Τι είναι και τι δεν είναι η διηγηματοποίηση

Καλώς ήλθατε

Η Διηγηματοποίηση είναι ένας χώρος που προσπαθεί να σέβεται τον εαυτόν της και την ελληνική γλώσσα.

Δεν είναι ο χώρος όπου θα ακούσετε υποχρεωτικά τις μουσικές προτιμήσεις του δημιουργού του ούτε θα βρείτε διαφημίσεις.
Δεν είναι ο χώρος που θα σας προωθήσει σε άλλα μπλογκς πλην των άλλων του δημιουργού του.
www.gpointspoetry.blogspot.com για τα ποιήματα
www.gerimitiis.blogspot.com για τα καθημερινά

άτμα σαρβασαρίριναμ


Καθισμένος μπροστά στο ανοικτό παράθυρο ακούω το σιγανοψιχάλισμα της βροχής και πίνω τον πρωϊνό καφέ μου. Καιρός μουντός, σύγνεφα βαριά που ο ήλιος δεν μπορεί να τα τρυπήσει. Ο καιρός στον νοτιά- θυελλώδεις έδωσε η μετεωρολογική- μα ο Κρισσαίος κόλπος ήρεμος, τον πιάνει ξώφαλτσα ο καιρός και φτιάχνει αυτό το βουβό, το ύπουλο κύμα που οι ναυτικοί το λένε σουέλι. Μες την αχλύ, μίλι μακριά μου προς τον Βορρά, μια στεριανή γλώσσα χωρίζει τον μυχό του κόλπου στα δύο. Ανταριασμένα φτάνουνε τα βουβά κύματα και σκάνε μ' ορμή στα πέντε, στα έξη μέτρα αψηλά μην και την κεφαλώσουν τούτη τη στεριά που μπήκε ανάμεσά τους. Πιο πίσω, σκάρτα αλλο ένα μίλι, δεν φαίνεται τίποτε από την παραλία της Κίρρας, ούτε ο Παρνασσός πιο πίσω, όλα βαμμένα στο ανοικτό γκρίζο πέπλο του χαμηλωμένου σύγνεφου.

Στο σπίτι μέσα, τα πάντα έχουν ένα διαφορετικό χρώμα από την έλλειψη του πρωϊνιάτικου ήλιου, ίσως και μια διαφορετική υφή, δείχνουν πιο πραγματικά, πιο ζωντανά, πιο κοντά σ' αυτό που ο τίτλος περιγράφει : άτμα σαρβασαρίριναμ, δηλαδή η ψυχή όλων των όντων που έχουνε σώμα. Μπορεί νάναι η απόχρωση της σκόνης σ' αυτό το λίγο φως που αφήνει να περάσει η βαριά συννεφιά, μπορεί νάναι η σωστή χρονική απόσταση της επιστροφής στο νερό της θάλασσας, μπορεί η γειτονοπούλα που βγήκε να τσεκάρει τον καιρό τυλιγμένη στο σεντόνι της και με τα μισά της κάλλη ακάλυπτα, μπορεί και η βαθειά αλήθεια της ινδικής μυθολογίας. Μπορεί. Ερχονται στιγμές που όλα τα πράγματα μοιάζουν νάχουν ψυχή και στιγμές που όλοι οι άνθρωποι γύρω μας μοιάζουνε να μην έχουν.
Σ' αυτό το φόντο ένα αμάξι κόκκινο μοιάζει έντομο και το δενδράκι δίπλα με πουλί, η αιώνια τοπική δεσποινίς μόνο προέκταση των ψηλοτάκουνών της λογίζεται κι οι λακκούβες του νερού παίζουνε πιάνο με τις στάλες της βροχής. Οι ήχοι, σιγαλοί και ανεπαίσθητοι, δεν έχουν σώμα, δεν μετρούν και δεν μετέχουν.
Μια ιδέα περισσότερο φως καθώς ο ήλιος ανεβαίνει και η γωνία πρόπτωσης αλλάζει. Η βροχή σταμάτησε. Τα σύγνεφα άλλαξαν χρώμα προς το άσπρο και την πορεία τους στον ουρανό, τώρα ξεσέρνουν προς την Δύση, έστριψε ο καιρός. Τα κύματα με πιότερη μάνητα, πιο ευθυγραμμισμένα, βαράν στα κατακόρυφα τα βράχια της στεριάς. Βλέπω το γκρίζο αυτοκίνητο και τούτο έτοιμο μου δείχνει να πετάξει. Μια δεσποινίς στα δώδεκα, στα δεκατρία με τ' ασημένια της παπούτσια και το κολάν το μαύρο να χαράζει προκλητικά τα τορνευτά της πόδια, γεμίζει τ΄άδειο μου παράθυρο. Τα μαλλιά της ίσα, καστανόξανθα και λατρευτά πριν τα σαμπουάν και οι βαφές τα κάνουνε μαντάρα. Στ΄αφτί μου ο βόμβος από μια χαμπερίστρα με ξενίζει. Το έντομο με γυροφέρνει δυο φορές και κουρνιάζει στην εσοχή ενός κάδρου να βγάλει την μέρα του. Αναπόφευκτος ο συνειρμός με την ψυχή, πανάρχαια ονομασία για τις πεταλούδες.



Λατρεύω την σκέψη στην ανάπτυξή της, την αποτύπωσή της στο χαρτί. Ιδια κι' απαράλλακτα με την φωτογραφία της πρώτης μου γυναίκας ή κάποιους πίνακες του Mark Chagall...

Καλή σας ανάγνωση

Δευτέρα 18 Μαρτίου 2013

Ιστορίες από το Ναυτικό



Υπήρχε μια εποχή, κάποια χρόνια πριν που κυκλοφορούσανε κάτι "ναύτες πολυτελείας" οι οποίοι έπαιρναν χωρίς καμιά εκπαίδευση τον βαθμό του αξιωματικού -επίκουρους τους έλεγαν ή σέα από τα  αρχικά της Σχολής Επίκουρων Αξιωματικών- και αν δεν ήταν καπετάνιοι ή γιατροί, δεν είχαν κανένα αντικείμενο να ασχοληθούν. Αργότερα τους κατάργησαν, ήταν πρόκληση για τους άλλους στρατεύσιμους, δεν ήταν έφεδροι, ήταν κανονικοί αξιωματικοί όσο βαστούσε η θητεία τους, μετά άφηναν τον βαθμό τους και ξαναγίνονταν πολίτες. Επειδή όμως έπρεπε να είναι οπωσδήποτε πτυχιούχοι ανωτάτων σχολών, όσους δεν είχαν ισχυρό μέσον τους έστελναν στον Πόρο να κάνουν μάθημα στους ναυτόπαιδες, δώδεκα ώρες το πολύ την εβδομάδα, να μην κουρασθούν πολύ. Εννοείται πως το καλοκαίρι δεν είχαν σχολείο αλλά δεν είχαν και σπίτι γιατί οι ντόπιοι τους τα νοίκιζαν με την συμφωνία να τα αφήσουν Ιούλη κι Αύγουστο οπότε τα έδιναν με την μέρα που είχε πολύ περισσότερο κέρδος. Το καλοκαίρι λοιπόν οι επίκουροι αναγκάζονταν να μένουν στο στρατόπεδο με κάποιους περιορισμούς  χώρου κυρίως στο θέμα της φιλοξενίας των τουριστριών, σύνηθες άθλημα την τότε -προ έητζ- εποχή. Τους παραχωρούσαν το μεγαλύτερο μέρος από μια τεράστια αίθουσα στον πρώτο όροφο των θερινών ανακτόρων του Οθωνα που χρησιμοποιείτο για κατοικία του διοικητή και κάποιων ανώτερων αξιωματικών, στο ισόγειο ήταν τα γραφεία. Ενα ξύλινο χώρισμα όριζε το διαμέρισμα του στρατιωτικού ιερέα στην ίδια αίθουσα, είχε όμως ξεχωριστή είσοδο από το κομμάτι  που μοιράζονταν οι τέσσερις επίκουροι. Ηταν όλοι τους διαλεχτά παιδιά με γερή αίσθηση του χιούμορ, κάποιος από αυτούς κατάντησε υπουργός μετά από χρόνια, οι άλλοι διέπρεψαν σε νομικές και διοικητικές υπηρεσίες του κράτους.
Μια καλοκαιρινή μέρα, μετά το μπάνιο που ακολουθούσε το τέλος της υποχρεωτικής παρουσίας στο στρατόπεδο κάθησαν σ' ένα παραλιακό ταβερνάκι να φάνε. Η παραγγελιά ήταν μπαρμπούνια, χόρτα και μπίρες  αλλά η ζέστη εξαφάνισε τις μπίρες ενω υπήρχε ακόμα φαγητό. Νέες, μπόλικες μπίρες εμφανίσθηκαν  και περίσσεψαν όταν τελείωσαν τα χόρτα και τα μπαρμπούνια οπότε ακούστηκε καινούργια παραγγελιά φαγητού, μετά μπίρας, μετά ξανά φαγητού μέχρι κυριολεκτικά σκασμού. Οι μπίρες και ο ήλιος είχε φέρει σε κατάσταση ευθυμίας την ομάδα και η επιστροφή στο στρατόπεδο ήταν θορυβώδης ιδιαίτερα όταν ο μετέπειτα εκπρόσωπος της δικαστικής εξουσίας συναγωνιζότανε τον Καζαντζίδη την ώρα που έπαιρναν το ντούς τους. Με την επιστροφή στο δωμάτιο το ρεπερτόριο είχε Μπιθικότση σε λίγο πιο χαμηλούς τόνους αλλά οπωσδήποτε πάνω από τα επιτρεπόμενα ντεσιμπέλ.  Ακούστηκαν κτυπήματα στο ξύλινο χώρισμα και η φωνή του ιερέως να ζητά ησυχία θυμίζοντας πως ήταν ιεραρχικά αρκετές βαθμίδες ανώτερος από τους σημαιοφόρους.  Οι επίκουροι στριτζώθηκαν. Λίγο ο μάλλον αγενής τρόπος του ιερέως, λίγο η αναφορά του βαθμού δεν τους άρεσε, μια που οι επίκουροι ουδέποτε είχαν πιστέψει πως ήταν αξιωματικοί και φαντάζονταν πως το ίδιο έπρεπε να ισχύει κατά μείζονα λόγο με τον παπά.
Ενας είχε μια φαεινή ιδέα : άρχισε να κτυπάει με γροθιές το ξύλινο χώρισμα ενώ με έκδηλή αγωνία φώναζε " Βοήθεια ! Με γαμάνε ! Βοήθεια ! Με γαμάνε ! Δεν βρίσκεται ένας χριστιανός να με σώσει ;"
Κάτι μπερδεμένο ξέφυγε από το στόμα του παπά ενώ ακούστηκε να ανοίγει η πόρτα του δωματίου του. " Να έρχεται ένας χριστιανός να με σώσει" συνέχισε ο επίκουρος  ενώ με γρήγορη  συνενόηση  όλοι βρέθηκαν  γυμνοί, ανάσκελα στο κρεβάτι και με το χέρι να χαϊδεύει  τα γεννητικά τους όργανα.
" Είστε κολασμένοι" ξεφώνιζε ο παπάς όταν άνοιξε χωρίς να κτυπήσει την πόρτα των στρατεύσιμων  αλλά κατάπιε την γλώσσα του μόλις αντίκρυσε το θέαμα.. "Διεφθαρμένοι, θα σας πάω ναυτοδικείο" απειλούσε φεύγοντας για τα ιδιαίτερα του διοικητή. 

"Κύριε διοικητά, λόγω της ζέστης κοιμόμουνα γυμνός και τι να σας πω, ίσως ονειρευόμουνα την κοπέλλα μου.Δεν άκουσα καμιά φασαρία, τι να σας πω, ίσως κοιμάμαι βαριά αλλά ξέρετε, είναι κουραστική η ζωή στο νησί". 
Ο διοικητής ήταν της προσκολλήσεως στους επίκουρους όταν βγαίνανε στις ντίσκο, με κάποιους έπρεπε να κάνει παρέα ο άνθρωπος, με τους μόνιμους αξιωματικούς δεν ήταν φρόνιμο. Τώρα άκουγε την απολογία τους με βαριεστημένο ύφος  Ποντίου Πιλάτου ενώ ο παπάς έβραζε :
"Καλώς , εσύ παιδί μου τι ξέρεις για την υπόθεση ;"  
"Τι να σας πω κύριε διοικητά εγώ κοιμόμουνα βαριά, δεν άκουσα τίποτε" 
"Εσύ ;"
" Κι εγώ κύριε διοικητά, είχα πιεί και κοιμόμουνα, δεν άκουσα τίποτε στο ύπνο μου"
"Κι εγώ τα ίδια, μου φάνηκε όμως πως άκουσα τον νομικό μας να τραγουδά, είχα πιεί και λίγο" πετάχτηκε ο τρίτος επίκουρος.
"Εσύ ; " ρώτησε τον τέταρτο επίκουρο ο διοικητής. Μια λάμψη φάνηκε στα μάτια του παπά.
" Εγώ κύριε διοικητά είχα πιεί λιγάκι παραπάνω και τραγούδαγα. Αλλά πόση φασαρία μπορεί να κάνει μόνος του ένας  άνθρωπος ; Σίγουρα θα πέρναγαν τίποτε ναύτες από κάτω κάνοντας  φασαρία και μπερδεύτηκε ο αιδεσιμότατος " 
"Πάτερ, εσείς τι λέτε ; νομίζω τα παιδιά δεν έκαναν τίποτε το επιλήψιμο, πόση φασαρία μπορεί να κάνει ένας μόνο άνθρωπος ; Μάλλον θα πέρναγαν ναύτες, άμα τους βρω θα τους τιμωρήσω "  είπε ο διοικητής.  
Ο ιερέας κατάπιε μια βρισιά κι έφυγε χωρίς να χαιρετίσει από το γραφείο του διοικητή. Το χαμόγελο επανήλθε στο πρόσωπο των επικούρων κι άρχισαν να κανονίζουν την βραδυνή έξοδό τους. Θα πέρνανε και το διοικητή μαζί τους, του το χρωστάγανε...

Πέμπτη 7 Μαρτίου 2013

Κάποιες διαφορές...

Κάποιες διαφορές...

.

Αλλ' ου πως άμα πάντα θεοί δόσαν ανθρώποισιν
Ιλ. ραψ. Δ
αλλά δεν δίνουν στους θνητούς οι αθάνατοι όλα αντάμα
μτφρ. Ιακ. Πολυλά




Μ΄αρέσει ο τρόπος που οι αρχαίοι έβλεπαν τους θεούς. Οπως τα παιδιά βλέπουν τους μεγάλους, αλλά πιό σοφά. Τα παιδιά νομίζουν πως επειδή οι μεγάλοι ξέρουν περισσότερα τα ξέρουν όλα.
Οι αρχαίοι τόχαν ξεπεράσει αυτό, είχανε βάλει και στους "θεούς" τα όριά τους. Δεν ζητάγανε θαύματα από την Αθηνά, κουνούσαν και τα χεράκια τους, μιά βοήθεια ζητάγανε όπως τα παιδάκια σαν κτίζουν στην άμμο σπιτάκια. Η θρησκεία τους, βοηθούσε στο να διατηρουν μιά αγνότητα στην ψυχή, να βλέπουν το περιορισμένο των δυνατοτήτων τους και να αποφεύγουν την αλαζονεία. "Τι παραπάνω θέλεις πατέρα δύο ολυμπιονικών ; Δεν θ' ανέβεις στον Ολυμπο"
Θεωρούσαν τους εαυτούς τους παιδάκια και σοφά δεχότουσαν πως δεν είναι σωστό να τα έχουν όλα, σαν τα παιδάκια θάτρωγαν όλα τα γλυκά σε μία μέρα, θα βαρυστομάχιαζαν.
Είχε μιά ωριμότητα μέσα στην αθωότητα αυτή η θρησκεία.

Και τους αποκαλούσαν αθάνατους όχι γιατί δεν θα πεθάνουν αλλά γιατί υπερκάλυπταν τα ανθρώπινα όρια ζωής.

Αργότερα φάνηκε η νέα εκδοχή της θρησκείας του Αβραάμ. Μετά τον περιούσιο λαό (κληρονομικό δίκαιο) επεκτάθηκε και τους υπόλοιπους λαούς μέσω της "πίστεως", διαβατήριο γιά κάθε επιτυχία και σκοπό. Η παιδική αθωότητα εξαφανίστηκε, υπήρχε στόχος τώρα η μετά θάνατον ζωή (σκεφτείτε καλά την έκφραση, είναι η αποκορύφωση του παραλογισμού) και όχι η ανάμνησή της όπως στους αρχαίους. Η ανθρωπότητα "ωρίμασε", χάθηκε η αθωότητα, τώρα πιά υπάρχει σκοπός, ποιό παιδάκι βάζει σκοπούς ;
Τώρα έχουμε μιά " αθωότητα" μέσα στην "ωριμότητα"
.
Φιλοσοφικά η διαφορά των θρησκειών αντιστοιχεί στην διαφορά μεταξύ Φύσης {εκ του φύω} και Γένεσης {εκ του γί(γ)νομαι}. Εντελώς συμπτωματικά στα ελληνικά η λατινογενής λέξη Nature {εκ του nato = γίνομαι} αποδίδεται σαν "Φύσις" και επίσης εντελώς συμπτωματικά στα αγγλικά π.χ. η λέξη "Physis" έχει εξαφανισθεί, μείνανε μόνο τα παράγωγά της physic, physical, physics κ.λ.π. με σημασίες κάπως πιό μακριά από την αρχική έννοια.
Δεν είναι τυχαίο που σ' αυτά τα χώματα η νέα θρησκεία πάλαιψε χίλια χρόνια να επιβληθεί, ούτε ότι έβαλε τόσο νερό στο κρασί της ώστε να γίνει "αγνώριστη" από τους "συγγενείς" της.
Και φυσικά η νέα θρησκεία δίνει ταυτόχρονα όλα τα εφόδια στους "πιστούς"( η "πίστις" τα πάντα καταφέρνει), ίσως γιατί δεν είναι αθάνατη.

Κυριακή 3 Μαρτίου 2013

Τζίτζι


Σαν πέρασε ο καιρός της χούντας όσοι Ιταλοί γουστάρανε στην Ελλάδα ξεχύθηκαν στον Νότο και τα νησιά νοιώθοντας ασφάλεια.. Ο φόβος της χούντας, ασυναίσθητα μάλλον, τους βάσταγε ως τότε στα Επτάνησα και στην Πάργα, μέρη που τάνοιωθαν "δικά τους".
Ο Τζίτζι - Μιλανέζος, μα Σικελός την καταγωγή - πήρε το φορτηγάκι της δουλειάς του, ένα Φόρντ-τράνζιτ έβαλε μέσα αρραβωνιάρα, συσκευασμένη τη φουσκωτή τη βάρκα κι ' όνειρα  κι αντί για Ηγουμενίτσα έπιασε Πάτρα το 76 με το καράβι. Μεσ' στο μυαλό του είχε Πάρο κι ένα φόβο μη την μπερδέψει με τον Πόρο όπως συχνά συμβαίνει στους τουρίστες. Ψυχοπονιάρης όμως πήρε κάποιον Ελληνα  ωτοστόπ, στο δρόμο για την Αθήνα και στις δυο μέρες που έμεινε να δει Ακρόπολη κι αρχαία ψήθηκε για μέρη μη τουριστικά στου κορινθιακού τα χωριουδάκια, τούπανε κι όσοι γνώρισε στην πρωτεύουσα  πως θάβρει περισσότερο ψάρι εκεί, βλέπεις το ψαροντούφεκο δεν το είχε ματώσει ακόμα. Επεσε και η αρραβωνιάρα - μιλανέζα γνήσια αυτή- στη μέση, να δει και τους Δελφούς πηγαίνοντας, που τόχε απωθημένο κι η Πάρος μπήκε σε προγραμματισμό μελλούμενο κι αβέβαιο.
Οι Δελφοί τους φάγανε μια μέρα ακόμη από τις λίγες των διακοπών του, όταν φτάσανε στον προορισμό τους τρεις μερούλες του απέμειναν.
Την πρώτη μέρα με πολύ μεράκι συναρμολόγησε το φουσκωτό, τρομπάρισε με το πόδι, κοτσάρισε την ολοκαίνουργια μηχανή, το έσπρωξε μεσ' στην θάλασσα και τόδωσε στον Ελληνα φίλο του -πιά- να κάνει την παρθενική βόλτα αισθανόμενος άσχημα να τάχει όλα αυτός και βάρκα και γυναίκα, τέτοια ευαισθησία. Ο τόπος αποδείχθηκε ακατάλληλος για ψαροντούφεκο κι αποφασίσανε την επόμενη μέρα να πάνε σε άλλο μέρος, μακρινό, με το βαρκάκι για το μεγάλο κυνήγι. 
Τους πήρε καμιά ώρα να φτάσουν σε κολπίσκο μικρό και καλά προφυλαγμένο μα τους τα χάλασε ο καιρός σαν φτάσανε, κύμα πολύ και θολούρα από την άμμο να μη μπορείς να κάνεις ψαροντούφεκο.
Με το που μπήκε το απόγευμα ο καιρός φρεσκάρισε άσχημα και η επιστροφή φαινόταν δύσκολη έως αδύνατη. Σαν είδε ο Τζίτζι μια θαλαμηγό με ιταλική σημαία που ήταν αραγμένη στον κολπίσκο να σηκώνει άγκυρα τους ζήτησε να τον ρυμουλκίσουν. Οι αριστοκράτες της θαλαμηγού αρνήθηκαν στην αρχή αλλά ενέδωσαν όταν ο Τζίτζι τους θύμισε κάποιες διατάξεις για εγκατάλειψη ναυαγών και απεσύρθησαν στα ενδότερα για να μη μιανθούν από την παρουσία των τριών παρείσακτων στο πλοίο. Η βαρκούλα, καλά δεμένη πίσω με σκοινιά, ακολουθούσε "τρυφερά" ΄πως αποδίδουν την ρυμούλκιση οι ναυτικοί στα εγγλέζικα, το πλήρωμα τους κοίταζε κι αυτό αφ' υψηλού.
Την τρίτη μέρα ξαναπήγαν στο ίδιο μέρος δια ξηράς αυτή την φορά. Σαν πλησιάσανε την παραλία το σκηνικό επαναλαμβανότανε : καφέ στο χρώμα η θάλασσα από την λάσπη και το κύμα να θεριεύει με την ώρα. Απελπισμένη η αρραβωνιάρα κι αμήχανα στενοχωρημένος ο έλληνας φίλος είδαν τον Τζίτζι ν' απλώνει τα χέρια στον ουρανό κι ετοιμαστήκανε ν' ακούσουνε κατάρες στον Ποσειδόνα και στον Αίολο...
-Σου λα μοντάνια, έσκισε τον αέρα η κραυγή του Τζίτζι και μανουβράροντας το φορτηγάκι άρχισε ν' ανεβαίνει το άγριο βουνό ψάχνοντας κάποιο χωριουδάκι.
Το πρώτο που συνάντησε απείχε λιγουλάκι από τον κανονικό ορισμό του χωριού, είχε όμως ένα κενό τραπεζάκι τη μέση του μοναδικού μπακάλικου  και δυο ακόμα παρέες που κουτσόπιναν. Το κρασί, ρετσίνα, σερβιριζόταν σε ποτηράκια της ρακής και οι μεζέδες στην λαδόκολλα δεν είχαν ποικιλία : ντομάτα, από τον κήπο πίσω απ' την "ταβέρνα", τυρί απ' την λεκάνη, ελιές ζαρωμένες απ' ένα βάζο και κοντοσούφλι στο τηγάνι ! Τα κεράσματα πηγαινοέρχονταν στα τρία τραπέζια κι ο Τζίτζι, άμαθος στη γεύση της ρετσίνας, έπινε του σκασμού. Ο ελληνας φίλος του θαύμαζε την σοφή αμάθεια των χωρικών, με δυσκολία δέχθηκαν πως δεν κυβερνάει ακόμα ο Μεταξάς, χαμένοι κάποτε στην "Ελεύθερη Ελλάδα" του εμφύλιου μείνανε στην αφάνεια κι όταν τους ξαναπλησίασε η χούντα ανοίγοντας τον δρόμο την ταύτισαν μ' αυτόν που νόμιζαν πως στην εποχή του τον είχε κλείσει σαράντα χρόνια πριν.
Η αρραβωνιάρα ήταν η μόνη που διατήρησε την νηφαλιότητά της σ' αυτό το άγριο μεθύσι κι έφερε το φορτηγάκι πίσω στη βάση του μ' επιτυχία. Σε μια στροφή κατεβαίνοντας, στην στάση για κατούρημα ο Τζίτζι θέλοντας να δείξει στην αρραβωνιάρα του πως δεν είναι μεθυσμένος, πήρε το ψαροντούφεκο κι από απόσταση πέντε μέτρων σημάδεψε ένα σύκο. Το πέτυχε, αλλά τιμόνι δεν έπιασε ...