Τι είναι και τι δεν είναι η διηγηματοποίηση

Καλώς ήλθατε

Η Διηγηματοποίηση είναι ένας χώρος που προσπαθεί να σέβεται τον εαυτόν της και την ελληνική γλώσσα.

Δεν είναι ο χώρος όπου θα ακούσετε υποχρεωτικά τις μουσικές προτιμήσεις του δημιουργού του ούτε θα βρείτε διαφημίσεις.
Δεν είναι ο χώρος που θα σας προωθήσει σε άλλα μπλογκς πλην των άλλων του δημιουργού του.
www.gpointspoetry.blogspot.com για τα ποιήματα
www.gerimitiis.blogspot.com για τα καθημερινά

άτμα σαρβασαρίριναμ


Καθισμένος μπροστά στο ανοικτό παράθυρο ακούω το σιγανοψιχάλισμα της βροχής και πίνω τον πρωϊνό καφέ μου. Καιρός μουντός, σύγνεφα βαριά που ο ήλιος δεν μπορεί να τα τρυπήσει. Ο καιρός στον νοτιά- θυελλώδεις έδωσε η μετεωρολογική- μα ο Κρισσαίος κόλπος ήρεμος, τον πιάνει ξώφαλτσα ο καιρός και φτιάχνει αυτό το βουβό, το ύπουλο κύμα που οι ναυτικοί το λένε σουέλι. Μες την αχλύ, μίλι μακριά μου προς τον Βορρά, μια στεριανή γλώσσα χωρίζει τον μυχό του κόλπου στα δύο. Ανταριασμένα φτάνουνε τα βουβά κύματα και σκάνε μ' ορμή στα πέντε, στα έξη μέτρα αψηλά μην και την κεφαλώσουν τούτη τη στεριά που μπήκε ανάμεσά τους. Πιο πίσω, σκάρτα αλλο ένα μίλι, δεν φαίνεται τίποτε από την παραλία της Κίρρας, ούτε ο Παρνασσός πιο πίσω, όλα βαμμένα στο ανοικτό γκρίζο πέπλο του χαμηλωμένου σύγνεφου.

Στο σπίτι μέσα, τα πάντα έχουν ένα διαφορετικό χρώμα από την έλλειψη του πρωϊνιάτικου ήλιου, ίσως και μια διαφορετική υφή, δείχνουν πιο πραγματικά, πιο ζωντανά, πιο κοντά σ' αυτό που ο τίτλος περιγράφει : άτμα σαρβασαρίριναμ, δηλαδή η ψυχή όλων των όντων που έχουνε σώμα. Μπορεί νάναι η απόχρωση της σκόνης σ' αυτό το λίγο φως που αφήνει να περάσει η βαριά συννεφιά, μπορεί νάναι η σωστή χρονική απόσταση της επιστροφής στο νερό της θάλασσας, μπορεί η γειτονοπούλα που βγήκε να τσεκάρει τον καιρό τυλιγμένη στο σεντόνι της και με τα μισά της κάλλη ακάλυπτα, μπορεί και η βαθειά αλήθεια της ινδικής μυθολογίας. Μπορεί. Ερχονται στιγμές που όλα τα πράγματα μοιάζουν νάχουν ψυχή και στιγμές που όλοι οι άνθρωποι γύρω μας μοιάζουνε να μην έχουν.
Σ' αυτό το φόντο ένα αμάξι κόκκινο μοιάζει έντομο και το δενδράκι δίπλα με πουλί, η αιώνια τοπική δεσποινίς μόνο προέκταση των ψηλοτάκουνών της λογίζεται κι οι λακκούβες του νερού παίζουνε πιάνο με τις στάλες της βροχής. Οι ήχοι, σιγαλοί και ανεπαίσθητοι, δεν έχουν σώμα, δεν μετρούν και δεν μετέχουν.
Μια ιδέα περισσότερο φως καθώς ο ήλιος ανεβαίνει και η γωνία πρόπτωσης αλλάζει. Η βροχή σταμάτησε. Τα σύγνεφα άλλαξαν χρώμα προς το άσπρο και την πορεία τους στον ουρανό, τώρα ξεσέρνουν προς την Δύση, έστριψε ο καιρός. Τα κύματα με πιότερη μάνητα, πιο ευθυγραμμισμένα, βαράν στα κατακόρυφα τα βράχια της στεριάς. Βλέπω το γκρίζο αυτοκίνητο και τούτο έτοιμο μου δείχνει να πετάξει. Μια δεσποινίς στα δώδεκα, στα δεκατρία με τ' ασημένια της παπούτσια και το κολάν το μαύρο να χαράζει προκλητικά τα τορνευτά της πόδια, γεμίζει τ΄άδειο μου παράθυρο. Τα μαλλιά της ίσα, καστανόξανθα και λατρευτά πριν τα σαμπουάν και οι βαφές τα κάνουνε μαντάρα. Στ΄αφτί μου ο βόμβος από μια χαμπερίστρα με ξενίζει. Το έντομο με γυροφέρνει δυο φορές και κουρνιάζει στην εσοχή ενός κάδρου να βγάλει την μέρα του. Αναπόφευκτος ο συνειρμός με την ψυχή, πανάρχαια ονομασία για τις πεταλούδες.



Λατρεύω την σκέψη στην ανάπτυξή της, την αποτύπωσή της στο χαρτί. Ιδια κι' απαράλλακτα με την φωτογραφία της πρώτης μου γυναίκας ή κάποιους πίνακες του Mark Chagall...

Καλή σας ανάγνωση

Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2013

Χρόνια πολλά...περάσανε ή κάποιος έβαλε την ¨αγια νύχτα¨σε σιντί




Δεν έψαχνε να βρει την Αλήθεια. 

Την δική του την αλήθεια έψαχνε. Μέσα στις χριστουγεννιάτικες μπάλλες που γίνονται παραμορφωτικά κυρτά κάτοπτρα σαν πλησιάσεις γιά να δεις. Αντιγραφή της κοινωνίας. Όσο πιό κοντά πλησίαζε κάποιον, τόσο πιό παραμορφωμένος του φαινότανε. Από μακριά όλα φαινότουσαν κανονικά. Μα τι του θύμιζαν ;
Δεν έψαχνε να βρεί άν ήταν σωστή η ημερομηνία της γέννησης του ήλιου ή αν εορτάζανε την του Διός την γέννηση, του Βούδα, του Μωάμεθ, όλοι θεία βρέφη ξεκινήσανε, στο δρόμο κάνανε τις διαφορές.
Ούτε τα έθιμα τα παμπάλαια, τα μισοξεχασμένα, με το σιτάρι στο πάτωμα, απλά και φτωχικά, χωρίς ξενόφερτες γαλοπούλες και τραπέζια αφθονίας. Το μέτρο έψαχνε, το αναλλοίωτο, ό,τι ήτανε πίσω από τις φανφάρες και τα τραγούδια.
Θυμήθηκε που κατέβηκε στο υπόγειο στα ξεσκέπαστα πιθάρια με το λάδι. Oταν τα φέρανε απ΄το χωριό τα βάλανε εκεί, σε δροσερό μέρος το λάδι διατηρείται καλύτερα, φτάνει ν’ αερίζεται. Σε κάθε πιθάρι ισορροπούσε στο χείλος του γατζωμένο με τα νύχια κι’ ένα ποντίκι. Βουτούσε την μακριά ουρά του μεσ’ στο λάδι κι’ ύστερα την έγλειφε και φτού κι’ απ’ την αρχή. Είχε μιά αρμονία το όλον θέαμα, ένα συγχρονισμό   ομάδας, έδειχνε τη δύναμη της δομής της κοινωνίας τους. Γύρισε επάνω, στον κόσμο του, στα χαμογελαστά πρόσωπα των συγκατοίκων του. Δέντρο ή καραβάκι ; Θέμα πολιτικής τοποθέτησης, κάποιος το είπε στάση ζωής. Με χαμόγελο όλα αυτά βεβαίως, γιορτές έχουμε. Φυσικά και στα δυό
για στολίδια θα βάζανε μπάλλες, απ' αυτές που παραμορφώνουν την εικόνα σου σαν πλησιάζεις.
«Χρόνια πολλά » περάσανε και τίποτε δεν άλλαξε, σκέφτηκε με πικρία καθώς άλλοι αντάλλασσαν ευχές συμμορφωμένοι στο κλίμα το γιορταστικό. Κάποιος πρότεινε να ρίξουνε φωτοβολίδες, ήταν στη μόδα τα τελευταία χρόνια σ’ όλες τις γιορτές. Είδε το γάτο χορτασμένο και τετράπαχο απ΄τις κονσέρβες να κοιμάται μακαρίως. Θα ξύπναγε άραγε με τα βεγγαλικά ;
Βγήκε στο κήπο στο φως του φεγγαριού. Ηθελε ν' αποφύγει τις φωτοβολίδες, πικρές μνήμες του φέρνανε. Πιό πέρα στη γραμμή μερικά απλωμένα ρούχα κρέμονταν. Κάτι πουκάμισα, κάλτσες και σώβρακα. Αναρωτήθηκε αν ήθελε να τ’ αγγίξει, αν θα βρισκόταν ένας που θάθελε να τ' αγγίξει. 

Αρχισαν να βγαίνουν όλοι στο κήπο, οι κυρίες με τις εσάρπες τους. Κάποιος έβαλε την άγια νύχτα σε σιντί. Τα κρεμασμένα ρούχα κυματίσανε στο ελαφρό αεράκι και φεγγοβόλησαν στη λάμψη των βεγγαλικών του γείτονα. Ενα σκυλί γάβγισε, ξεσηκωθήκαν και τ' άλλα. Μετά την άγια νύχτα, ένα τραγούδι από σκυλάδικο ακούστηκε. Πανευτυχείς οι πάντες κουνιόντουσαν στο ρυθμό του, τσιφτετέλι μεσ’ στο κήπο.
Τα ρούχα χάσανε το μονοπώλιο να μοιάζουν με φαντάσματα, ήτανε κι’ ακίνητα, κρεμασμένα στα σκοινιά. Ο γάτος βγήκε βαριεστημένος στη βεράντα.

Μπήκε ξανά στο υπόγειο. Τα ποντίκια συνέχιζαν τη δουλειά τους μ’ αρμονικές κινήσεις, συγχρονισμένα σαν τα μέλη μιάς ορχήστρας. Επιτέλους χαμογέλασε.
«Καλά Χριστούγεννα» σκέφτηκε.

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2013

Η μικρή γαρίδα, η διαφανής




Η μκρή γαρίδα η διαφανής ζη σε πολύ ρηχά νερά και πολύ σπάνια υπερβαίνει τα πέντε εκατοστά σε μήκος. Είναι διαφανής αλλά φέρει στο σώμα της σκοτεινές ραβδώσεις και λίγες μπλε και πορτοκαλί βούλες στα άκρα της.  Η εμφάνισή της προσφέρει αρκετή παράλλαξη γι αυτό δραστηριοποιείται το ίδιο την ημέρα και την νύκτα. Δεν έχει την ικανότητα να χώνεται στην άμμο όπως οι μεγαλύτερες ξαδέρφες της γι αυτό κρύβεται σε κοιλότητες από βράχους και πέτρες ή μέσα στα φύκια. Δεν παρουσιάζει κανένα εμπορικό ενδιαφέρον μόνο οι ερασιτέχνες ψαράδες την χρησιμοποιούν σαν δόλωμα ζωντανή για μουρμούρες, λαβράκια, τσιπούρες στα μέρη που μπορούν να την αποχιάσουν μέσα στα φύκια. Τις διατηρούν ζωντανες σ' ένα τρύπιο τενεκάκι που κρέμεται απ' την βάρκα. Πολλές φορές παρασέρνεται από τα κύματα και καταλήγει να ζη στις λιμνούλες των βράχων μαζί με καβουράκια και ψιλοψαράκια. Εκεί την κυνηγάνε με τις ώρες τα πιτσιρίκια να την πιάσουν στις χούφτες τους. 



Μια μικρή γαρίδα διαφανής ζούσε στα ρηχά, στις σκιές των βράχων. Γνωριστήκαμε όταν έβαλα τα πόδια μου στο νερό και ήρθε να τα τσιμπήσει από περιέργεια, ήταν τρομερά μεγάλα για το μέγεθος της ώστε να τα δει σαν εχθρό, αυτή για εχθρούς ήξερε τα καβούρια με τις δαγκάνες και τα ψαράκια που ορεγότουσαν την τρυφερή της σάρκα. Αυτά όμως τα απέφευγε εύκολα με τις χορευτικές κινήσεις της μέχρι να κρυφτεί -θαλάσσιο κυκλάμινο- στου βράχου την σχισμάδα. 
Σαν μπήκαν τα πόδια στο νερό η ξινή μυρουδιά τους έδιωξε φοβισμένα τα περισσότερα σπουργίτια της ακρογιαλιάς, ψαράκια, αχινούς και αστερίες. Τα καβουράκια μέσα στα κοχύλια και τα σαλιγκάρια της θάλασσας πήραν το σήμα και ξεκίνησαν σιγά-σιγά, θάκαναν ώρες για να φτάσουν, εξ  άλλου μόνο νεκρά σώματα έτρωγαν και δεν είχαν πάρει το σήμα του θανάτου. Τα κανονικά καβουράκια το σκεπτότουσαν αλλά η μόνιμη φοβία τους δεν τα άφηνε να κάνουν το μεγάλο βήμα, το ίδιο κι ένα χταποδάκι που ξεμύτισε από το θαλάμι του αλλά το σκέφτηκε καλύτερα νικώντας την περιέργειά του. 
Η μικρή γαριδα η διαφανής ξεκίνησε τοίχο-τοίχο γλυστρώντες με το πλάϊ μέσα στο νερό. Που και που τιναζότανε απότομα προς τα πίσω για να αποφύγει κάποιον φανταστικό αόρατο εχθρό  σαν έπαιρναν σήμα από διαταραχή των νερών οι ευαίσθητες κεραίες της.  Κάποια στιγμή έγειρε λοξά ώστε το χρώμα από τα πολυάριθμα ποδαράκια στο κάτω μέρος της κοιλιάς να ταιριάζουν με το χρώμα της άμμου και να την κάνουν δυσδιάκριτη και έτσι διήνυσε το τελευταίο κομμάτι της διαδρομής της από τα βράχια μέχρι τα πόδια μου.
Στην αρχή ένοιωσα ένα ανεπαίσθητο γαργάλημα ειδικά όταν άρχισε να ψάχνει το κενό ανάμεσα στο μεγάλο δάκτυλο και το δεύτερο δάκτυλο, μετά ένα σχετικά οξύ τσίμπημα όταν αποφάσισε να δοκιμάσει αυτό το πελώριο λευκό που έβλεπε με τις μικροσκοπικές δαγκάνες της. Η κίνησή μου την έκανε να οπισθοχωρήσει επιφυλακτικά μα σύντομα επανήλθε. Αρχισα να κουνάω κατά διαστήματα τα δάκτυλα του ποδιού μου και κάθε φορά η γαριδούλα τιναζότανε ταραγμένη. Μετά από λίγο συνήθισε τις διαταραχές του νερού κι έχασε αρκετά από την επιφυλακτικότητά της. Ηταν η κατάλληλη στιγμή για να γονατίσω και να βαλω τις χούφτεςμου στο νερό. Εμεινα για λίγο ακίνητος για να την καθησυχάσω  και μετά κάνοντας κούπα την κάθε μου παλάμη άρχισα να την πλησιάζω από δυο κατευθύνσεις.
Η μικρή γαριδούλα η διαφανής στριμώχτηκε στο πόδι μου ψάχνοντας για σχισμάδα να κρυφτεί. Λίγο-λίγο οι δυό μου παλάμες τις έκοβαν κάθε οδό διαφυγής αναγκάζοντας την ν' ανεβαίνει προς την επιφάνεια του νερού. Μ' ένα σάλτο και βγαίνοντας από το νερό ξέφυγε από την παγίδα των χεριών μου και κατευθύνθηκε πάλι προς τα πόδια μου. Η ίδια στρατηγική επαναλήφθηκε αλλά τώρα με τις παλάμες πιο κάθετα δυσκολεύοντας το πήδημα-διαφυγή. Λίγο πριν την επιφάνεια οι παλάμες έκλεισαν παγιδεύοντας την μικρή γαριδούλα. Το νερό κύλησε από τα ενωμένα χέρια, η γαριδούλα βρέθηκε σ' ένα αφιλόξενο περιβάλλον με τις κεραίες της κολημένες στο σώμα της να μην μπορούν να τις δώσουν πληροφορίες για το που βρίσκεται, ήταν σχεδιασμένες να λειτουργούν μόνο μέσα στο νερό.
Μια απότομη κίνηση χώρισε το κεφάλι από την ουρά κόβοντας το νήμα της ζωής της γαριδούλας. Η γλυκειά σάρκα της ουράς ήταν η ανταμοιβή του κόπου μου και μια μάταια προσπάθεια επιστροφής  στα μικράτα μου, όταν όλος ο κόσμος έλαμπε και δεν υπήρχανε χαράτσια και μνημόνια να κόψουν ξαφνικά την ζωή μας στα δύο, όπως το σώμα της γαριδούλας. Εφτυσα τα τσόφλια από την γαριδούλα με την ίδια περιφρόνηση σαν να ήτανε ο εφοριακός του δικαστικού που ρύθμιζε τις προσαυξήσεις.
Σαν πραγματώθηκε η εκδίκηση στη φαντασίωσή μου, απέμεινε στο στόμα μια γλύκα, μια ζαλάδα στο μυαλό και της γαριδούλας το κεφάλι μέσα στο νερό να γίνεται τροφή για τις άλλες γαριδούλες, ίδια σαν τους ανθρώπους που μοιράζονται τα υπάρχοντα αυτού που φεύγει...

Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013

Το πρώτο κεφάλαιο των Διαφυσικών







1 ( Βηρυττός-Αθήναι)
___________________________________________________________________________
    
    Εις την Βηρυττόν, πρωτεύουσαν του Λιβάνου, η οδός Χάμρα ενώνει την ομώνυμον αριστοκρατικήν συνοικίαν με τας λαϊκάς τοιαύτας της παραλίας.Η παραλία εκ κρημνών συνίσταται, μη σχέσιν έχουσα μετά τού Φαλήρου. Η οδός Χάμρα έχει χαραχθεί κατα την ημερησίαν διαδρομήν του ηλίου.
Οι ατυχείς εργαζόμενοι  ανέρχονται εκάστην πρωΐαν την οδόν δια να μεταβούν εις την εργασίαν των, έχοντες τον ήλιον έναντι των οφθαλμών των. Μετά την κοπιαστικήν εργασίαν των, περί το εσπέρας, επιστρέφοντες εις τας οικίας των, πάλιν τον ήλιον απέναντι έχουν. Οι αγαθότεροι εξ αυτών κάποτε πέτρας έρριπτον κατά του Ηλίου-τυράννου. Η ανακάλυψις των σκουροχρώμων ομματοϋαλίων κάποιαν ανακούφισιν εις τον εργαζόμενον λαόν επέφερεν. Η αριστοκρατία ουδόλως ενοχλείται από τον ήλιον. Κυκλοφορεί άλλας ώρας.
     Ισως να είχομεν το ίδιον αποτέλεσμα και εις Αθήνας αν εστρέφαμεν τον άξονα της οδού Σταδίου κατά εικοσιπέντε μοίρας νοτιοδυτικώς. Ο (προσεχώς) Δήμαρχος ας το σκεφθεί. Είναι απείρως αποτελεσματικότερον από την συλλογήν των απορριμμάτων, ή την Δημοτικήν αστυνομίαν.
    Αι πολυκατοικίαι της Χάμρας πολυτελέσταται είναι. Αι είσοδοι σιδηρόφρακτοι είναι και ένοπλος θυρωρός τας ελέγχει επί εικοσιτετραώρου βάσεως. Πολλάκις εις μίαν πολυκατοικίαν μένουσι μόνον συγγενείς ή και σπανιότερον μία μόνον πολυπληθής οικογένεια.
    Εις μίαν εξ αυτών αποκλειστικώς μόνος κάτοικος είναι ο παχύς Σουλτάνος μετά του χαρεμίου του και του λοιπού προσωπικού, ευνούχου, ιατρού, κ.λ.π. Εκ των χορευτριών του χαρεμίου ο ευνούχος προτείνει τινά, ως ευνοουμένη του Σουλτάνου, την οδαλίσκην. Ο τίτλος από εφήμερος μέχρι αιώνιος γίγνεται, εκ των προσόντων της ευνοουμένης κρινόμενος. Η οδαλίσκη υπηρετείται και τρέφεται καλώς. Αι λοιπαί χορεύτριαι λιμοκτονούν.Το σύστημα επιτείνει την προσπάθειαν των χορευτριών. Ανατολίτικη σοφία.  Η διαφυγή εκ του χαρεμίου είναι από δύσκολος έως αδύνατος.
    Εις τας συνοικίας των Αθηνών αι πολυκατοικίαι κτίζονται και κατοικούνται κατα το δοκούν. Η ασυνεννοησία μεταξύ των κατοίκων συναινεί εις την ρυπαρότητα των πολυκατοικιών. Ο θυρωρός είναι είδος πολυτελείας. Σπανίως εύποροι κατοικούν εις αυτάς. Αν τις έχει πλέον της μίας ερωμένας, αύται δεν συγχρωτίζονται και δεν ακολουθούν την ευγενή άμιλλαν του χαρεμίου. Συναγωνίζονται απλώς ποία θα αποσπάσει μεγαλύτερα ποσά από τον
«Σουλτάνον». Η πάσα ερωμένη δύναται να αποχωρήσει εκ του  «χαρεμίου» αν κρίνει οτι προσεπορίσθη αρκετά. Τινάς φοράς ο «Σουλτάνος» αποπέμπει την ερωμένην, πράγμα αδιανόητον εις Ανατολάς.  Δυτική πρακτική.
    Εις Βυρηττόν, τας χορευτρίας προσκομίζει μικρά ομάς δραστηρίων, πλην σκοτεινών ανδρών, φέρουσα τον τίτλον «έμποροι λευκής σαρκός». Ο τίτλος ουδόλως εμποδίζει την προμήθειαν εγχρώμων κρεολών. De gustibus et coloribus non  disputendum.
(Λατινικά στο κείμενο : Περί ορέξεως και χρωμάτων, δεν χωρεί συζήτησις. Ο λαός την παρέφρασε στην περίπου ομόηχη : Οι πούστηδες κι’οι κολομπαράδες, δεν πάνε στις πουτάνες. Το νόημα είναι, ίσως, το αυτό)
    Εις Αθήνας ο «Σουλτάνος» κατ’ ιδίαν αλιεύει ερωμένας εις κοσμικά μέρη. Εξ αιτίας του γεγονότος αυτού, ενίοτε ο «Σουλτάνος» «παθιάζεται με την ερωμένην του», αι συνέπειαι γνωσταί. Τούτο είναι απόμακρον ως ξένη ήπειρος, εις την ανατολικήν πρακτικήν. Πάντως και εις τας δύο μεγαλουπόλεις ο ήλιος εξ ιδίας διευθύνσεως ανατέλλει.

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2013

Αποχαιρετιστήριον



Ηταν ψηλός, μελαχροινός, άνετος και ωραίος. Είχε λύσει τα βασικά προβλήματα της ζωής του με τους ίδιους τρόπους που αντιμετωπίζεται η πείνα : με την νηστεία της αποχής και την κραιπάλη της παράδοσης. Ετσι, σωματικά, πέρασε στο επίπεδο του κομψευόμενου από εκείνο του κοιλαρά και του μισογύνη από το επίπεδο του περιπαθούς εραστή. Ηταν δύσκολο να πιστέψεις πως κάποτε έπαιρνε σβάρνα όλα τα μπαρ μεθώντας κάθε βράδυ αυτός που τώρα έπινε μόνο σόδα. Μια πολύ γινωμένη ντομάτα σαλάτα μπορούσε να γίνει το μοναδικό γεύμα της ημέρας του ενώ από τις γυναίκες έπαιρνε μόνο τα στοιχεία που δεν είχαν σχέση με την καλώς (αλλά και την κακώς) εννοουμένη θηλυκότητα. Τα ρούχα του ήταν πάντοτε στην τρίχα και  το αυτοκίνητό του ακριβό, δυο στοιχεία που κέντριζαν το γυναικείο ενδιαφέρον το οποίο απογειωνότανε από την ολοφάνερη πνευματικότητα που χαρακτήριζε τα λεγόμενά του. Σαν τα κουνούπια που χάνουν τα φτερά τους από την ζέστη του φωτιστικού καιγότουσαν και οι γυναίκες που τον πλησίαζαν χωρίς να αποβάλλουν τα χαρακτηριστικά του φύλου των. Πολλές δεν καταλάβαιναν καν την λεπτή ειρωνεία του ή την καταλυτική λογική του όταν ξεγλιστρούσε σαν χέλι από τις παγίδες που του έστηναν υπακούοντας συνήθως στους κανόνες της συμβατικής συμπεριφοράς που επέβαλε η κοινωνία στις γυναίκες.
Από την άλλη διασκέδαζε με τους δαιδαλώδεις διαδρόμους του γυναικείου μυαλού της μάνας του ίσως γιατί εδώ έλειπε το σεξουαλικό στοιχείο. Διασκέδαζε μαζί της λέγοντας πως αυτός παντρεύτηκε το μπουζούκι του κάθε φορά που η μάνα του προσπαθούσε να τον βάλει στον "ίσιο δρόμο".
Σαν κολητό του είχε επιλέξει τον μοναδικό που μπορούσε να τον συναγωνιστεί στις άοσμες κλανιές κατά την διάρκεια των περιπάτων τους. Ηταν από τους λίγους που είχαν πιάσει το νόημα της φράσης " ή μιλάμε ή κλάνουμε" και εμπιστευότανε την βροντώδη γλώσσα του πρωκτού περισσότερο από αυτήν του στόματος ενώ μισούσε τις ύπουλες, σιγανές και όζουσες κλανιές, αυτές ήτανε κυριολεκτικά του κώλου.
Αυτά τα βαθύτερα -αλλά συγχρόνως εξαιρετικά απλά-συμπεράσματα από την ερμηνεία των λέξεων ήταν που τον ξεχώριζαν από τους άλλους ανθρώπους, δεν του άρεσαν οι συμβατικότητες. Διασκέδαζε με τους νόμους στην Ελλάδα που έπασχαν στα σημεία στίξης, δεν είχανε ποτέ τελείες. Απαγορεύεται το τάδε έλεγαν αλλά δεν έβαζαν τελεία και συνέχιζαν με το "κατ' εξαίρεσιν επιτρέπεται" μέχρι να αποδομηθεί εντελώς η απαγόρευση. Κι όμως αυτή ήταν η δουλειά του, να βγάζει το ψωμί του με λογική πάνω στο πιο τρελλό πράγμα του πλανήτη, την ελληνική νομοθεσία ! Κι εδώ θα μπορούσε να βασανίζει το μυαλό του μέρες ολόκληρες μέχρι να βρει την απάντηση στην κάθε ατέλεια του νομοθέτη αντί να την προσπεράσει εφαρμόζοντας την σε άλλους, όπως έκανε η πλειονότητα των δικαστικών λειτουργών.
Καλή του ώρα !

Let me eat when I am hungry,
Let me drink when I am dry,
A dollar when I am hard up,
Religion when I die,
The whole world's a bottle,
And life's but a dram,
When the bottle gets empty,
It sure ain't worth a damn.




Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2013

The Girl from Ipanema




Το δάκρυ μπορεί να ήταν από την ριπή του αέρα που κουβάλαγε σκουπιδάκια, μπορεί κι από αλλεργία στο δάσος. Μπορεί όμως κι από την θύμισή της στο πρόσωπο κάποιας άλλης που τόσα και τόσα όνειρα ξύπνησε. Και πρώτα απ' όλα το χρέος μιας κι ήτανε άνθρωπος "ντέτο-φάτο" δηλαδή να κάνει πάντοτε ότι λέει. Μα κάποια πράγματα γίνονται αδύνατα μετά από μερικές αναβολές, μετά από μερικούς δισταγμούς κι ένα ταξίδι στην Βραζιλία δεν  ήταν και το απλούστερο πράγμα του κόσμου.  Τόλεγε για άλλους μα δεν το τόλμησε ο ίδιος :
Σαν φτάσει η ώρα να παντρευτείς υπάρχει πάντα ένα καράβι φορτηγό που πάει Βραζιλία. Σαράντα μέρες ταξίδι χωρίς να πιάσει λιμανι και δεν πληρώνεις ναύλα, κάνεις τον γραμματικό και ξεμπερδεύεις. Γνωρίζεις νέους τόπους και γυναίκες που βλέπουν τον άντρα σαν θεό ειδικά αν μετακινηθείς προς τα βόρεια. Ο γάμος είναι μακρύτερο ταξίδι και τον ρόλο του θεού στα μέρη μας τον παίρνει η γυναίκα δικαιωματικά. Ασε που θα βλέπεις συνέχεια το ίδιο τοπίο.
Τι τούρθε και ξεστόμισε πως κάποια μέρα θα πάει να την βρεί ; Ποτέ δεν έμαθε πως τούρθε, τόπε χωρίς να το πιστεύει. Η αλήθεια ήταν πως την είχε ψιλοβαρεθεί, είχε περάσει η μαγεία των πρώτων μηνών στην σχέση τους και είχε συνηθίσει το εξωτικό της. Για τους άλλους ίσως ήταν ένα όνειρο ζωής μια όμορφη Βραζιλιάνα αλλά  με την Ιπανέμα το είχε ζήσει αρκετά και βρίσκονταν στο δίλημμα παντρευόμαστε ή το χαλάμε. Μόνο που την περίπτωσή του το ταξίδι στην Βραζιλία δεν ήταν η εναλλακτική λύση αντί του γάμου αλλά πήγαινε πακέτο μ' αυτόν !
Δεν την έστειλε πίσω με το καράβι αλλά με το αεροπλάνο. Τότε ήταν που της υποχέθηκε πως μια μέρα θα πάει να την βρει. Ηξερε την διεύθυνσή της και του ήταν αδύνατον να την ξεχάσει, την κοπέλλα την λέγανε Ιπανέμα κι έμενε  στην περιοχή Ιπανέμα του Ρίο ντε Τζανέϊρο.  Ο αριθμός ήταν το έτος γεννήσεώς της, ήταν συνομήλικοι. Είχε αποτυπωθεί στο μυαλό του η λάμψη στα μάτια της όταν το είπε, ήταν ο,τι ήθελε ν' ακούσει, να την βοηθήσει στο μακρύ ταξίδι της επιστροφής. Ούτε που φανταζότανε πως είχε έρθει Ευρώπη για να παντρευτεί, το κατάλαβε αργότερα στα γράμματά της, αυτός δεν της έγραψε ποτέ για να τον ξεχάσει πιο εύκολα, έτσι πίστευε. Ποτέ δεν έμαθε τι απέγινε όπως ποτέ δεν μαθαίνουμε αν η ελεημοσύνη που δίνουμε σε κάποιον αν του άλλαξε την ζωή προς το καλύτερο ή όχι, είναι υπεροπτικά τα νιάτα. Μόνο όταν γεράσουμε μας ενδιαφέρει η διαδρομή του όποιου οβολού μας.
Οταν όλα τα έζησε, όταν τα νιάτα του μεταλλάχτηκαν σε αναμνήσεις, τα παλιά χρέη ξανάρθανε στην επιφάνεια ζητώντας να εξοφληθούν σε μια φευγαλέα ματιά ή στο ψιθύρισμα μιας κάποιας μελωδίας. Το Μουντιάλ του 2014 στην Βραζιλία είναι η τελευταία σου ευκαιρία, σκέφτηκε κι άρχισε να παίρνει σβάρνα τα ταξιδιωτικά γραφεία ζητώντας λεπτομέρειες. Μετά το σκέφτηκε καλύτερα και πιο παραδοσιακά, οπότε κατέβηκε στον Πειραιά να ρωτήσει κάθε πότε  έχει ναύλο για Βραζιλία.

Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2013

Little Susie


Ισως είναι σκληρό που αποκαλούσαν κάποιον Λίτλ Σούζυ αλλά αυτό του έμεινε. Ηταν από ένα τραγούδι των Ρόλινγκ Στόουνς παρμένο, ένα από τα καλύτερά τους. Ηξερε φυσικά ποιά ήταν η πραγματική "Λιτλ Σούζυ" στο τραγούδι καθώς και τις αεροπορικές βόλτες της για να πάρει αυτό που ήθελε. Κι η άλλη Λιτλ Σούζυ, ο κάποιος, τα ίδια και χειρότερα έκανε κι ύστερα τίποτε, εκτός από ένα παγωμένο επαγγελματικό χαμόγελο κι ένα θολό αλλοίθωρο βλέμμα - πως το κατάφερνε ; - γιατί στην ευθεία φαινόταν το αρπακτικό που είχε μέσα στις κόρες των ματιών του. Πάντως σαν κάποια αποδοχή του παρατσουκλιού ή για να θολώσει τα νερά, είχε δώσει αυτό το όνομα στο σκάφος του.

Είχε ακούσει πολλά γι αυτόν και τους τρόπους που χρησιμοποίησε για να κάνει λεφτά. Δεν τον ενοχλούσαν, στον καπιταλισμό όλα επιτρέπονται, ακόμα και το ξυλοφόρτωμα των γονέων όταν δεν βλέπουν πως η εν ζωή μεταβίβαση της περιουσίας τους είναι τροχοπέδη στα επαγγελματικά σχέδια. Ακόμα και η καταλήστευση του αδελφού του φαινόταν μέσα στο παιχνίδι, δεν του άρεσε ν' ανακατώνεται στα ενδοοικογενειακά, κάθε φαμίλια έχει τους δικούς της άγραφους νόμους. Τόσες και τόσες ανύπαντρες αδερφές είχε δει να μεταλλάσσονται σε υπηρέτριες της παντρεμένης αδελφής τους, άρα θα μπορούσε να δεχθεί το ίδιο και μεταξύ αδελφών. Μπορούσε ακόμα να ανεχθεί και τις σεξουαλικές του προτιμήσεις του εφ' όσον βαστώντας κάποια προσχήματα λόγω παλιάς γνωριμίας δεν  τον περιλάμβαναν. Αλλά με τίποτε δεν μπορούσε να καταπιεί τον τρόπο που χρησιμοποιούσε τις γυναίκες για κράχτες, ίσως να φώλιαζε κι η ζήλεια μέσα του για το πως τις έβρισκε και πως τις έπειθε να τις χρησιμοποιήσει  στα σχέδιά του. Και μιλάμε για πολλές και όλες εξαιρετικά όμορφες.

Τον συνάντησε  στην βόλτα του, την έκανε σχεδόν κάθε απόγευμα στον παραλιακό δρομάκο θαυμάζοντας τα χρώματα της δύσης στο δασάκι, στα βουνά και στην ακούνητη θάλασσα. Υπήρχε  κάτι αυτή τη φορά που έσπαγε την αρμονία της στιγμής, μια μικρή θαλαμηγός αγκυροβολημένη ατσούμπαλα και κόντρα σε κάθε λογική στα ρηχά, στη μέση μιας σκούλας(*), θρυματίζοντας το τοπίο. Κάτι περίπου σαν ένα σιδερένιο παγκάκι μέσα στην θάλασσα. Ηταν περισσότερο από φανερό πως ο ιδιοκτήτης περισσότερο ήθελε να τον δουν παρά να δει το ηλιοβασίλεμα καθισμένος ανακούρκουδα στην πλώρη κι έχοντας σε απόσταση ενός μέτρου, τον "κράχτη". Σ' όποιον δεν ήξερε, φάνταζε σαν ζευγαράκι που ελαφρά τσακωμένο προσπαθούσε να ηρεμήσει θαυμάζοντας την φύση, η καλλίγραμμη σιλουέττα και το ξανθό μαλλί της ίσως ήταν ένα κίνητρο παραπάνω για να ασχοληθεί κανείς μαζί τους. Η συνέχεια ήταν γνωστή : επιτρεπότανε η ενασχόληση με την κοπελλιά αφού βεβαίως είχε προηγηθεί  η ενασχόληση με τον κύριο του σκάφους. Σαν ραντάρ ήταν τεντωμένα τ' αυτιά του σκαφούχου περιμένοντας ν' ακούσει κάποιο σχόλιο από την ακτή, αφορμή για μια αθώα πρόσκληση στο σκάφος.

Εστρεψε το βλέμμα προς την άλλη πλευρά και προχώρησε μέχρι το τέλος του δρόμου. Στην επιστροφή η επιβίβαση  κάποιου είχε ήδη γίνει κι η Λιτλ Σούζυ σήκωνε την άγκυρα τραβώντας για τα ανοιχτά και τα περαιτέρω...


Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2013

Ο θείος μου κι εγώ

 

Ο θείος μου κι εγώ δεν είχαμε συγγενική σχέση. Μόνο αγάπη κι αλληλοεκτίμηση ο ένας για τα προσόντα του άλλου και μια κοινή ροπή στην καλώς εννοουμένη αλητεία- αν μπορεί να περιγράψει κάποιος έτσι τις χίπικες συνήθειες δυο μεσηλίκων.
Φυσικά το "θείος" το χρώσταγε το ότι ήταν μεγαλύτερος αλλά και στην πολυετή θητεία του στο εξωτερικό που του είχε δώσει μερικά από τα χαρακτηριστικά του "θείου από το Αμέρικα", η γενναιοδωρία ήταν ένα από αυτά. Ο "ανηψιός"  κρατούσε τις ισορροπίες με λεπτές επεμβάσεις όταν ήταν αναγκαίο στα έξοδα, ο θείος στα "έσοδα", δηλαδή στις γυναίκες που μπαίναν περιοδικά στην παρέα, σαν μεγαλύτερος ήταν περισσότερο εγκρατής.
Θαυμάζαμε το ωραίο σε όλες τις εκφάνσεις του από το άγουρο στήθος μιας δωδεκάχρονης κοπέλλας μέχρι το μολυβί χρώμα στα σύννεφα της καταιγίδας. Αυτό το χρώμα ήταν που μας τράβηξε στην κορυφή ενός λόφου να το θαυμάσουμε από "πιο κοντά" ένα καλοκαιριάτικο απόγευμα, μαζί με δυο γυναίκες. Ανεβαίναμε γρήγορα να προλάβουμε το φως της μέρας ενώ τα σύννεφα μας πλησίαζαν από την αντίθετη κατεύθυνση. Οταν φτάσαμε είχαν σχεδόν καλύψει όλον τον ουρανό κι ένα ελαφρό αεράκι προειδοποιούσε για την δυνατή βροχή. Το τοπίο έπαιρνε όλες τις σκούρες αποχρώσεις των χρωμάτων και η θάλασσα φαινόταν μωβ με μικρά άσπρα κυματάκια. Μπορεί στον λόφο να υπήρχε σχεδόν νηνεμία αλλά κάτω φυσούσε. Τα στοιχεία της φύσης συνέχιζαν το ανακάτεμά τους περιμένοντας το ξέσπασμα που ήρθε με την λάμψη της πρώτης αστραπής. Αμέσως, σαν λυμένα σκυλιά γεροί άνεμοι ξεφύτρωσαν από παντού και χοντρές στάλες βροχής μας κτύπαγαν σχεδόν οριζόντια. Ηταν το ξεκίνημα της καταιγίδας το οποίο υποδεχθήκαμε ουρλιάζοντας από χαρά μέχρις ότου το τελευταίο τετραγωνικό εκατοστό υφάσματος στα ρούχα μας να πολλαπλασιάσει το βάρος του από το νερό που συγκρατούσε. 
Οι γυναίκες μετά από μερικά επιφωνήματα θαυμασμού για όσα πρωτόγνωρα έβλεπαν, άρχισαν την γκρίνια για την βροχή, τους χάλαγε το ρίμμελ.  Βρήκαμε καταφύγιο σε μια μισογκρεμισμένη στάνη λίγο πιο κάτω και θαυμάζαμε την θέα όπως αχνοφαινότανε πίσω από τις πυκνές σταγόνες της βροχής μέχρι το σκοτάδι να καλύψει τα πάντα.  Βγάλαμε τα ρούχα μας να στεγνώσουν και  αποφασίσαμε να περάσουμε τη νύχτα εκεί. Βολευτήκαμε με όσα πράγματα κουβαλούσαν οι γυναικείες τσάντες, τα χαρτομάντηλα ήταν τα πιο πολύτιμα από αυτά. Καμμιά φορά χωρίς φαΐ, χωρίς ποτό, χωρίς ρούχα, χωρίς φως και χωρίς κρεβάτι περνάς καλύτερα.

Μετά από λίγες ώρες  ο ουρανός καθάρισε ενώ ένα φεγγάρι έφεγγε αρκετά. Οι γυναίκες θέλανε να τις συνοδεύσουμε στο χωριό αλλά εμείς είχαμε αποφασίσει να μείνουμε και τελικά φύγανε μόνες τους. Νοιώσαμε πιο ξανάλαφροι και χαζοκοιμηθήκαμε χωρίς τύψεις.

Την επαύριον της καταιγίδας, με το σκαρφάλωμα του ήλιου στη ράχη των βουνών είδαμε την θάλασσα. Ητανε ήρεμη, σαν να μη φύσηξε ποτέ άνεμος, γλυκοχρωματισμένη και ποθητή σαν την γυναίκα που κοιμάται ανάσκελα. Κατεβήκαμε τον λόφο τρέχοντας μέχρι την ακτή.

Προσκυνήσαμε και τραβήξαμε πέρα ψάχνoντας τα χνάρια που άφησαν οι αστραπές.

Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013

Ο δολοφόνος πάντα ξαναγυρίζει στον τόπο του εγκλήματος





Ο δολοφόνος πάντα ξαναγυρίζει στον τόπο του εγκλήματος.
Αυτή η φράση του ήρθε στο νου καθώς σηκώθηκε από το κρεβάτι να πάει στην τουαλέττα. Ειδικά αν ο τόπος είναι νησί, σκέφτηκε, το κάθε νησί έχει τους δικούς του νόμους κλεισμένους τα γύρω από τη θάλασσα.
 Ηταν σαν ένα κινούμενο μείγμα θάρρους και αγωνίας, με την περηφάνεια της κατάκτησης στο βλέμμα και τον φόβο καρφωμένο στο πίσω μέρος του μυαλού του. Η κατάκτησή του στριφογύριζε γουργουρίζοντας στο κρεβάτι περιμένοντας ένα δεύτερο γύρο κι ο άντρας της κοιμότανε ένα δωμάτιο παραδίπλα. "Μη φοβάσαι, δεν ξυπνάει την νύχτα" του είχε πει όταν τον έβαζε μέσα και την πίστεψε, όσο μπορεί να πιστέψει κάποιος ένα βράδυ αυτήν που γνώρισε το πρωΐ. Την είχε βέβαια δέκα χρόνια στο μυαλό του από την πρώτη φορά που την είδε φευγαλέα στο αστυνομικό τμήμα και χαράκτηκαν στην μνήμη του τα λόγια του χωροφύλακα στους τέσσερις νεαρούς " Αμα της κολλήσετε, θα φάτε καλά, η κυρία τα θέλει".
Ισως ήταν η πιο σεξουαλική γυναίκα που είχε δει στη ζωή του και δέκα χρόνια μετά διατηρούσε ακόμα την φλόγα στα μάτια και αρκετά καλά το σώμα της. Τώρα βέβαια που την γνώριζε καλύτερα καταλάβαινε πως δεν είχε τόσο σημασία η σάρκα της  όσο αυτή η αχαλίνωτη σεξουαλικότητα που ανέδιδε το είναι της και προκαλούσε κάθε αρσενικό να συνευρεθεί μαζί της. Τότε φυσικά είχε πάρει τα λόγια του χωροφύλακα αψήφιστα- ήτανε άλλωστε μόνο είκοσι χρονών- δέκα χρόνια αργότερα είχε μάθει πως οι μεγάλες αλήθειες λέγονται στα ίσα και απότομα και φυσικά δεν τις πιστεύει κανένας.

Η πρώτη φορά που το κατάλαβε ήταν στο Ναυτικό που τον είχε ξαναστείλει στο νησί της. Οντας βαθμοφόρος λίγο μετά την χούντα γρήγορα διαπίστωσε πως ο διαχωρισμός της τότε μόδας σε χουντικούς και δημοκρατικούς αξιωματικούς, λόγω της ιστορίας με το "Βέλος", δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από τον διαχωρισμό των οπαδών σε παναθηναϊκούς και ολυμπιακούς. Δεν ήταν θέμα ιδεολογίας αλλά επιλογής στρατοπέδου για την συνέχιση της καριέρας από το σημείο όπου οι προαγωγές γίνονταν κατ' επιλογήν πλέον και όχι κατ' αρχαιότητα. Ηδη με το πεσιμο της χούντας κάποιοι αμείφθηκαν και κάποιοι τιμωρήθηκαν για την επιλογή τους και πλέον πόνταραν στο δίπολο Νουδού ή Πασόκ με το ίδιο σκεπτικό για την συνέχεια της καριέρας τους. Οντας αποστασιοποιημένος από αυτά τους έλεγε στα ίσα την πολύ άσχημη γνώμη του για αυτούς, προσέχοντας απλά να μην τονίσει κανένα σημείο της φράσης του. Ηταν εκπληκτικό κανένας δεν έδινε σημασία στα λόγια που έλεγε, υπνωτισμένοι από τον γλυκό τόνο της ομιλίας του νόμιζαν πως συμφωνεί μαζί τους.  Αυτή ήταν η μικρή καθημερινή εκδίκησή του αλλά κι ένα μεγάλο- και χρήσιμο όπως αποδείχθηκε αργότερα- μάθημα να βρίσκει αλήθειες εκεί που δεν το περιμένει κανείς.
Στα δυο χρόνια που έμεινε στο νησί της δεν την είδε ποτέ, απασχολούσε βέβαια το μυαλό του πότε-πότε αλλά η αφθονία των τουριστριών στο νησί δεν του άφηνε πολλά περιθώρια για εμμονές. Ακουγε βέβαια διάφορα σχόλια γι αυτήν αλλά ποτέ με την ίδια αφοπλιστική ειλικρίνεια του χωροφύλακα. Αντίθετα συνάντησε πολλές φορές τον σύζυγό της που δεν αναγνώριζε στο καλοξυρισμένο πρόσωπο του νεαρού αξιωματικού τον μουσάτο νεαρό που είχε στείλει μια νύχτα στο κρατητήριο μερικά χρόνια πριν όταν ήταν διορισμένος από την χούντα πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου. Φυσικά και μετά την χούντα εξακολουθούσε να είναι μέλος της "καλής κοινωνίας" του νησιού -με δημοκρατικό προσωπείο πλέον- όπου η παρουσία των βαθμοφόρων ήταν επιθυμητή όπως το αλατοπίπερο στο φαγητό γιατί πολλοί από αυτούς θα έπιαναν καλές θέσεις μετά την θητεία τους. Είχε μάθει γι αυτόν πως διατηρούσε μια επιχείρηση με ενοικιαζόμενα δωμάτια στην οποία ήταν αφοσιωμένη, ψυχή τε και σώματι, η καθ' όλα άξια σύζυγός του. Ο ίδιος ασχολιότανε με τα κοινά την ημέρα και το βραδάκι πήγαινε στην παρέα του μέχρι τις 10 -γιατί κοιμόταν νωρίς- μόνος χωρίς την σύζυγο όπως επιτάσσουν οι αρβανίτικες συνήθειες του νησιού. Οταν τελειώνοντας την θητεία του έφυγε απ' το νησί χορτασμένος τουρίστριες θυμήθηκε το παπούτσι από τον τόπο του- και τι παπούτσι !- και υποσχέθηκε στον εαυτό του να γυρίσει για να κανονίσει κάποιες "λεπτομέρειες". Πάντα βαστούσε τις υποσχέσεις του.

Οι τέσσερις νεαροί είχαν πάρει το καραβάκι για το νησί για να περάσουν ένα διήμερο. Ηταν τρεις «νορμάλ» κι ένας μουσάτος που είχε συμπεριληφθεί στην ομάδα από την επιμονή ενός εξ  αυτών. Οι άλλοι δύο είχαν τις αντιρρήσεις τους, είχαν ήδη στην καμπούρα τους δυο προσαγωγές στο τμήμα για εξακρίβωση μόνο και μόνο γιατί κάθονταν στο ίδιο τραπέζι με τον μουσάτο. Επί χούντας, τότε που ο Παττακός μέτραγε το μήκος της μίνι-ζυπ, το μούσι ήταν ένδειξη αναρχοκομμουνιστή έως εαμοβούλγαρου. Από την άλλη ο μουσάτος είχε την δική του αντίληψη περί αισθητικής κι ας μη χώραγε στα καλούπια της εθνοσωτηρίου.  Φθάνοντας στο νησί έκαναν ότι κάνουν όλοι, έκλεισαν δωμάτια, μπάνιο, ξεκούραση, ταβέρνα και το βραδάκι βόλτα στην παραλία. Ενας από αυτούς είχε έναν αναπτήρα Ρόνσον ασημένιο, ήταν πολύ μαστ την εποχή εκείνη κι ένας άλλος από την παρέα τον επεξεργαζόταν μέχρι να του πέσει στη θάλασσα. Τα νερά ήταν περίπου στα δυο μέτρα κι ο αναπτήρας γυάλιζε ξαπλωμένος στον βυθό. Ο δράστης αποφάσισε να βουτήξει κι άρχισε να γδύνεται μέχρι να μείνει με το σώβρακο με τις ζητωκραυγές της παρέας του και τις πλακατζίδικες παροτρύνσεις «Βγάλτα όλα !»  Σύντομα βγήκε με το λάφυρο με τα χειροκροτήματα και τις επευφημίες των υπολοίπων όταν κάποιος μεσόκοπος πλησίασε με κακιασμένο βλέμμα και δείχνοντας με το δάκτυλο τον μουσάτο στον χωροφύλακα που τον συνόδευε φώναζε έξαλλος :
-Αυτός, αυτός με κορόιδευε όταν περνούσα πριν από λίγο !
. Ο μουσάτος με τους φίλους του αλληλοκοιτάχθηκαν. Κανένας δεν καταλάβαινε τίποτε.
-Να τον συλλάβεις, όργανο! Δεν μπορεί ένας μαλλιάς να κοροϊδεύει την εξουσία!.
Ο μουσάτος προσπάθησε να φανεί λογικός
- Πότε σας κορόϊδεψα κύριε ;
- Πριν από λίγο περνούσα από το απέναντι πεζοδρόμιο και με χειροκροτούσες ειρωνικά !
-Ασε μας χριστιανέ μου, ούτε που σε είδα, εγώ τον φίλο μου χειροκρόταγα  που θα βούταγε νυχτιάτικα. Ο,τι θέλεις λες.
Ο κακιασμένος δεν τούδωσε καμμία σημασία.
- Να τον συλλάβεις αλλιώς θα σε βγάλω αναφορά στον διοικητή σου, είπε στο όργανο.
Ο κακομοίρης ο χωροφύλακας κοίταξε να τα συμβιβάσει :
- Δεν του ζητάς μια συγγνώμη, νεαρέ, να λήξει το ζήτημα ; Μια συγγνώμη δεν θα ήταν αρκετή κύριε πρόεδρε ;
- Μόνο αν είναι ειλικρινής και μου την ζητήσουν κι οι τέσσερις !
Αμέσως οι τρεις φίλοι του μουσάτου  είπαν συγγνώμη χασκογελώντας πίσω απ' τα μουστάκια τους.
-Εγώ δεν ζητάω συγγνώμη για κάτι που δεν έκανα, έμπηξε τα πόδια ο μουσάτος.
"Βρε καλέ μου, βρε κακέ μου, πες μια συγγνώμη να πάμε σπίτια μας, νυχτιάτικο" τον βομβάρδιζαν χωροφύλακας και φίλοι, τίποτε αυτός, εκεί, "δεν ζητάω συγγνώμη αφού δεν έκανα τίποτε".
Μετά από καμιά ώρα διαβουλεύσεων πήραν όλοι μαζί τον δρόμο προς το τμήμα όπου ο χωροφύλακας έστειλε μήνυμα στην Ασφάλεια για να ελέγξει το ποιόν των νεαρών και προσπαθούσε να πείσει τον πρόεδρο να μην κάνει μήνυση " Θα τους βαστήξω εδώ όλο το βράδυ για τιμωρία" έλεγε για να τον καλμάρει, "δεν χρειάζεται να αναστατώσουμε την υπηρεσία".
Τότε φάνηκε αυτή.
Ανήσυχη που δεν είχε έλθει ο άντρας της στην ώρα του, τον έψαχνε ρωτώντας, ώσπου να καταλήξει στο Τμήμα. Φορούσε μόνο ένα πράσινο φορεματάκι που τόνιζε τα πολλαπλά προσόντα της και τα σανδάλια της. Κανένα εσώρρουχο δεν διαγραφότανε στην σιλουέττα της. Μεγάλα μάτια άβαφα, χείλη σαρκώδη, μαλλί μαύρο κατσαρό και λευκή επιδερμίδα συνέθεταν αυτήν την οπτασία. Η παρουσία της ήταν καταλυτική, οι πάντες παραδόθηκαν. Μόλις ενημερώθηκε στάθηκε μπροστά στον μουσάτο :
- Εσύ είσαι το κακό παιδί που δεν ζητάς συγγνώμη, του είπε κοιτώντας τον στα μάτια. Ο μουσάτος τρελλάθηκε, ηθελε να ζητήσει συγγνώμη και να κάνει οτιδήποτε για χάρη της αλλά δεν πρόλαβε. Αποφασιστικά η κυρία πήρε τον σύζυγό της αγκαζέ και ξεκίνησε να φύγει λέγοντας :
-Δεν πειράζει, νεαρέ, αφού μάλλον δεν το έκανες επίτηδες.
Ο χωροφύλακας πήρε την καθησυχαστική απάντηση από την Ασφάλεια και άφησε ελεύθερα τα παιδιά δίνοντας τους τις συμβουλές για το ποιόν της κυρίας. Εκαναν πως δεν το πρόσεξαν αλλά ο μουσάτος το είχε καλά αποθηκευμένο στο μυαλό του. Τα δυο χρόνια της θητείας του στο νησί της περίμενε να την συναντήσει τυχαία μα δεν την πέτυχε και τα έβαλε με την αναβλητικότητά του. Από την άλλη όμως το εύρισκε σωστό, αισθανότανε πολύ πιο ώριμος τώρα, γιατί με τις εμπειρίες από την θητεία του είχε μάθει καλά να επικεντρώνεται στον στόχο.

Ηρθε στο νησί της μια καθημερινή πρωΐ και πήγε κατευθείαν σπίτι της ζητώντας ένα δωμάτιο για να μείνει. Ηταν εκτός σεζόν και όπως το φανταζότανε είχε κλείσει το συγκρότημα των δωματίων και δούλευε μόνο τα δυο δωμάτια που περίσσευαν από το δικό της σπίτι. Τον κοίταξε με περιέργεια :
-Θα καθήσετε μέρες ;
- Σίγουρα μια μέρα, για τις υπόλοιπες εξαρτάται.
-Από τι ;
- Θα καθήσω μέχρι να σας δω να φοράτε το πράσινο φορεματάκι που βάλατε για να πάτε στην αστυνομία πριν δέκα χρόνια.
- Εσείς ;
- Εγώ. Είχα μούσι τότε, που να με γνωρίσετε.
- Μισό λεπτό.
Γύρισε μέσα στο πράσινο φορεματάκι που τώρα φαινόταν ακόμα  πιο προκλητικό επάνω της μιας και δεν χωρούσε εύκολα τα λίγα παραπάνω κιλά που είχαν προστεθεί στα κάλλη της.
Κατάλαβε το νόημα της κίνησής της και την αγκάλιασε:
- Σαν να μην πέρασε ούτε μια μέρα. Είσαι ολόιδια, για να μην πω ομορφότερη.
Του χάιδεψε το πρόσωπο και βγήκε απαλά από την αγκαλιά του :
-Οχι τώρα, είναι επικίνδυνο. Ελα το βράδυ  μετά τις 11 στο δωμάτιό μου, δεύτερη πόρτα δεξιά μόλις βγεις. Η τουαλέττα είναι στ' αριστερά σου. Φεύγω τώρα, να μην δώσω αφορμή. Καλή διαμονή.
- Κι ο σύζυγος ;
-Θα τον βάλω να κοιμηθεί στο δωμάτιο ανάμεσά μας για να με προσέχει από σένα, του είπε γελώντας.
Τον είδε απορημένο.
-Μην ανησυχείς μετά τις δέκα και μισή δεν τον ξυπνάει ούτε αεροπλάνο ! του πέταξε φεύγοντας.

Στην τουαλέττα τώρα έβλεπε τον εαυτόν του στον καθρέπτη κι αναρωτιότανε αν όλα αυτά τα ζούσε ή τα ονειρευότανε. Η επιθυμία του για ένα δεύτερο γύρο άρχισε να φουντώνει και κινήθηκε στον διάδρομο προς το δωμάτιό της. Είχε περάσει την πόρτα του όταν άνοιξε η πόρτα του διπλανού δωματίου και εμφανίσθηκε ο πρόεδρος με τις γραφικές πυτζάμες του να πηγαίνει προς νερού του.
" Καλησπέρα", του είπε, φροντίζοντας ο τόνος της φωνής του να είναι όσο πιο φυσιολογικός μπορούσε. Ο πρόεδρος μπερδεύτηκε. Κάτι του θύμιζε αυτός ο νεαρός αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί που τον είχε δει. " Ω, τον αγαπητό" αντεφώνησε, όπως έκανε πάντα σε κρίσεις αμηχανίας. Ο κάποτε μουσάτος συνέχισε την πορεία του σαν να μη τρέχει τίποτε κι όταν ο πρόεδρος μπήκε στην τουαλέττα μπουκάρησε στο δωμάτιο της καλής του. "Το να υπολογίσει ο πρόεδρος την πορεία μου, σίγουρα είναι παραπάνω από τις δυνατότητες του μυαλού του" σκέφθηκε και αποδείχθηκε πως δεν είχε άδικο.

Εχοντας βάλει και την εκδίκηση στον πρόεδρο, για το επεισόδιο προ δεκαετίας, στο ερωτικό παιχνίδι και εξιταρισμένος από την περιφρόνηση του κινδύνου αλλά και την υπέροχη παρτενέρ του, έκανε τον καλύτερο έρωτα της ως τότε ζωής του.

Το πρωΐ μάζεψε τα ρούχα του κι έφυγε για πάντα από το νησί, είχε μάθει αρκετά ώστε να μη ζητάει την επανάληψη του τέλειου, ούτε φτηνά υποκατάστατά του.

Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2013

Ενα πρωΐ στην πλατεία του χωριού




Την κοιτούσε αλλά μάλλον ήταν τόσο πολύ αφηρημένος που δεν την έβλεπε, του γεννούσε εξ άλλου τόσους συνειρμούς που θα ήταν αδύνατον σε μια από τις αισθήσεις του- στην όραση εκείνη τη στιγμή-  να επικρατήσει στο μυαλό του.
Ηταν τα νιάτα της που τον χτύπαγαν στο υπογάστριο, το ξανθό α λα γκαρσόν μαλλί της που αναδείκνυε έναν υπέροχο λαιμό και τα χοντρά άγαρμπα ποδοδάκτυλα που σηκώνονταν σαν περπατούσε με τις σαγιονάρες που τράβαγαν το βλέμμα του. Είχαν γι αυτόν κάτι το έντονα σεξουαλικό αυτού του είδους τα δάκτυλα και η κίνησή τους. Είχε παρκάρει- μάλλον παρατήσει - το θηριώδες τζιπ της στην πλατεία του χωριού και πήγαινε χαμογελαστή και φουριόζα στο μανάβικο καλημερίζοντας τους θαμώνες του διπλανού καφενείου. Ολοι την έτρωγαν με τα μάτια, άλλος για το πλούσιο στήθος της, άλλος για τη μέση της κι άλλος για τα καλοσχηματισμένα από τον πολύ χορό ημισφαίρια. Η κοπελιά δεχόταν τα βλέμματα των συγχωριανών της με κατανόηση, η σαρκική υπεροχή της ερχόταν να προστεθεί στην οικονομική αλλά και στην εθνική - όπως πίστευε- υπεροχή της.

Η οικονομική υπεροχή ήταν αναμφισβήτητη. Τα παραλιακά κατσάβραχα όπου έβοσκε τα ζα ο παπούς της είχαν αποκτήσει μεγάλη αξία όταν έφτασε -επί χούντας- ο δρόμος κι ο τουρισμός στο χωριό της. Ολοι οι κάτοικοι ευγνωμονούσαν το στρατιωτικό καθεστώς αγνοώντας πως ο δρόμος είχε αποφασισθεί να γίνει  πριν έλθει αυτό στην εξουσία. " Οι άχρηστοι πολιτικοί όλο υποσχέσεις ήτανε και μεις πηγαίναμε με το καΐκι στ' άλλα χωριά" ήταν η μόνιμη επωδός τους όταν κάποιος επιχειρούσε να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Ο παπούς της κοπελιάς δεν παρασύρθηκε από την γρήγορη άνοδο των τιμών. Μαθημένος στη φτώχεια του ζήταγε με γαϊδουρινή υπομονή ένα αστρονομικό ποσό για μια λουρίδα βραχώδους γης που έμπαινε μέσα στη θάλασσα. Δεν το πίστευε κανείς αλλά βρέθηκε ένας βαρεμένος αμερικάνος που ήθελε να κτίσει "σπίτι στη θάλασσα" και πλήρωσε πέντε φορές επάνω την τρέχουσα τιμή του οικοπέδου. Ξεκίνησε να κτίζει το "σπίτι στη θάλασσα" κι όταν το τέλειωσε εξαφανίσθηκε, μάλλον πέθανε. Ποτέ κανένας κληρονόμος δεν άνοιξε το σπίτι στη θάλασσα που έμεινε ακατοίκητο να σαπίζει στα κτυπήματα της θάλασσας και του αγέρα.
Τα παιδιά του παπού, ανάμεσά τους κι ο πατέρας της κοπελιάς, κεφαλαιούχοι του χωριού πλέον, τόριξαν στις τουριστικές μπίζνες, "ρούμς του λετ" και καφετέριες που εξελίχθηκαν σε πιο πολιτισμένες επιχειρήσεις, όπως ξενοδοχεία και βενζινάδικα. Τα παιδιά τους, ανάμεσά τους κι η κοπελιά, δεν χρειάσθηκε να δουλέψουν, πήραν μόνο ένα σεμινάριο από τους γονείς τους πως να κλέβουν την εφορία και το φι-πι-α, δεν τους χρειάζονταν περισσότερα.

Η κοπελιά βγήκε από το μανάβικο με τα ψώνια της. Χαμογελούσε συνεχώς, είχε όλα τα προβλήματά της λυμένα, όπως ο ήλιος στη καθημερινή του διαδρομή. Τα βλέμματα όλων την ακολουθούσαν αυξάνοντας την αυτοπεποίθησή της. Ηταν περήφανη για το ολοφάνερα μακρύ, σλάβικο σώμα της που αναπτύχθηκε όταν μετά την κατοχή η διατροφή των παιδιών έπαψε να είναι τραγική καθώς και για το αρβανίτικο αγύριστο κεφάλι της που κανένα σχολείο δεν ήταν σε θέση να της το διορθώσει. Εξ άλλου δεν το είχε ανάγκη, μπορούσε να περάσει ζωή χαρισάμενη και με τα λίγα και στραβά πράγματα που ήξερε. Ετσι υπερηφανευότανε για την ελληνική καταγωγή της -κατευθείαν από τον Σωκράτη και την Ξανθίππη- και σιχαινότανε τους αλβανούς και βούλγαρους που ξεζούμιζε στις επιχειρήσεις της. Τα προσόντα της επεκτείνονταν και στην μαγειρική όπου η προτίμησή της συνέπιπτε με τα εθνικά της ιδεώδη. Ετσι όταν είχε χρόνο έφιαχνε περίτεχνο ιμάμ μπαϊλντί ή μουσακά αλλά και το ατζέμ πιλάφι ήταν στο ρεπερτόριό της ενώ όταν βαριότανε να μαγειρέψει δοκίμαζε τις συνθετικές της ικανότητες στην πίτσα, παίζοντας με τα υλικά που άπλωνε στην έτοιμη πίττα. Οι φίλες της κι οι συγγενείς της που είχαν την τύχη να δοκιμάσουν την μαγειρική της είχαν να το λένε πως ήταν πολύ προχωρημένη στην ελληνική κουζίνα.
Η κουλτούρα της περιοριζότανε σε καψουροτράγουδα και δημοτικά που τα χόρευε μανιωδώς. Εξ άλλου ήταν ιδρυτικό μέλος και χορηγός της γυναικείας ομάδας χορού του χωριού της στην οποίαν συμμετείχε και ένας νέος, ολοφάνερα αδερφή. Η επιτυχία των χορευτικών εκδηλώσεων μεγάλωνε το κύρος της και τα σκαλοπάτια που θα έπρεπε να ανέβει ο πρίγκηπας που θα την κατακτούσε. Η λεσβιακή οδός φάνταζε πιο εύκολη και οι κακές γλώσσες είχαν ήδη αρχίσει να ψιθυρίζουν.

Το βλέμμα του είχε μαγνητισθεί από το γαλάζιο του μπλουτζίν της. Περιέργως δεν πήγαινε στο περιεχόμενο του παντελονιού αλλά προσπαθούσε να καταλάβει αν πλησίαζε περισσότερο το γαλάζιο της ακίνητης θάλασσας ή το γαλάζιο του ασυννέφιαστου ουρανού, λίγο πριν φέξει. Το χρώμα έσπαζε στα γόνατα όπου το ξεφτισμένο ύφασμα άφηνε να φανεί το χρώμα της επιδερμίδας της. Το παντελόνι τελείωνε σε μια λυγερή μέση που δεν είχε ανάγκη από ζώνη να το συγκρατήσει, τόσο εφαρμοστό ήτανε. Πιο πάνω, το άσπρο πουκάμισο δεμένο κόμπο στο γυμνό στομάχι της θύμιζε άγραφο χαρτί, ίδιο με το μυαλό του εκείνη τη στιγμή. Η κοπελιά τον κοίταξε κι αμέσως σκόνταψε, το μάτι του "έπιανε".
¨Ο θεός της Ελλάδας να σε έχει καλά" της είπε κι αμέσως ανέβηκε πρώτος στη λίστα των υποψηφίων εραστών της, όταν και αν αποφάσιζε να δοκιμάσει τις ετεροφυλικές σχέσεις. Τον ήξερε από το τοπικό κουτσομπολιό, τον θεωρούσανε απόμακρο. Σκέφθηκε πως ήταν ώριμος, εχέμυθος και συμπαθητικός.
Του γέλασε παιχνιδιάρικα και μπήκε στο τζιπ της όπου η φίλη της την περίμενε υπομονετικά και τώρα πια, ζηλότυπα...

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2013

Ο "γιατρός"

Η λέξη γιατρός στην διάλεκτο των τζογαδόρων έχει διττή σημασία : είναι αυτός που "θεραπεύει" τις αδυναμίες του μοιράσματος της τράπουλας ή του πεσίματος της μπίλιας στην ρουλέττα ώστε να έχει το επιθυμητόν αποτέλεσμα αλλά και το εύκολο θύμα που κολακεύεται να το προσφωνούν ίδια με τους "καλλιτέχνες" του τζόγου.
Ο ιππόδρομος είναι άλλη κλάση τζόγου, εκεί η ικανοποίηση του εγωϊσμού είναι μάλλον το αποτέλεσμα της νίκης, παρά το ίδιο το υλικό κέρδος. Στην ορολογία του ιπποδρόμου "γιατρός" λέγεται αυτός που προμηθεύει στα άλογα διάφορα βιταμινούχα,διεγερτικά ή αναισθητικά που βελτιώνουν την απόδοσή τους και φυσικά και τις λεγόμενες ντόπες.
"Γιατρός" ήταν το παρατσούκλι του Λάκη, κάποτε κατόχου τριών μεγάλων αγροτεμαχίων στην ιδιαιτέρα του πατρίδα.

Ο Λάκης ήταν ένας φιλόδοξος επαρχιώτης όταν ήλθε στην Αθήνα. Εραστής του τζόγου και της συμβουλής "πληρώνω για να μαθαίνω" πέρασε γρήγορα από τα προκαταρκτικά στάδια της χαρτοπαιξίας και έφτασε στο επίπεδο που ή θα έπρεπε να συνεχίσει σαν επαγγελματίας ή να σταματήσει τα χαρτιά γιατί οι απλοί παίκτες πλέον δεν τον έπαιζαν. Ο Λάκης θα είχε μόνη απασχόληση το σκάκι αν δεν ανακάλυπτε τον ιππόδρομο.


Μετά το αναγκαίο χρονικό διάστημα προσαρμογής ο Λάκης άρχισε να ασφυκτιά στους όρους του αμοιβαίου στοιχήματος, δηλαδή η απόδοση του στοιχήματος να είναι αντιστρόφως ανάλογη του αριθμού των νικητών, πράγμα που έκανε ασύμφορη την μεγάλη μίζα αφού η μεγάλη μίζα δεν έφερνε αύξηση του κέρδους αλλά μόνο της χασούρας, σε περίπτωση αρνητικής πρόβλεψης. Η φιλοσοφία του ιπποδρομιακού στοιχήματος είναι "να κυκλοφορεί το χρήμα και να βγαίνει η γκανιότα", δηλαδή το ποσοστό του ιπποδρόμου, δεν είναι συμβατό της "ένας παίκτης να κερδίζει πολλά", γι αυτό υπήρχαν οι "μπουκ", άνθρωποι δηλαδή που αναλάμβαναν το ρίσκο των μεγάλων στοιχημάτων-παράνομα, φυσικά.
Η προσαρμογή του Λάκη  και κάποιες άτυχες επιλογές του είχαν στοιχίσει την πώληση του πρώτου αγροτεμαχίου και η πιθανότητα να ρεφάρει υπήρχε μόνο στους μπουκ.Ο Λάκης έχοντας κάποιες διασυνδέσεις στην Κύπρο άρχισε να εισάγει διάφορα βελτιωτικά -έως ...πολύ βελτιωτικά- της απόδοσης των αλόγων. Πολλοί άνθρωποι των σταύλων άρχισαν να του κάνουν τον φίλο ζητώντας του λίγο "ενισχυτικό" των αλόγων και ταΐζοντας τον με πληροφορίες. Ο  Λάκης πούλησε και το δεύτερο αγρόκτημα και περίμενε την καλή. Οταν του είπανε πως θα ετοιμάσουνε μια καλή έκπληξη ετοίμασε τις σωστές δόσεις και τις έδινε στον σταυλίτη. Βέβαια δεν ήξερε πως ο σταυλίτης τις έδινε σε άλλο άλογο που έτρεξε την ίδια μέρα και κέρδισε ενώ η "καλή έκπληξη" σερνότανε. Ο σταυλίτης άφησε την δουλειά του για να αποφύγει δυσάρεστες συναντήσεις κι έφυγε με μια μικρή περιουσία, όσα περίπου  έχασε ο Λάκης.
Ολα αυτά έρριξαν τον Λάκη σε περισυλλογή μιας και ο εγωϊσμός του απαιτούσε να ρεφάρει αντί να τα παρατήσει. Κατάλαβε πως σ' αυτόν τον χώρο δεν μπορούσε να έχει εμπιστοσύνη σε κανέναν και αποφάσισε να κάνει μόνος του την "δουλειά". Αγόρασε ένα φτηνό άλογο και το ανέθεσε σ΄έναν προπονητή έτοιμο για σύνταξη που ευχαρίστως άφησε κάθε πρωτοβουλία στον "γιατρό". Ο Λάκης προμηθεύτηκε αμφεταμίνες που δεν ανιχνεύονταν στα δείγματα σιέλου και ούρων που έπαιρναν από τα άλογα. Οι αμφεταμίνες δοκιμάστηκαν επιτυχώς σε άλλα άλογα του σταύλου και το μόνο πρόβλημα που είχε πλέον ο Λάκης ήταν  να δεχθούν να ρισκάρουν οι μπουκ το παιχνίδι στο άλογό του, πράγμα που αποκλειότανε αν τζογάριζε τα λεφτά ο ίδιος. Οι μπουκ όταν κινδύνευαν έπαιζαν το άλογο μέσα στον ιππόδρομο μειώνοντας πολύ τις αποδόσεις και πολλές φορές αντί να το παίξουν οι ίδιοι το διέδιδαν στους φιλίππους καθιστώντας το φαβορί.
Ο Λάκης άρχισε να συχνάζει στην τρίτη θέση και γρήγορα  προσκολλλήθηκε σε μια παρέα νεαρών. Αρχισε να τους "ταΐζει" με σίγουρα και συμβουλές. Οποτε ήξερε ένα άλογο προσποιότανε πως δεν είχε λεφτά και δανειζότανε μικροποσά από τους νεαρούς για να το παίξει. Φυσικά μοιραζότανε τα κέρδη του με τους πιτσιρικάδες. Αλλοτε πάλι δανειζότανε επίτηδες μικροποσά τα οποία τους επέστρεφε την άλλη μέρα στην σκακιστική ομοσπονδία όπου "καθάριζε" το μυαλό του όπως έλεγε. Ηταν όντως καλός σκακιστής και γρήγορα κέρδισε την εμπιστοσύνη των νεαρών που τον άκουγαν σαν πατέρα τους.

Στην μεγάλη μέρα όλα ήταν σωστά προετοιμασμένα, το άλογο "φτιαγμένο" είχε στην σέλλα του έναν αδύναμο μαθητευόμενο που θα ήταν αδύνατο να το βοηθήσει αν χρειαζότανε, πράγμα που δικαιολογούσε την ανάληψη του ρίσκου από τους μπουκ. Ο ίδιος έπαιξε ένα μικρό μέρος από τα χρήματα του τρίτου αγροτεμαχίου στους μπουκ ώστε να μην τους αγριέψει. Βέβαια οι μπουκ παραξενευτήκανε που τέσσερις άγνωστοι νεαροί στοιχημάτισαν σεβαστό ποσό ο καθένας τους στο ίδιο άλογο αλλά ψάχνοντας το θέμα δεν βρήκαν τίποτε  αφού την δουλειά του Λάκη δεν την ήξερε κανείς και κανείς επίσης δεν ήξερε πως τα λεφτά των σωστά δασκαλεμένων νεαρών ανήκαν στον Λάκη. Οι μπουκ αποφάσισαν πως άξιζε τον κόπο να πάρουν το ρίσκο, εξ άλλου φρόντισαν κάποιο άλλο άλογο να "θυσιασθεί" ανοίγοντας τον ρυθμό στο άλογο του Λάκη που σίγουρα δεν θα μπορούσε μετά να το βοηθήσει ο μικρός που ήταν στην σέλλα του.
.
Οταν δόθηκε η εκκίνηση το άλογο του Λάκη πετάχτηκε μπροστά σαν δαιμονισμένο μιας και ο μαθητευόμενος αναβάτης του δεν μπορούσε να το συγκρατήσει. Κανένα άλλο άλογο δεν μπορούσε να παρακολουθήσει τον ρυθμό του, ούτε και το πρόθυμο να θυσιασθεί και γρήγορα απέκτησε μια τεράστια διαφορά. Οι πιτσιρικάδες άρχισαν να πανηγυρίζουν ενώ ο Λάκης ψιθύριζε "μόνο μην πέσεις, μικρέ, κρατήσου να μην πέσεις". Στον τότε ιππόδρομο, στην τρίτη θέση, όταν τα άλογα έφταναν στα 400 μέτρα προ του τερματος έφευγαν από το οπτικό πεδίο των φιλίππων λόγω μια συστάδας δένδρων και εμφανίζονταν ξανά στο μέσον της ευθείας, 200 μέτρα πριν από το τέρμα. Ζητωκραυγές ακούγονταν μόλις εμφανιζότανε το πρώτο άλογο μετά τα δένδρα από όσους είχαν στοιχηματίσει σε αυτό ή σε κάποιο άλλο που ακολουθούσε κοντά. 
Λογικά ένα άλογο που κάνει τέτοια διαδρομή στο τέλος κόβει, όταν όμως εμφανίσθηκε το άλογο του γιατρού δεν υπήρχε κανένα άλλο κοντά του και ο μαθητευόμενος βαστιότανε γερά επάνω του. Οι αμφεταμίνες έκαναν καλά την δουλειά τους. Πέρασε θριαμβευτικά μπροστά από τον Λάκη που εξακολουθούσε να προσεύχεται να μην πέσει ο μικρός και 50 μέτρα πριν από το τέρμα έγειρε απότομα αριστερά τσακίζοντας με το κεφάλι του το ξύλινο κάγκελο. Ο μαθητευόμενος γλύτωσε με κάποιες αμυχές το άλογο όμως είχε υποστει ανακοπή καρδιάς πριν πέσει όπως έδειξε η νεκροψία. Στην νεκροψία βρήκανε και τις αμφεταμίνες αποθηκευμένες στο σηκώτι του.
Οι πιτσιρικάδες δεν ξαναείδανε τον Λάκη τον "γιατρό" στις κερκίδες του ιπποδρόμου, ούτε κανένας άλλος τον ξανάδε, ούτε στο χωριό του ξέρανε τίποτε γι αυτόν...

Τρίτη 6 Αυγούστου 2013

Ιστορίες με αλάτι (6), τα ψάρια

Τα ψάρια

Τα χρόνια μετά την Κατοχή, λίγοι ήταν οι εγγράμματοι κι ακόμα λιγότεροι οι μορφωμένοι. Η ζωή όμως δεν εξαρτάται από τέτοιες "λεπτομέρειες" κι όπου απουσιάζει η επιστήμη, παρουσιάζεται η εμπειρία για να φτάσει στα ίδια - και μερικές φορές καλύτερα- αποτελέσματα χρησιμοποιώντας τον δρόμο της παράδοσης και της λαϊκής σοφίας. Γιατί η παράδοση δεν είναι τίποτε άλλο παρά η διατήρηση της καλύτερης μεθοδολογίας για κάποιο συγκεκριμένο θέμα, μόνο που δεν γίνεται εργαστηριακά  με πειράματα, αλλά εμπειρικά.
Τότε λοιπόν, κανείς σχεδόν δεν ήξερε για τα ωμέγα λιπαρά των ψαριών που διαφημίζει σήμερα κάθε τυχάρπαστος ιχθυοπώλης για την πραμάτειά του, ούτε αν ο σκελετός τους είναι από κόκκαλα ή χόνδρους. Αυτά είναι δουλειά των επιστημόνων και καθορίζουν τις σημερινές τιμές που φυσιολογικά ακολουθούν την ζήτηση. Ηρθαν και τα ιχθυοτροφεία με την υπερπροσφορά σε τσιπούρα-λαβράκι να τα κάνουν φθηνότερα και από την σαρδέλλα επιτείνοντας την σύγχυση και την ανατροπή των πατροπαράδοτων διαχωρισμών.
.


Τα παλιά χρόνια ο πρώτος διαχωρισμός των ψαριών γινότανε από τον τόπο που ζούσανε. Τα αφρόψαρα, κοπαδιάρικα ως επί το πλείστον, ήταν τα φτηνιάρικα ψάρια, εθεωρούντο κατώτερης ποιότητας, με εξαίρεση κάποια μεγάλα όπως ο ξιφιός κι ο τόνος που πουλιότουσαν σε φέτες.. Λιπαρά ψάρια τα περισσότερα, έχουν ανέβει σήμερα πολλά σκαλιά στην προτίμηση των αγοραστών, εκτός ίσως τα σαφρίδια  που δεν αντέχουν τον πάγο και δεν εμπνεουν εμφανισιακά ή γευστικά. Αν όμως τα ψαρέψετε ή τα βρείτε πριν τα παγώσουν θα εκπλαγείτε από την νοστιμιά τους Τα περισσότερα αφρόψαρα δεν έχουν λέπια ή έχουν πολύ λίγα, θεωρούνται όμως πρωταθλητές σε περιεκτικότητα ωμέγα λιπαρών.



Τα πετρόψαρα ή καθαραντέρια ηταν και είναι τα κατ' εξοχήν χρωματιστά ψάρια. Και σε αυτά η εμπορική τους αξία έχει ανέβει πολλές σκάλες γεγονός που ωφείλεται περισσότερο στην υπέροχη γεύση τους και την εξοικείωση του καταναλωτικού κοινού με τα ψάρια. Ηταν μια καλή λύση ανάμεσα στα αφρόψαρα και τα πανάκριβα (τότε) βυθόψαρα, σήμερα τα εκλεκτά μέλη όπως σφυρίδα ή ροφός διεκδικούν τα πρωτεία στις τιμές. Στη γεύση, κατά την γνώμη μου, η μικρή και ταπεινή πέρκα (απάγωτη) έχει τα πρωτεία. Και τα πετρόψαρα έχουν λίγα λέπια, γενικά και εξυπακούεται πως ζουν σε βραχώδεις βυθούς. Τα εντόσθια τους μυρίζουν πολύ λιγότερο από τα εντόσθια των άλλων ψαριών.


Τα "καθαρόαιμα" ψάρια, λέγαν οι παλιοί, είναι τα βυθόψαρα ή πατόψαρα ή αλλιώς τα ψάρια που έχουν πολλά λέπια. Την αξία τους την καθόριζε το χρώμα τους, κάτι ανάλογο με τα μετάλια των αθλητών. Είχαμε τα "χρυσά" ψάρια όπως το φαγγρί, το λυθρίνι κι η συναγρίδα, τα "ασημένια" όπως η τσιπούρα, το λαβράκι κι ο σαργός και τα "τενεκεδένια" όπως η γόπα, το μυτάκι, ο σπάρος και άλλα. Επειδή οι αλανιάρες τσιπούρες έχουν πρακτικά εξαφανισθεί, τα πρωτεία της γεύσης πρέπει να παίζουν ανάμεσα σε μουρμούρα και νταβλιά θρεμμένο με καβούρια, άσχετα αν εγώ προτιμώ την πολύ λεπτή γεύση των λυθρινιών όταν ψήνονται απάγωτα, αμέσως μετά το ψάρεμα, ακαθάριστα, τυλιγμένα σε αλάτι μαζεμένο στις σχισμάδες των βράχων, χωρίς λάδι και χωρίς λεμόνι.




Μια κατηγορία μόνο του το μπαρμπούνι, ψαρεύεται πρακτικά μόνο με δίκτυα και  είναι το μοναδικό ψάρι που το κεφάλι τους δεν το τρώνε οι γάτες, Απλά, το τρώνε οι άνθρωποι για την νοστιμιά του. Δοκιμάστε τα τηγανισμένα με χοντρό σιμιγδάλι και συνοδεία πολύ παγωμένης ρετσίνας. Θα με θυμηθείτε.
Τα θαλασσινά ψάρια γίνονται νοστιμότερα αν ξεπλυθούν με θαλασσινό νερό και ακόμη νοστιμότερα αν αλατισθούν κατάλληλα μετά το καθάρισμα. Εννοείται όχι με αλάτι εμπορίου αλλά μαζεμένο κάτω από τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού στων βράχων τις σχισμάδες.




Πέμπτη 1 Αυγούστου 2013

Ενα πλήρες 24ωρο

Το  "Ενα πλήρες 24ωρο" είναι ένα διήγημα-μυθιστόρημα που έπεσε θύμα της οικονομικής κρίσης και κόλλησε στα σκαριά της έκδοσης. οπως λέει και ο τίτλος του είναι ένας κύκλος 24 ωρών. Εδώ μπορείτε να διαβάσετε ένα "δίωρο"




στο λεωφορείο



Πίσω-πίσω, σ’ αντικρυστά καθίσματα. Να λες καμμιά κουβέντα και να βλέπεις το πρόσωπο του συνομιλητή σου χωρίς να στραβολαιμιάζεις. Στο «ανάποδα» καθισμένος εσύ, ο Βάλντεκ δεν το μπορεί, ζαλίζεται. Συμβαίνει κυρίως σ’ όσους δεν οδηγούν, θέλουν να βλέπουνε μπροστά όταν ταξιδεύουν. Εσύ, αντίθετα, παρατηρείς καλύτερα προς τα πίσω γιατί ποτέ δεν ξεπερνάς τον στόχο. Θυμίζει λίγο παρελθόν βέβαια αλλά μάλλον καλύτερα, να ξυπνάνε πόνοι κι’ αναμνήσεις. Σαν μεγαλώνεις πρέπει να πονάς. Αμα ξυπνήσεις ένα πρωϊνό και δεν πονάς πάει να πει πως πέθανες λέγανε κάτι γέροι - κάτι θα ξέρανε!

Κι’ όμως δεν έχεις κέφια γιά κουβέντα σήμερα. Τι να πείτε και να μην το ξέρεις ; Ολα τα ίδια πιά σου φαίνονται, διεθνή και ένσημα, φόνοι και τροχαία, ειδήσεις που αφορούνε τη ζωή άλλων σχολιάζουμε, μα ολόϊδια με τα «δικά» μας νέα είναι. Κι’ αντί γιά διαφημίσεις έχουμε καμμιά πρόταση γιά μιά καλή ταβέρνα. Αμα βγεί το συναίσθημα απ’ την συζήτηση, σαν τις ειδήσεις στην τηλεόραση είναι. Αστο καλύτερα.
Λες να φταίει ο πρώτος καφές που δεν τον ήπιες στην ώρα σου ; Μπορεί. Μα αυτό θα συζητήσεις με τον Βάλντεκ ; Τι να ξέρει αυτός, δεν άργησε ποτέ του να ξυπνήσει – έχουν κάτι από γερμανική πειθαρχία οι Πολωνοί και καπάκι τη γυναίκα του – αδύνατον να του συμβεί. Ετσι είναι. Αμα τα σκέπτεσαι, δεν μιλάς καθόλου.


Ενα σπίτι βαμμένο σκούρο μπλε τραβά την προσοχή σου μέχρι να γίνει κουκίδα στο βάθος του δρόμου. Κανένας πρώην εθνικόφρονας θα μένει σκέφτηκες, μπορεί και νά’τανε άβαφτο απ’ το καιρό της χούντας. Τότε όσοι φοβόντουσαν δείχνανε την εθνικοφροσύνη τους με κάθε τρόπο. Ακριβώς όπως με κάθε τρόπο βγήκανε αντιστασιακοί έπειτα. Οι μισοί αξιωματούχοι Ελληνες υπήρξαν «διπλοί πράκτορες» είχαν πάει με την χούντα γιά να την πολεμήσουν «εκ των έσω», απεδείχθη εκ των υστέρων.Οι άλλοι μισοί ήταν εξορία πραγματική ή εικονική.


Τώρα γιατί βλέπεις τον Βάλντεκ και το μυαλό σου πάει στη γυναίκα του ; Επειδή δεν μιλάει ή επειδή σένα σου λείπει η γυναίκα ; Ξέχασες τόσο πολύ πως είναι οι γυναίκες που τις μπερδεύεις με τους παντρεμένους ; Δεν έχεις κι’ άδικο, γυναίκα-παντρεμένος παν’ μαζί σαν ξεπεράσεις κάποια –ήντα.

Τραντάχτηκες απ‘ τη λακκούβα. Κι’ ο Βάλντεκ το ίδιο. Κοιταχτήκατε και χαμογέλασε. Και σύ το ίδιο. Υστερα έστρεψες το βλέμμα στο παράθυρο είδες τα μαλλιά μιάς γυναίκας κι’ αναστέναξες ελαφρά.


Σαν φτάσατε στο τόπο να χωρίσετε πήρες τον δρόμο σου με το κεφάλι κάτω. Κάποια σκέψη σου ξέφευγε, ήσουνα σίγουρος. Κάποιο ονειροπόλημα, κάποια σκηνή να ξαναπαίξεις σαν νοσταλγία απ’ τη ζωή. Ναι, τη Μαρία τη Ρουμάνα. Πόσο καιρό έχεις να την δείς ; Τρία χρόνια ; Τέσσερα ; Ποιός ξέρει. Την θυμάσαι όμως καλά. Το βλέμμα της, το ύψος της, το στήθος της, τα ακροδάχτυλα των ποδιών της. Κομμάτι-κομμάτι την θυμάσαι, όχι ολόκληρη.

Σαν τότε. Τότε που σου συγύριζε την κάμαρη κάθε Κυριακή πρωΐ. 
Εικοσπεντάρα κι’ ο άντρας της να παίρνει τηλέφωνο κάθε μιά ώρα στην αρχή. Κι’ η ίδια σαν αγρίμι φοβισμένη να μην βλέπει την ώρα να φύγει. Μα τα λεφτά της λείπανε, τα λίγα που της έδινες τάπαιζε στοίχημα στο ίδιο πρακτορείο με σένα. Εκεί την γνώρισες και της πρότεινες δουλειά ελπίζοντας να είναι μόνη. Σου βγήκε παντρεμένη δεν σε πείραξε, μάλλον ανακουφίστηκες. Ηταν και που μίλαγε ελάχιστα ελληνικά, καλύτερα νάχεις και το κεφάλι σου ήσυχο. Καμμιά φορά την κοίταγες σαν νάτανε άγαλμα. Ψηλή γυναίκα, καλά κρεατωμένη, νταρντάνα που λέμε, καλή στη δουλειά της, με συμπαθητικό πρόσωπο. Μήνες ερχότανε κάθε Κυριακή μέχρι που ένα καλοκαίρι έφυγε γιά διακοπές στη Ρουμανία. Οταν γύρισε ξανάρχισε τη δουλειά μα τώρα ήταν πιό γλυκό το βλέμμα της. Τότε πρόσεξες την ομορφιά της. Είχες δει την ομορφιά της ψυχής να καθρεπτίζεται στο πρόσωπο, πρώτη φορά την έβλεπες να καθρεπτίζεται στο σώμα. Αυτό το γεροδεμένο κορμί με τα μούσκλα να σαλεύουν στη πλάτη της καθώς με το φανελλάκι βούρτσιζε γονατιστή το χαλί, ήταν εκπληκτική εικόνα. Θυμήθηκες που σούλεγε ότι ήταν αθλήτρια στο χαντμπολ και στο τζούντο, άλήθεια έλεγε, τότε το κατάλαβες. Τα πόδια της γερά αθλητικά σε προκαλούσαν ν’ ακολουθήσεις με το μάτι τη γραμμή τους μέχρι τα τέλεια ημισφαίρια, πιό πάνω μιά μέση λυγερή. Μέχρι εκεί το άντεχες, μα μόλις σηκώθηκε κι’ είδες τα στήθη της να διαγράφονται κάτω απ’ το φανελλάκι κόντρα στους νόμους του μεγέθους και της βαρύτητας, πληγή στα σωθικά σου. Δεν ήθελες έρωτα απ’ αυτά αλλά ανάσα, τόσο συνυφασμένα με την εικόνα της ζωής σου φάνηκαν. Και σου φάνηκε. Και στα μάτια σου και σ’ όλη την ύπαρξή σου φάνηκε και την κλόνισε. Ηρεμα κάθισε στη καρέκλα δίπλα σου και άναψε τσιγάρο. Ντρεπόσουνα αλλά θα πέθαινες αν δεν τόκανες, άγγιξες ελαφρά το στήθος της πιο κάτω απ΄τη θηλή. Καμμία αντίδραση, ένα μικρό σκοτείνιασμα στα μάτια. Πολύ ελαφρά το δάκτυλο πέρασε πάνω απ’ τη θηλή. Ισως να μάντεψε τι θέλεις την άλλη στιγμή το κεφάλι σου βρέθηκε στ’ αναπαυτικότερα μαξιλάρια. Αέρας και ζωή μπήκαν στο στήθος σου. Πόσο κράτησε δεν ξέρεις. Μετά την είδες σαν βουρκωμένη να σε σπρώχνει ελαφρά και καθόλου πειστικά λέγοντας πως ήρθε γιά δουλειά και πως αυτή φταίει. Δεν επέμεινες. Που να της εξηγείς και σε ποιά γλώσσα πως δεν το είδες αντρας-γυναίκα αλλά άνθρωπος-άνθρωπος και πως αυτή η ομορφιά, η αλληλεγγύη της σάρκας γιά την σάρκα είν’ η πηγή της ζωής ; 
Τα μάτια σου λάμπανε, είχες κερδίσει μιά φίλη που δεν θα ξανάβλεπες ποτέ, δεν ήσουν μικρός να ξεγελαστείς. Ενα τηλέφωνο, μιά δικαιολογία την άλλη Κυριακή, δεν την ξανάδες, ούτε την έψαξες ποτέ πιά. Αραιά και που την έφερνες στη μνήμη σαν σου τελείωνε ο αγέρας στα πλεμόνια. Δεν ήταν καν η εικόνα της, ήταν η ιδέα της που λάτρεψες και μιά υπόσχεση πως θάρθει μια Κυριακή, στα τυφλά.

Στο σπίτι




Στρίψε δεξιά, στο σοκκάκι της συμφοράς, πάρε το διαδρομάκι δίπλα απ’ το κτίριο που βγάζει στην αυλή, έφτασες. Δάπεδο τσιμεντένιο, το δωμάτιό σου κι’ η τουαλέττα δίπλα, όταν δεν βρέχει καλά είναι. Κάτω απ’ το παραθύρι η κουζινίτσα σου κι’ απέναντί της το κρεββάτι. Ψηλά σε μιά γωνιά τα εικονίσματα, συνήθεια από άλλες εποχές. Καρέκλες δύο και το χαλί ατίναχτο χειμώνα-καλοκαίρι να περιμένει τη Μαρία του. Συνήθισες να περιμένεις με τον καιρό, τόσο που δεν θες νάρθει, μην τυχόν και χάσεις την ελπίδα σου, το δικαίωμα στην προσμονή. Σάματι έχεις κι’άλλο αίσθημα να σε παρηγορεί ; Αστα, μη τα σκαλίζεις, σου λέω. Πονάνε μα και βρωμάνε. Σαν τα ρούχα της δουλειάς. Τράβα να τα βάλεις στο νερό να μουλιάσουν να φύγει η μυρωδιά του ιδρώτα κι’ απλωσέ τα να στεγνώσουν. Αύριο τα ίδια θα βάλεις πάλι.

Το στομάχι σου σε ειδοποιεί γιά φαΐ. Ασε τα ρούχα στο σκοινί και πάμε στο μαγέρικο. Σκυφτός μπήκες μέσα, βρήκες τραπέζι, κάθισες. Δεν είναι ότι δεν χωράς στην πόρτα είναι η πίκρα της επανάληψης, το σπιτικό φαΐ που νοστάλγησες.

Μιά φορά, μιά Κυριακή το’ φαγες κι’ ήτανε με κλειστά τα μάτια, δεμένα με πανί για να μη βλέπεις, το θυμάσαι ; 
Πάντα βάσταγες τον λόγο σου κι’ η Μαρία τον κράτησε. Ηταν η ίδια ή κάποια φίλη που της έμοιαζε ; Ποτέ δεν έμαθες.

Οταν σου κτύπησαν την πόρτα, τίμια έβαλες το πανί και ψηλαφώντας άνοιξες. Ηχος κανείς και μιά γλυκειά γεύση στα χείλια, τα δικά της. Πισωπατώντας βρέθηκες στης άβυσσος τις πύλες. Παράδεισος ; Μπορεί και ναι, αν οι προγόνοι δεν μιλάγαν. Και τι να πούν ; Τι να’χαν να μοιράσουν ; Ετσι και σεις, πρωτόγονα, μουγγά. Πάλευες με τα χέρια σου το πρόσωπό της να μαντέψεις. Ηταν ; δεν ήταν ; Σε συνεπήρε ο καϋμός κι’ ο πόθος και το ξέχασες, σαν μέρεψες δεν σ’ ένοιαζε καθόλου. Τι σημασία είχε ; Υστερα, μιά κάποια φασαρία με τα κουζινικά. Κάθε που πήγαινες να σηκωθείς με χάδια τρυφερά σε εμποδίζαν. Το κατάλαβες κι’ έμεινες ξαπλωμένος μέχρι να γίνει το φαΐ. Μετά σε τάϊζε στο στόμα σαν μωρό. Πιό νόστιμα δεν είχες φάει. και το μυαλό σου να τρέχει σε σιτσιλιάνες χωρικές που αν δεν φας το φαγητό τους δεν στο δίνουν. Υπήρχε άραγε Σικελία και στις χώρες του υπαρκτού ; Αμ ο καφές ; Λες κι’ όλη η τέχνη του έρωτα κρύφτηκε μεσ’ στο καϊμάκι. Λίγο ακόμα κι’ ήθελες τα μάτια σου να βγάλεις, γνώρισες την ομορφιά του σκοταδιού και της σιωπής, δια της αφής την σάρκα, διά της οσμής την τρυφερότητα, τι τα’ θελες τα μάτια και τ’ αφτιά ;

Η ευφορία της ψυχής φάνηκε στ’ όργανό σου. Δεν είδες το χαμόγελο στα χείλη της κοπέλλας και την βαθιά οργασμική χαρά στα μάτια της, Σε ταξίδεψε ξανά, πιό σίγουρη τώρα πως δεν θα βγάλεις το πανί και πιό ελεύθερη.

Κι’ ο ύπνος σε τύλιξε- που λέει κι’ ο ποιητής. Και σε πήγε σε παραδεισένιους κήπους, σε νησιά μεσογειακά, στον Εύξεινο τον Πόντο και στην Κασπία.. Κι’ εβγαζες το μαύρο απ’ την νύχτα να σκοτεινιάσεις την μέρα και κάθε ήχο από παντού - την ήξερες πιά την συνταγή του Παραδείσου. Εβγαλες και το πανί όπως κοιμόσουν. Σιγά-σιγά ξύπνησες στο σκοτάδι και στη σιωπή, μά όχι αυτή του παραδείσου, την άλλη της μοναξιάς και της Κολάσεως.


«Γιουβέτσι τέλος, μακαρονάδα τέλος» είπε το γκαρσόνι. Το κοίταξες στα μάτια. «Φέρε ότι έχεις» παράγγειλες, «την ίδια γεύση έχουν» σκέφτηκες με το μυαλό στ’ όνειρο κολλημένο ακόμα.

Τρίτη 16 Ιουλίου 2013

Το κοράκι



Μικρός δεν ήξερε τι σήμαινε η λέξη, όχι το πουλί βέβαια αλλά σαν παρατσούκλι γι αυτούς που κουβαλάνε τα φέρετρα. Λογικό ήταν αφού απέφευγε τις κηδείες, του άρεσε η φράση "οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι νεκροί με τους αποθαμένους". Πλησιάζοντας τα τριάντα βέβαια, αναγκάσθηκε να συμμετέχει σε τέτοιου είδους τελετές μιας και οι νεκροί ήταν πλέον του στενού οικογενειακού κύκλου και η ηλικία του δεν επέτρεπε δικαιολογίες. Τότε όμως η απάντηση "κοράκι" στην ερώτηση "τι δουλειά κάνεις ;" δεν ήταν καθόλου διαφωτιστική.
Ετσι τους γνώρισε και πάνω στην δουλειά, κατάλαβε ποιό ακριβώς είναι το "κομοδινί" χρώμα που έχουν στα μαλλιά τους, ασσορτί με το μαύρο κουστούμι και την μαύρη γραβάτα πάνω στο άσπρο πουκάμισο, κατανόησε το "σοβαρό" τους ύφος και έμεινε έκπληκτος που ο "δικός" του, ο Νικόλας, διατηρούσε όλα αυτά τα στοιχεία και εκτός εργασίας. Εργασία, δευτέρα φύσις, που λένε...

Αρχικά τον είχε περάσει για πολύ σπουδαίο. Καθόταν σοβαρός, καλοντυμένος με το κουστούμι και την μαύρη γραβάτα, πάντα αμίλητος στο τραπεζάκι του, στο θορυβώδες από τους χαρτοπαίκτες καφενείο, πίνοντας το ουζάκι του ή σπανιότερα πορτοκαλάδα - δεν ήξερε τότε πως ήταν χορτασμένος από καφέδες στη δουλειά του. Τον είχε δει όμως να παίζει κάποιες φορές κουμ-καν με τους μεγάλους, αυτός και οι πιτσιρικάδες της παρέας του παίζανε πρέφα φτηνιάρικη, ίσα-ίσα να πληρώσει ο κερδισμένος τα ουζάκια με τα κέρδη. Στα μάτια του έφηβου τα περίπου σαράντα με πενήντα χρόνια του τον κατέτασσαν στην κατηγορία των μεγάλων και οικονομικά ισχυρών. Η σύγκριση γινόταν βέβαια με το πενιχρό φοιτητικό του χαρτζηλίκι και την δική του ηλικία.
Την πρώτη φορά που τον πρόσεξε καλύτερα ήταν σ' ένα καυγά στο κουμ-καν όπου διαπληκτιζότανε λεκτικά με τους άλλους. Σχημάτισε την εντύπωση πως είχε δίκιο από τον τόνο της φωνής του-ήταν σαν να τον έπνιγε- αν και τα λόγια που έλεγε ήταν ακατάληπτα, είχε χαθεί κάθε ειρμός από την σκέψη του. Απομακρύνθηκε από το τραπέζι όπου έπαιζε μ' ένα ύφος θιγμένης αξιοπρέπειας και μονολογώντας που και που. Θα τον είχε ξεχάσει αν δεν ερχόταν με την καρέκλα του να ζητήσει την άδεια να παρακολουθήσει το παιχνίδι τους, μήπως ηρεμήσει- έτσι είπε. Κάθισε δίπλα του και με σκουντήματα του ποδιού του τον οδήγησε σε κάποιες πετυχημένες επιλογές. Κέρδισε την συμπάθειά του και την εκτίμηση για τις γνώσεις του. Από τότε ήταν συχνός θεατής της πρέφας των νεαρών, με εύστοχες παρατητρήσεις στην απειρία του παιξίματός των. Μετά από λίγο έγινε ο τέταρτος της παρέας- παίζανε με τεμπέλη πλέον- και κανόνιζε να χάνει ώστε να πληρώνει τα ουζάκια των πιτσιρικάδων.

Εχοντας γίνει αναπόσπαστο μέλος της παρέας, όπως ήταν φυσικό άρχισαν να συζητάνε για διάφορα θέματα και τότε πίσω από το προσωπείο της σοβαρότητας φάνηκε η δουλειά και ο αληθινός χαρακτήρας του Νικόλα. Χωρισμένος, μ' ένα παιδί που τόβλεπε μια φορά κάθε δυο μήνες έσερνε το κορμί του και την καλά κρυμμένη μιζέρια του απ' την δουλειά στο σπίτι, από κει στο καφενείο και μετά ξανά σπίτι. Από συνήθεια δεν έβγαζε τα ρούχα της δουλειάς εκτός από τα άσπρα γάντια. Τις λίγες φορές που δεν ερχότανε στο καφενείο πήγαινε τον χειμώνα σινεμά για να βγάλει γκόμενες- έτσι έλεγε- με την αλάνθαστη μέθοδό του : φρόντιζε και καθόταν δίπλα σε όποιαν του άρεσε και σιγά-σιγά ακουμπούσε το γόνατό του στο δικό της. Αν δεν αποτραβιότανε έβαζε το χέρι του στο γόνατό της και αν δεν αντιδρούσε το χέρι του τράβαγε την ανηφόρα μέχρι τον τελικό στόχο. "Οταν βάλεις το δάκτυλό σου μέσα της, ότι να της προτείνεις στις τουαλέττες του σινεμά, θα το δεχθεί" έλεγε στα αποχαυνωμένα μειράκια. "Το μυστικό είναι να ξέρεις να σταματάς όταν δεν βλέπεις ανταπόκριση, να μην πιέζεις τα πράματα". 

Το καλοκαίρι στα θερινά τα σινεμά δεν μπορούσε να δουλέψει το σύστημα, δεν υπήρχαν τα σκοτάδια της κλειστής αίθουσας κι ο Νικόλας αναζητούσε τις παρτεναίρ-θύματά του στις πλαζ : "Ξαπλώνεις και κανονίζεις να φαίνεται λίγο το πουλί σου από αυτήν που σ' ενδιαφέρει και της χαμογελάς. Αν δεις και σου χαμογελάσει όλα εντάξει, μαζέψου και πιάσε κουβέντα, τόχει πάρει το μήνυμά της. Αν σε βρίσει ή σε αγριοκοιτάξει κάνε τον προσβεβλημένο λόγω της αφηρημάδας σου και οπωσδήποτε ζήτα συγγνώμη."

Ομορφάντρας ο Νικόλας, ψηλός και κορμάρα και με πρόσωπο ηθοποιού που βάφει τα μαλλιά αλά γόης του Χόλλυγουντ, πρέπει να είχε τις επιτυχίες του, κυρίως σε κυρίες που πλησίαζε η ημερομηνία λήξης τους, οι συμβουλές του πρακτικά ήταν άχρηστες για τους πιτσιρικάδες εκτός και κυνήγαγαν παρωχημένες. Μόνο μία συμβουλή του φαινότανε ν' αξίζει :
"Είναι απίστευτο, έλεγε ο Νικόλας, πως η γυναίκα πάνω στην μεγάλη στενοχώρια της για τον χαμό κάποιου δικού της, γίνεται επιρρεπής στο σεξ. Φτάνει να ξέρεις να την πλησιάσεις με λόγια παρηγορητικά και αυστηρά φιλικές χειρονομίες μέχρι να ηρεμήσει. Τότε της έρχεται η όρεξη κι εσύ έχεις ήδη τα χέρια σου επάνω της. Εκμεταλλεύσου το".
Το ίδιο, έλεγε ο Νικόλας συμβαίνει και στα νοσοκομεία όταν κινδυνεύει η ζωή κάποιου συγγενούς της, βρίσκεται στην ίδια ψυχολογική κατάσταση.

Δεν είχε προλάβει να δοκιμάσει τις συμβουλές του Νικόλα όταν μιλώντας για την δουλειά του κατάλαβε πως ήταν τερατολόγος και σταμάτησε να δίνει βάση στα λεγόμενά του :
¨Εμένα που με βλέπετε έχουνε δει πράματα και θάματα τα μάτια μου στο νεκροτομείο. Παιδιά που να ψάχνεσαι γιατί πέθαναν και ερείπια που ν' απορείς πως ζούσαν. Αλλά ποτέ δεν έχουν δει πολύ πλούσιους ή πολύ διάσημους, πάντοτε τα φέρετρά τους είναι αδειανά. Κάποια στιγμή το κανονίζουν, κάνουν πως πέθαναν και πάνε και ζούνε σε κάποιο νησί όπου είναι μονάχα πλούσιοι και διάσημοι, μακριά από τα μάτια του κόσμου, χωρίς γορίλλες προστασίας και ενοχλητικούς παπαράτσι. Ούτε κινδυνεύουν να τους σκοτώσουν οι εχθροί κι οι ανταγωνιστές τους ή οι κακοποιοί για λύτρα. Κάνουν  και μια μεγαλοπρεπή κηδεία για τα μάτια του κόσμου, αλλά άκου εμένα, το φέρετρο είναι άδειο και το εσωτερικό του είναι στον επίγειο κρυφό παράδεισο. Αχ τι κάνουνε τα φράγκα και που να τα βρεις..."

Μετά σταμάτησε να έρχεται στο καφενείο. Ισως κι ο ίδιος ο Νικόλας συνειδητοποιώντας πως παραανοίχθηκε, άλλαξε στέκι και χάθηκε. Μπορεί ακόμα να κέρδισε το πρώτο λαχνό του λαχείου και να πήγε στο κρυφό νησί για τα επόμενα χρόνια της ζωής του. Ποτέ δεν έμαθε γιατί απέφευγε τις κηδείες εκείνο τον καιρό...

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2013

Φονική συνταγή




«Ελα μωρέ, φάε και συ λίγο να μη πάει χαμένο, εμένα μου πέρασε η όρεξη».
Δεν ήθελα και πολύ. Λιγούρης στο φαΐ και όχι μόνο, άμα το έχω μπροστά μου του δίνω και καταλαβαίνει. Υποκύπτω στους πειρασμούς είναι η ιδεολογία μου και η αποφυγή των πειρασμών η άμυνά μου.
Μαζί της. Διακοπή στις διακοπές μου. Εξ άλλου το μαζί της πάντα σαν διάλειμα είναι. Συμφωνία, όταν μπορούμε βγαίνουμε «να περάσουμε καλά» και τέλος. Πλήρης αδιαφορία - ούτε τηλέφωνο – στο νεκρό διάστημα, καμμιά υποχρέωση, καμμία δέσμευση, όταν κι’ αν μπορούμε κι’ οι δυό, χτες βράδυ μπορούσαμε. Μπορούσαμε ;
Αλλαι αι βουλαί του θεού (καθένας μας κι’ ένας μικρός θεός) και άλλα η μοίρα προστάζει (ίσως γι’ αυτό αποκαλούνε τις γυναίκες μοιραίες). Το μέλλον θα αποφασίσει γιά τη συνέχεια ή μη της σχέσης, το μέλλον είναι ουδέτερο στην ελληνική γλώσσα.
Ανδρας, γυναίκα, μέλλον, πιό ταιριαστή τριάδα μου φαίνεται από την πατήρ, υιός και (άγιο) πνεύμα που ακολουθώ στην οικογενειακή μου ζωή, ταυτίζοντας την κόρη μου με «εν είδει περιστεράς» ώστε να «εβεβαίου του λόγου το ασφαλές»
Αποφεύγω το βραδυνό φαγητό και το ξενύχτι μιά που σηκώνομαι από (ψαράδικη) συνήθεια τα χαράματα και δεν με πιάνει ύπνος το μεσημέρι. Χρόνια γνωστοί, το ξέρει και προσπαθεί να το σέβεται, όπως και εγώ προσπαθώ να σέβομαι τις δικές της συνήθειες, αλλά λόγω καύσωνα χθες βρεθήκαμε στις έντεκα μου μου. «Πεινάω σαν λύκαινα» μου είπε και ψιλοχάρηκα παρεξηγώντας το «φαΐ» με τα μεζεδάκια. Στίς τρεις τέσσερις μπουκιές χόρτασε. Συμβαίνει. Το μητρικό ένστικτο που γεννάω στις γυναίκες την οδήγησε να με μπουκώσει, υποχώρησα ελπίζοντας σε μιά (σύντομα) καλύτερη συνέχεια. Τελείωσα όσο πιό γρήγορα μπορούσα ότι υπήρχε στα πιάτα.
« Νηστικό αρκούδι δεν χορεύει» είπε και τόπιασα το υπονοούμενο μιά που ξέρει πως δεν χορεύω παρά μόνο μεθυσμένος.
« Πάμε να ρίξουμε μιά ματιά στις βιτρίνες της Πατησίων ;» Πως να χαλάσεις τέτοιο χατήρι, άσε που η βόλτα βοηθάει και στην χώνεψη. Μεγάλος δρόμος η Πατησίων και παντού βιτρίνες. Δεν ψωνίζω ποτέ μου ρούχα. Το αναθέτω σε κοντινά μου πρόσωπα μιά που είμαι δυσλεκτικός στις εικόνες, δεν μπορώ να φανταστώ κάτι επάνω μου και σιχαίνομαι να προβάρω ρούχα και παπούτσια. Περισσότερο ενδιαφέρον γιά μένα έχουν οι βιτρίνες με τα ψυγεία και τα πλυντήρια αλλά σπανίζουν σε περπατιάρικους δρόμους, οι μπουτικ κυριαρχούν.
Δεν μπορώ να περιγράψω τα σχόλια επί των ρούχων της συνοδού μου γιατί δεν τα άκουγα «έπαιζα» μέσα μου την ενάτη του Σούμπερτ, να πλημμυρίζει τ’ αφτιά μου και να καλμάρω. Συγχρόνως σκεπτόμουνα την σοφή παρατήρηση του Ντύλαν άμα σε πιάσει αγκαζέ μιά γυναίκα κάτι κακό γιά σένα έχει στο νού της. Με είχε πιάσει όντως αγκαζέ, πέρα από τις μέχρι τώρα συνήθειές της.
Η ώρα πλησιάζε την «τρίτην πρωϊνήν» «οι μικρές ώρες περνάνε γρήγορα, γι’ αυτό τις λεν μικρές» μου είχε πει κάποτε μιά νυκτερινή μου περιπέτεια, σοφή κουβέντα. Είχαμε εξαντλήσει τα δύο πεζοδρόμια της Πατησίων, στο αναπόφευκτο της στιγμής μου εξήγησε ότι ενδιαφερότανε πολύ γιά μένα, την υγεία μου και την ζωή μου αλλά απόψε δεν ήταν διαθέσιμη γιά περαιτέρω. Το πασπάλισε και με ολίγες φράσεις περί σύσφιγξης των σχέσεων μας, «μεγαλώνουμε, έχουμε ανάγκη ο ένας τον άλλον», εκνευρίζομαι όταν οι γυναίκες χρησιμοποιούν αρσενικό γένος γιά να περιγράψουν τον εαυτόν τους, δεν το θεωρώ ισότητα αλλά άρνηση ταυτότητας.
Πήραμε την άγουσα προς άγραν ταξίου. Σκεπτόμουνα τον χαμένο μου ύπνο, όχι ιδιαίτερα προβληματισμένος, στα πενήντα τόσα μου ξέρω πως τέτοιες σκέψεις και αποφάσεις διαρκούν όσο και η έκλειψη ηλίου. Και τότε τον είδα. Μάλλον τον είδαμε. Τον Νικόλα, κοινό μας γνωστό, οκτώ χρόνια μικρότερο απο μένα αλλά να δείχνει εβδομηντάρης και βάλε. Θύμα του κόμματος και του μυαλού του ο Νικόλας, χρυσό και άκακο παιδί, ψάχνει το μεροφάϊ – κυριολεκτικά- με το φανάρι. Κάποιο έντυπο υλικό πέταγε κάτω απ’ τις πόρτες με κομματική συνείδηση, ένα σε κάθε πόρτα και όχι καμμιά δεκαριά μαζί να τελειώνουνε πιό γρήγορα. Εξ άλλου άμα τελείωνε τη δουλειά του, τι θα έκανε, που θα πήγαινε ; Αστεγος χρόνια ξέρει ότι είναι βάρος σ’ όσους τον φιλοξενούνε και φροντίζει να τους ξαλαφρώσει από την παρουσία του όσο περισσότερο μπορεί..
Τον χαιρέτησα μ’ ένα κούνημα της κεφαλής. Η συνοδός μου ήταν περισσότερο διαχυτική :
«Τι γίνεται Νικόλα, πως τα περνάς ;»
Ο Νικόλας άνοιξε το χωρίς δόντια στόμα του:
«Τρώω πολύ- όταν έχω-, κοιμάμαι ελάχιστα, συνουσιάζομαι σπάνια»
«Φονικός συνδυασμός» είπε η δικιά μου « και τι κάνεις γι’ αυτό;»
Σκέφτηκα όσα αυτή έκανε πριν λίγο και την κοίταξα σαν να την έβλεπα για πρώτη φορά. 
Ισως ήτανε αυτό το φωτοστέφανο γύρω απ’ το κεφάλι της που δεν είχα ποτέ μου προσέξει...
 
(αναδημοσίευση από το www.gpointsbreeze.blogspot.com)