρίριναμ


Καθισμένος μπροστά στο ανοικτό παράθυρο ακούω το σιγανοψιχάλισμα της βροχής και πίνω τον πρωϊνό καφέ μου. Καιρός μουντός, σύγνεφα βαριά που ο ήλιος δεν μπορεί να τα τρυπήσει. Ο καιρός στον νοτιά- θυελλώδεις έδωσε η μετεωρολογική- μα ο Κρισσαίος κόλπος ήρεμος, τον πιάνει ξώφαλτσα ο καιρός και φτιάχνει αυτό το βουβό, το ύπουλο κύμα που οι ναυτικοί το λένε σουέλι. Μες την αχλύ, μίλι μακριά μου προς τον Βορρά, μια στεριανή γλώσσα χωρίζει τον μυχό του κόλπου στα δύο. Ανταριασμένα φτάνουνε τα βουβά κύματα και σκάνε μ' ορμή στα πέντε, στα έξη μέτρα αψηλά μην και την κεφαλώσουν τούτη τη στεριά που μπήκε ανάμεσά τους. Πιο πίσω, σκάρτα αλλο ένα μίλι, δεν φαίνεται τίποτε από την παραλία της Κίρρας, ούτε ο Παρνασσός πιο πίσω, όλα βαμμένα στο ανοικτό γκρίζο πέπλο του χαμηλωμένου σύγνεφου.

Στο σπίτι μέσα, τα πάντα έχουν ένα διαφορετικό χρώμα από την έλλειψη του πρωϊνιάτικου ήλιου, ίσως και μια διαφορετική υφή, δείχνουν πιο πραγματικά, πιο ζωντανά, πιο κοντά σ' αυτό που ο τίτλος περιγράφει : άτμα σαρβασαρίριναμ, δηλαδή η ψυχή όλων των όντων που έχουνε σώμα. Μπορεί νάναι η απόχρωση της σκόνης σ' αυτό το λίγο φως που αφήνει να περάσει η βαριά συννεφιά, μπορεί νάναι η σωστή χρονική απόσταση της επιστροφής στο νερό της θάλασσας, μπορεί η γειτονοπούλα που βγήκε να τσεκάρει τον καιρό τυλιγμένη στο σεντόνι της και με τα μισά της κάλλη ακάλυπτα, μπορεί και η βαθειά αλήθεια της ινδικής μυθολογίας. Μπορεί. Ερχονται στιγμές που όλα τα πράγματα μοιάζουν νάχουν ψυχή και στιγμές που όλοι οι άνθρωποι γύρω μας μοιάζουνε να μην έχουν.
Σ' αυτό το φόντο ένα αμάξι κόκκινο μοιάζει έντομο και το δενδράκι δίπλα με πουλί, η αιώνια τοπική δεσποινίς μόνο προέκταση των ψηλοτάκουνών της λογίζεται κι οι λακκούβες του νερού παίζουνε πιάνο με τις στάλες της βροχής. Οι ήχοι, σιγαλοί και ανεπαίσθητοι, δεν έχουν σώμα, δεν μετρούν και δεν μετέχουν.
Μια ιδέα περισσότερο φως καθώς ο ήλιος ανεβαίνει και η γωνία πρόπτωσης αλλάζει. Η βροχή σταμάτησε. Τα σύγνεφα άλλαξαν χρώμα προς το άσπρο και την πορεία τους στον ουρανό, τώρα ξεσέρνουν προς την Δύση, έστριψε ο καιρός. Τα κύματα με πιότερη μάνητα, πιο ευθυγραμμισμένα, βαράν στα κατακόρυφα τα βράχια της στεριάς. Βλέπω το γκρίζο αυτοκίνητο και τούτο έτοιμο μου δείχνει να πετάξει. Μια δεσποινίς στα δώδεκα, στα δεκατρία με τ' ασημένια της παπούτσια και το κολάν το μαύρο να χαράζει προκλητικά τα τορνευτά της πόδια, γεμίζει τ΄άδειο μου παράθυρο. Τα μαλλιά της ίσα, καστανόξανθα και λατρευτά πριν τα σαμπουάν και οι βαφές τα κάνουνε μαντάρα. Στ΄αφτί μου ο βόμβος από μια χαμπερίστρα με ξενίζει. Το έντομο με γυροφέρνει δυο φορές και κουρνιάζει στην εσοχή ενός κάδρου να βγάλει την μέρα του. Αναπόφευκτος ο συνειρμός με την ψυχή, πανάρχαια ονομασία για τις πεταλούδες.



Λατρεύω την σκέψη στην ανάπτυξή της, την αποτύπωσή της στο χαρτί. Ιδια κι' απαράλλακτα με την φωτογραφία της πρώτης μου γυναίκας ή κάποιους πίνακες του Mark Chagall...

Καλή σας ανάγνωση

Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2012

Το θαύμα

πρώτη δημοσίευση, Σάββατο, 3 Ιανουαρίου 2009


Του φαινόταν σαν θαύμα. Τόχε διαβάσει παλιά αλλά δεν το πίστευε ή επειδή ήταν τόσο σπάνιο φαινόμενο δεν πίστευε ότι θα το δει ποτέ. Και τώρα ήταν μπροστά του αναμφισβήτητο, όσο αναμφισβήτητο είναι κάτι που βλέπουμε με τα μάτια μας. Αλλοι το ψάχνανε δεκαετίες σε μέρη πιό ζεστά κι' αυτός το βρήκε στην Αθήνα δυό δρόμους πάνω απ' το σπίτι του κάνοντας βόλτα. Εβγαλε αμέσως το κινητό του και αποθανάτισε την στιγμή. Ηξερε ότι η όλη διαδικασία δεν βαστούσε πάνω από μία ώρα και δεν ήξερε πότε ακριβώς είχε αρχίσει. Εκεί στα τρία με τέσσερα μέτρα πάνω από τον πεζόδρομο εκτυλισσόταν ένα δράμα, με την πρωταρχική σημασία της λέξης, αυτό που θα λέγαμε σήμερα ένα δρώμενο αλλά επειδή η κατάληξη ήταν πάντα η ίδια, η λέξη συνυφάνθηκε με ό,τι μας προκαλεί λύπη. Κι' εδώ το ίδιο δίλημμα υπήρχε. Ηταν μιά έκρηξη χαράς, ίσως ο τρόπος με τον οποίον κάνουνε έρωτα τα φυτά, ήταν ένα πελώριο λουλούδι. Αλλά δεν ήταν το αποτέλεσμα μιάς προσπάθειας διαιώνισης του είδους, δεν είχε σχέση με αναπαραγωγή. Μ' άλλα λουλούδια πιό μικρά και καθόλου εντυπωσιακά γίνονται οι χουρμάδες. Αυτό, το πελώριο ροζ, απαιτούσε ελάχιστη ύλη- ήταν μιά φούσκα σαν μπαλόνι- έβγαινε χωρίς μίσχο μεταξύ των φύλλων του φοίνικα μεγάλωνε μέχρι να σκάσει και διαλυότανε σε χρόνο λιγότερο από μιά ώρα.
Ισως πριν εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια να είχε άλλες λειτουργίες και σκοπιμότητες που σήμερα είχαν χαθεί. Ισως να ήταν το ίδιο αναπαραγωγικό εργαλείο και μετά οι συνθήκες να μην το ευνόησαν και να παρέδωσε την σκυτάλη για αναπαραγωγή σε πιό κοινές μορφές όπως ήταν τα κουκούτσια από τους χουρμάδες. Ισως ακόμα να ήταν ένα ισχυρό οπτικό σήμα γιά τα έντομα ή τα πουλιά της εποχής να βοηθήσουν την διαδικασία της γονιμοποίησης ή της διάδοσης των σπόρων. Μπορεί ακόμα -τότε- να μύριζε, σήμερα πάντως δεν είχε τέτοια ιδιότητα. Η χρησιμότητά του ήταν ένα μυστήριο. Αλλά τι στο επίσημο όνομα της χουρμαδιάς-ο φοίνιξ- δεν ήταν μυστήριο ;
Φοίνιξ είναι τό χρώμα απ΄την πορφύρα, το όστρακο, που την λέγανε φοίνικα κι' αυτήν και Φοίνικες τον λαό που την εμπορευόταν. Μα άν τον τόπο στα παράλια της Ασίας που τον λέμε σήμερα Λίβανο τον λέγανε τότε Φοινίκη και τους κάτοικους της Καρχηδόνας, απ' την μεριά της Αφρικής, στην Λιβύη, κι' αυτούς Φοίνικες τους έλεγαν. Στη μέση τους η Αίγυπτος κι΄η λέξη η αιγυπτιακή Φ' ενακιμ, ίσως η ρίζα του ονόματος. Και στα δυό μέρη άφθονες οι χουρμαδιές, πήραν κι' αυτές το ίδιο όνομα σαν δένδρο της Φοινίκων, της Ασίας ή της Αφρικής, ποιός ξέρει ; Κι' ίσως αυτό το μυστήριο λουλούδι που στατιστικά εμφανίζεται μιά φορά στην πολυετή ζωή κάθε φοίνικα γέννησε τον μυστηριώδη μύθο γιά τον άλλο φοίνικα, το πουλί που αυτοαναφλέγεται γιά να εκκολάψει τα αυγά του. Ισως, κι' αυτό να συμβαίνει τόσο συχνά, όσο εμφανίζεται το ροζ πελώριο λουλούδι της χουρμαδιάς.
Μήπως κι' αυτός ο Φοίνικας, ο αδελφός του Κάδμου δεν ήτανε λίγο μυστήριος ; Πως γίνεται να τον στείλει ο πατέρας του ο Αγήνορας να βρει την αδελφούλα τους, την Ευρώπη κι' αυτός να βρεθεί στην Αφρική ;
Ολες οι απορίες, όλα τα μυστήρια του ήρθαν στο κεφάλι την ώρα που αποσβολωμένος παρατηρούσε όσο καλύτερα μπορούσε το τεράστιο ροζ λουλούδι που έβγαινε από την καρδιά των φύλλων της χουρμαδιάς. Πυκνά τα φύλλα της, δεν επέτρεπαν την παρατήρηση από κάτω, έπρεπε να απομακρυνθεί λιγάκι γιά να το θαυμάσει. Ενα γλυκό αεράκι λικνιζε ελαφρά το σπάνιο λουλούδι. Στην πρώτη δυνατή ριπή του ανέμου η ροζ πλαστική σακκούλα στροβιλίστηκε και ξέφυγε απο τ' αγκαθάκια της χουρμαδιάς.

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

Ο λουστράκος



Ο γεράκος έστηνε το «μαγαζί» του στη πλατεία Λαυρίου. Ενα κασελάκι με πολύχρωμα μπουκαλάκια, κάποιες βούρτσες και το σκαμνάκι του.
Εκανε τη δουλειά του αμίλητος, με τα χέρια να συναγωνίζονται έμβολα από ατμομηχανή. Πρώτα λίγο πολτό σε κάθε παπούτσι, άπλωμα, χτυπηματάκι με τη βούρτσα στο πελάτη ν’αλλάξει πόδι, τρίψιμο, φινίρισμα στο τέλος με πανί.
Εριχνε το δίφραγκο στο συρταράκι, και καρφωνόταν στα παπούτσια των περαστικών, περιμένοντας τον επόμενο πελάτη. Οταν έβλεπε παπούτσι απεριποίητο ασυναίσθητα το μάτι κινιόταν προς το κατάλληλο μπουκαλάκι ενώ κτύπαγε ρυθμικά τις βούρτσες στο κασελάκι. Δεν μίλαγε ποτέ, όλοι τον νόμιζαν μουγγό. 

Αρχές του εβδομήντα. Η κοπέλλα με τις μπόττες μέχρι το μέσον του μηρού και το μίνι ήταν στη μόδα της εποχής. Ο λουστράκος έκανε καινούργιες κινήσεις ανεβαίνοντας στη δερματοφορεμένη γάμπα. Οι περαστικοί απολάμβαναν το θέαμα. Πρώτη φορά το μάτι του έφευγε από το επίπεδο του αστράγαλου, μαζί και τα λόγια σαν έφτασε πάνω απ' το γόνατο, στις παρυφές του μηρού : 
- Αχ κόρη μου, εσύ νάθελες και γω να μπορούσα...

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2012

Ο άλλος λουστράκος

 επαναδημοσίευση

Εχω γράψει γιά το γέρο λούστρο στη πλατεία Λαυρίου. Δίπλα του ήταν κι' ένας άλλος, πιό νέος, αμίλητος κι' αυτός. Ας γράψω και γι' αυτόν, μέρες πούρχονται...




Ητανε πιάτσα. Παλιά ήτανε πιό πολλοί μα λίγο-λίγο κυκλοφορούσανε τα αθλητικά (ελβιέλες τα λέγανε τότε) και η αδιαφορία γιά το καλογιαλισμένο παπούτσι. Οι μη πιστοί, οι ευκαιριακοί του επαγγέλματος, αποχωρήσανε γι' άλλα μεροκάματα. Μερικοί όμως ήτανε γεννημένοι λούστροι, δεν θάκαναν ποτέ άλλη δουλειά. Τούτος εδώ. με τα μαλιά μεταξύ ξανθού και γκρίζου και τη μπλέ φόρμα, δίπλα στο γεράκο, με μάτια αετού και χείλια σφιγμένα, έβλεπε το κόσμο να περνά βιαστικός. Ολοι τρέχανε να προλάβουνε. Τί ; τί ;

Το βλέμμα του μόνο με τα πλαϊνά του έψαχνε τον πελάτη, ευθεία ήτανε καρφωμένο στο περίπτερο που πούλαγε λαθραία αμερικάνικα τσιγάρα. Και πριν, επί χούντας και μετά. Πελάτης κανένας. Προεκλογική περίοδος κι' ο θοδωράκης έλεγε ή καραμανλής ή τανκς, ο μαύρος πάλευε την ένωση κέντρου κι ο αντρέας προβάριζε το ζιβάγκο γι' αργότερα. Φρέσκος στη πολιτική ο λαός, (επτά χρόνια στο γύψο) χωρίς τίποτε να καταλαβαίνει, στο βάθος ψαχνόταν από κάπου ν' αρπαχτεί:
Ζιβάγκο ; πα-πα-πα (δεν είχε έρθει ακόμα στη μόδα).
Ο μαύρος ; αυτόν δεν τον είχε ο ελεύθερος κόσμος-εφημερίδα της χούντας- σαν εγκληματία κατά της πατρίδος τόσα χρόνια ;
Νωρίς γι' αριστερά, βάστα και καμμιά πισινή- ποτέ δεν ξέρεις.
Καλά λέει ο θοδωράκης, καραμανλής, φρέσκος-φρέσκος απ' το Παρίσι, εξαγνισμένος στην αυτοεξορία, είναι και φίλος με τον ζισκάρ ντ'εσταίν.
Στα τανκς την δώσαμε την ευκαιρία, έ αφού έγινε το Πολυτεχνείο -δεν το κατάλαβαν;- πρέπει να φύγουν, είμαστε πιά αντιστασιακοί.

Πελάτης κανένας, οι λίγοι προτιμούσαν τον γεράκο, φαινόταν πιό προσηλωμένος στη δουλειά του. Αυτό, το κολλημένο στο περίπτερο βλέμμα του, τρόμαζε όποιον ήθελε να βάψει τα παπούτσια του. Μόνο βιαστικός, που δεν θα περίμενε στην ουρά τον γεράκο, θάβαζε το πόδι του στο κασελάκι του. Οταν αυτό γινότανε, ο λουστράκος αφού έβαζε το δίφραγκο στο συρταράκι, έριχνε μιά κλεφτή ματιά προς Ομόνοια. Εβλεπε το κόσμο βιαστικό κι' ονειροπαρμένο απ΄το αίσθημα της ελευθερίας να κατηφορίζει το πεζοδρόμιο της τρίτης σεπτεμβρίου και τότε φώναζε:
Α ρε νούμερα Ελληνες...
Μετά ξανακαρφωνότανε στο περίπτερο.
Τον είχαν γιά τρελλό.

Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012

Γλύφα-Λευκαντί




  

- Πάμε Γλύφα ;
Και τι δεν θάδινε να ξανακούσει την φράση-σύμβολο. την φράση που συμβόλιζε τις ωραιότερες πέντε μέρες της ζωής της, έτσι του είχε πει. Χρόνια μετά κατάλαβε πως δεν ήταν όμως και οι δικές του πέντε καλύτερες μέρες όπως νόμιζε. Οσο οι αναμνήσεις ξεθώριαζαν, όσο οι συχνές επαναλήψεις στο μυαλό του ανέλυαν και την τελευταία λεπτομέρεια, τόσο η μια μέρα στο Λευκαντί του φαινότανε πιο γεμάτη, κι ας ήταν πιο λίγες οι ώρες, ας ήταν πιο λίγες οι πλάκες, ας ήταν κι η θάλασσα πιο κρύα.
Στην Γλύφα είχε τσιγγλίσει την φιλόλογο του χωριού που νοίκιαζε δωμάτια να του βρει ένα πουλί που το όνομά του ν' αρχίζει από ρο κι αυτή εξαφανίσθηκε στα λεξικά της και γύρισε την άλλη μέρα  άπρακτη.
¨Ράλλος, της είπε, η φίλυδρος. Κοινώς ραλλού, θα το βρείτε στις εκκλησιάζουσες του Αριστοφάνη ! Θέλω κι άλλα δύο και το στοίχημα ισχύει.

Ηταν Σεπτέμβριος, στο τέλος της σεζόν. Του είχε ζητήσει επτά χιλιάρικα την μέρα, καταλάβαινε πως θα μπορούσε να το πιάσει με πέντε αλλά δεν τον ένοιαζε και αποφάσισε να την "παίξει" όταν του είπε πως ήταν φιλόλογος :
-Θα σου δίνω κάθε μέρα έξη χιλιάρικα  κι ένα χιλιάρικο πουρμπουάρ !
-Οχι, επτά ακατέβατα του είπε, καθόλου πειστικά.
Γύρισε στην δικιά του :
-Εσύ τι λες ;
-Αν σε βοηθάει στην δουλειά σου, δώστα,  είπε η γάτα.
-Θα στα δώσω αλλά δεν θα σου δείξω ταυτότητα εκτός και μου βρεις τρία πουλιά που τ' όνομά τους ν΄αρχίζει από ρο, μου χρειάζονται για το σενάριο.
Ετσι μπήκε το στοίχημα κι η περιέργεια στη ζωή της σπιτονοικοκυράς

Δεν ξαναγύρισε κι έχασε την ευκαιρία να μάθει ποιός ήταν ο μυστηριώδης κινηματογραφικός παραγωγός που είχε έρθει στα ενοικιαζόμενά της να περάσει ένα αμαρτωλό πενταήμερο με την γραμματέα του ή μήπως ήταν καμιά εκκολαπτόμενη στάρλετ ; Φυσικά δεν ίσχυε κάτι τέτοιο, απλά της είχε φουντώσει την επαρχιώτικη περιέργεια μονολογώντας τόσο σιγανά ώστε να τον ακούσει "Πωπώ τι έχει να γίνει αν με βρει η γυναίκα μου!". Της υποσχέθηκε ξανά πως θα της έδινε μαζί με τα στοιχεία του κι ένα μικρό ρόλο στην επόμενη ταινία του-θα γύριζε κάποιες σκηνές στα ενοικιαζόμενα δωμάτιά της- αν του έβρισκε έστω ένα άλλο πουλί που να αρχίζει από ρο "για τις ανάγκες που βγάζει το σενάριο" της φώναξε καθώς έφευγε.
Η δικιά του, άψογη, συγκρατούσε τα γέλια της και τον κοίταζε μ' εκείνο το βλέμμα που έχουν οι ερωτευμένες γυναίκες και που τις κάνει δέκα φορές πιο όμορφες απ' όλα τα μακιγιάζ μαζί. Φόραγε ένα περίπου φόρεμα που άφηνε να φαίνεται το βρακάκι της όταν κάλυπτε το στήθος της ή το ανάποδο αν το έστρωνε λιγάκι προς τα κάτω.
Το χωριό τους φαινότανε αποκομμένο από την πραγματικότητα, ήταν εκτός τόπου αλλά όχι εκτός χρόνου, οι πέντε μέρες πέρασαν νωρίτερα απ' ότι περίμεναν αν και λίγες ώρες σπαταλήθηκαν στον ύπνο.
Η θαλασσα τόσο ζεστή, ακόμα και στα νυχτερινά μπάνια τους
Το έντονο πλησίασμά τους τις μέρες αυτές έκανε την ανύπαρκτη ως τότε πιθανότητα να τελειώσει η σχέση τους, υπαρκτή. Παρά τις υποσχέσεις και τις εκατέρωθεν προσπάθειες η φράση "Πάμε Γλύφα ;" δεν ξαναπήρε σάρκα και οστά.
Ετσι, με το πέρασμα του χρόνου, η ανάμνηση για τις καλύτερες μέρες σκεπάστηκε από την πρώτη ρωγμή που δημιουργήθηκε αναπόφευκτα στην τέλεια επιφάνεια. Το λάθος ήταν στην τέλεια επιφάνεια, δεν ήταν δικό τους, Ηταν σαν να βλέπεις ένα ποτήρι μισοάδειο ή μισογεμάτο...



Στο Λευκαντί, περίεργο, δεν θυμότανε ούτε τα μάτια της, ούτε το κορμί της. Η πλάκα που κάνανε αφορούσε τους δυό τους, δεν είχαν την ανάγκη από κάποιους άλλους για να γίνει. Θυμήθηκε αμέσως πόσα παντρεμένα ζευγάρια δεν άντεχαν μόνα τους, θέλαν κι άλλους για να καυγαδίσουν μπροστά τους και νάχει ενδιαφέρον το σεξ στην επιστροφή, ο καθένας φανταζόταν στο κρεβάτι τον παρτενέρ του άλλου ζευγαριού μα όταν τελείωναν ήταν ευτυχείς που είχαν το ταίρι τους δίπλα.
Απ' το μυαλό του πέρασε κι ο "θρύλος" του χωριού, ο Ρωχάμης:
- Παντρεύτηκα μια φορά με παπά και δύο με το στόμα, τότε ένιωθα πιο δεσμευμένος να βαστήξω τον λόγο μου, είχε πει σε μια συνέντευξή του.
Οχι, δεν έδιναν καμμία σημασία στους υπόλοιπους θαμώνες του καφενείου όπου έπαιζαν το τάβλι τους πίνοντας χαμομήλι. Οι χωρικοί δεν ξέραν τι να πρωτοσχολιάσουν, το κορίτσι πράμα σε καφενείο ή που πίναν ζεστό καλοκαιριάτικα;
Το ενδιαφέρον  του ζευγαριού εστιαζόταν στο αποτέλεσμα, το σκορ ήταν 4-0 και υπήρχε ο άγραφος νόμος πως όποιος κερδίσει με μηδέν παίρνει και το σώβρακο του αντιπάλου. Στο τέλος της παρτίδας έβαλε τα χέρια της ατάραχη κάτω από το τραπέζι και τα έβγαλε μαζί με μια μικρή άσπρη κυλόττα που την άφησε δίπλα στο τάβλι. Πρέπει να την αγάπησε, τώρα το καταλάβαινε, όταν κρέμασε το λάφυρό του σαν σημαία την κεραία του αυτοκινήτου μέχρι το βράδυ.
Ηταν αρκετό καιρό μαζί αλλά όχι τόσο όσο να θεωρεί ο ένας κτήμα του τον άλλο και η συμπεριφορά της τον εντυπωσίασε. Είχε κερδίσει αρκετά κοντά του αλλά του απεδειξε, πως είχε την γενναιότητα, πως ήξερε και να χάνει. Δεν κλαψούρισε ούτε μια στιγμή και του χάιδευε τα μαλλιά όσο βαστούσε το ταξίδι της επιστροφής. Οταν φτάσανε, την κατέβασε από την κεραία, την φόρεσε με απλές κινήσεις, τον φίλησε γλυκά και τον κάλεσε στο δωμάτιό της να της την ξαναβγάλει.

Κι όμως ποτέ δεν σκέφτηκαν να πούνε να ξαναπάνε Λευκαντί...