Τι είναι και τι δεν είναι η διηγηματοποίηση

Καλώς ήλθατε

Η Διηγηματοποίηση είναι ένας χώρος που προσπαθεί να σέβεται τον εαυτόν της και την ελληνική γλώσσα.

Δεν είναι ο χώρος όπου θα ακούσετε υποχρεωτικά τις μουσικές προτιμήσεις του δημιουργού του ούτε θα βρείτε διαφημίσεις.
Δεν είναι ο χώρος που θα σας προωθήσει σε άλλα μπλογκς πλην των άλλων του δημιουργού του.
www.gpointspoetry.blogspot.com για τα ποιήματα
www.gerimitiis.blogspot.com για τα καθημερινά

άτμα σαρβασαρίριναμ


Καθισμένος μπροστά στο ανοικτό παράθυρο ακούω το σιγανοψιχάλισμα της βροχής και πίνω τον πρωϊνό καφέ μου. Καιρός μουντός, σύγνεφα βαριά που ο ήλιος δεν μπορεί να τα τρυπήσει. Ο καιρός στον νοτιά- θυελλώδεις έδωσε η μετεωρολογική- μα ο Κρισσαίος κόλπος ήρεμος, τον πιάνει ξώφαλτσα ο καιρός και φτιάχνει αυτό το βουβό, το ύπουλο κύμα που οι ναυτικοί το λένε σουέλι. Μες την αχλύ, μίλι μακριά μου προς τον Βορρά, μια στεριανή γλώσσα χωρίζει τον μυχό του κόλπου στα δύο. Ανταριασμένα φτάνουνε τα βουβά κύματα και σκάνε μ' ορμή στα πέντε, στα έξη μέτρα αψηλά μην και την κεφαλώσουν τούτη τη στεριά που μπήκε ανάμεσά τους. Πιο πίσω, σκάρτα αλλο ένα μίλι, δεν φαίνεται τίποτε από την παραλία της Κίρρας, ούτε ο Παρνασσός πιο πίσω, όλα βαμμένα στο ανοικτό γκρίζο πέπλο του χαμηλωμένου σύγνεφου.

Στο σπίτι μέσα, τα πάντα έχουν ένα διαφορετικό χρώμα από την έλλειψη του πρωϊνιάτικου ήλιου, ίσως και μια διαφορετική υφή, δείχνουν πιο πραγματικά, πιο ζωντανά, πιο κοντά σ' αυτό που ο τίτλος περιγράφει : άτμα σαρβασαρίριναμ, δηλαδή η ψυχή όλων των όντων που έχουνε σώμα. Μπορεί νάναι η απόχρωση της σκόνης σ' αυτό το λίγο φως που αφήνει να περάσει η βαριά συννεφιά, μπορεί νάναι η σωστή χρονική απόσταση της επιστροφής στο νερό της θάλασσας, μπορεί η γειτονοπούλα που βγήκε να τσεκάρει τον καιρό τυλιγμένη στο σεντόνι της και με τα μισά της κάλλη ακάλυπτα, μπορεί και η βαθειά αλήθεια της ινδικής μυθολογίας. Μπορεί. Ερχονται στιγμές που όλα τα πράγματα μοιάζουν νάχουν ψυχή και στιγμές που όλοι οι άνθρωποι γύρω μας μοιάζουνε να μην έχουν.
Σ' αυτό το φόντο ένα αμάξι κόκκινο μοιάζει έντομο και το δενδράκι δίπλα με πουλί, η αιώνια τοπική δεσποινίς μόνο προέκταση των ψηλοτάκουνών της λογίζεται κι οι λακκούβες του νερού παίζουνε πιάνο με τις στάλες της βροχής. Οι ήχοι, σιγαλοί και ανεπαίσθητοι, δεν έχουν σώμα, δεν μετρούν και δεν μετέχουν.
Μια ιδέα περισσότερο φως καθώς ο ήλιος ανεβαίνει και η γωνία πρόπτωσης αλλάζει. Η βροχή σταμάτησε. Τα σύγνεφα άλλαξαν χρώμα προς το άσπρο και την πορεία τους στον ουρανό, τώρα ξεσέρνουν προς την Δύση, έστριψε ο καιρός. Τα κύματα με πιότερη μάνητα, πιο ευθυγραμμισμένα, βαράν στα κατακόρυφα τα βράχια της στεριάς. Βλέπω το γκρίζο αυτοκίνητο και τούτο έτοιμο μου δείχνει να πετάξει. Μια δεσποινίς στα δώδεκα, στα δεκατρία με τ' ασημένια της παπούτσια και το κολάν το μαύρο να χαράζει προκλητικά τα τορνευτά της πόδια, γεμίζει τ΄άδειο μου παράθυρο. Τα μαλλιά της ίσα, καστανόξανθα και λατρευτά πριν τα σαμπουάν και οι βαφές τα κάνουνε μαντάρα. Στ΄αφτί μου ο βόμβος από μια χαμπερίστρα με ξενίζει. Το έντομο με γυροφέρνει δυο φορές και κουρνιάζει στην εσοχή ενός κάδρου να βγάλει την μέρα του. Αναπόφευκτος ο συνειρμός με την ψυχή, πανάρχαια ονομασία για τις πεταλούδες.



Λατρεύω την σκέψη στην ανάπτυξή της, την αποτύπωσή της στο χαρτί. Ιδια κι' απαράλλακτα με την φωτογραφία της πρώτης μου γυναίκας ή κάποιους πίνακες του Mark Chagall...

Καλή σας ανάγνωση

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

Ο.τι φοβάμαι περισσότερο

                                                          

Κάθε φορά που έρχομαι να σε βρω, στο ίδιο πάντα μέρος, την ίδια πάντα ώρα, την ίδια πάντα μέρα του Αυγούστου, το ίδιο κρύο συναίσθημα μου σφίγγει την καρδιά: ο φόβος να μη σε ξαναδώ, ο φόβος να μην σε ξαναβρώ στο κελλί σου, γονατιστή, σαν μόλις νάχεις τελειώσει την προσευχή σου, σαν μόλις νάχεις τακτοποιήσει τα πάντα στον περιβάλλοντα χώρο σου.
Αλλά όχι και στην ψυχή σου.
Αυτό ραγίζει την δική μου την καρδιά.
Η φιλία μας, αν μπορεί κάποιος να πει φιλία μια τέτοια σχέση, είναι δυνατή, γλυκειά και πάνω από μικρότητες. Σμιλεύτηκε τόσα χρόνια στις καρδιές μας, από τότε που κλείστηκες στο μοναστήρι κι’ ας βλεπόμαστε μόνο μια φορά κάθε Αύγουστο κι’ ας μιλάμε ελάχιστα ή και καθόλου. Κάθομαι δίπλα σου, γονατιστός κι’ εγώ, παράλληλες οι ματιές μας, ίσως κι’ οι προσευχές μας. Τότε γεμίζω από σένα, ξεφορτώνω τα βάρη της καρδιάς μου και διώχνω κάθε λύπη. Δεν είμαι θρήσκος άνθρωπος αλλά στην παρουσία σου ψυχανεμίζομαι.
Από τότε που εγκατέλειψες τα εγκόσμια για ν’ αποφύγεις μια σκηνή ζηλοτυπίας, μια άδικη ζήλεια ενός αρρωστημένου εραστή για ένα παιδάκι, η ζωή σου έσπασε αλλά και του παιδιού το ίδιο, αυτό δεν τόμαθες ποτέ. Κλεισμένη στο κελλί σου ξέχασες εύκολα τα χάδια και τα μάτια του εραστή σου αλλά ποτέ τα δύο απορημένα παιδικά που σε κοιτάζανε όταν τους άνοιγες τον δρόμο για την ηδονή. Κι’ ήτανε λειτουργία, όρθρος κι’ ευχέλαιο μαζί , ήτανε μάθημα ζωής κι’ όχι απιστία. Ούτε πλεονεξία ερωτική ήτανε, ούτε ακατανόητος πόθος. Μονάχα μια παρόρμηση εσωτερική, αυτά που έμαθες να τα διδάξεις πάνω σε άγραφο χαρτί, ελπίζοντας η αγνότητα να τ’ αθωώσει όλα. Μα σαν σε κοίταξε ο πιτσιρικάς που έκανες άντρα, διαπίστωσες την ματαιότητα. Μπορεί να μην τολμούσε να σου μιλήσει ποτέ-τα δέκα χρόνια διαφορά τότε φάνταζαν αιώνες- μα τόξερες πως θα σε ποθούσε ξανά, στην κάθε φλογισμένη του ανάσα. Σαν πιο μεγάλη αναγνώρισες αμέσως το αμοιβαίο πολυπόθητο συμπλήρωμα. Ο πιτσιρίκος το μπέρδευε ακόμα με την πρωτάρικη χαρά.
Δεν το μετάνοιωσες ποτέ. Πήρες όμως τα μέτρα σου να μην το επαναλάβεις. Δεν φοβήθηκες μη στο ζητήσει ο πιτσιρικάς, τον εαυτό σου φοβήθηκες που δεν θάχες λόγο πειστικό να του αρνηθείς. Τον εαυτό μας πάντοτε φοβόμαστε, Κασσιανή. Κανένας πειρασμός δεν είναι πιο ισχυρός απ’ αυτόν, εκτός από τον θάνατο.
 
( Παύση )
 
Δεν είμαι τόσο τυφλός να μην βλέπω τα πεταρίσματα της καρδιάς μου , ούτε τόσο χαζός ώστε να μην αναγνωρίζω τα τρυκ του μυαλού μου. Σε βλέπω σε κάθε σκια το βράδυ στους τοίχους, ακούω την φωνή σου σε κάθε κραυγή, ανθρώπινη και ζώου. Υπερασπίζομαι την εικόνα σου μ’ όλη μου την αξιοπρέπεια, όλα μου τα όνειρα είσαι εσύ, ακόμα κι’ όταν είμαι με άλλη. Οπου κι’ αν γυρίζω νομίζω ότι βλέπω την μορφή σου, όπου κι’ αν βρίσκομαι νοιώθω την έλλειψή σου. Τα δάκρυα μου έχουν στερέψει από καιρό. Θάμουνα χαμένος αν δεν είχα την ευκαιρία κάθε Αύγουστο να ζήσω λίγο δίπλα σου. Τρώω όταν πεινάω, πίνω όταν διψάω , περιμένω και σκέπτομαι μέχρι νάρθει η μέρα αυτή. Τότε που είμαι καθισμένος δίπλα σου, τότε όμως είναι που νοιώθω πιο μακριά σου…
 
( Τέλος της παύσης )
 
Και φέτος ήσουνα εκεί, γονατισμένη μόλις είχες τελειώσει την προσευχή σου και τακτοποιήσει τις σκέψεις σου. Δέχθηκες την παρουσία μου δίπλα σου σαν κάτι φυσιολογικό και απαραίτητο. Μπορεί να ζεις στο κελλί σου μα παρακολουθείς τις ημερομηνίες και το περίμενες. Δεν μπορώ να μυρίσω την επιδερμίδα σου για να μάθω αν σε συγκινεί η παρουσία μου ή σε γαληνεύει, όπως με γαληνεύει η δική σου. Προσπάθησα να προσευχηθώ μα δεν μου βγήκε.
Φοβάμαι μην προδοθεί η ταραχή μου.
Φοβάμαι το τέλος της λειτουργίας του Εσπερινού.
Μα πιο πολύ φοβάμαι μήπως δεν σε ξαναδώ, Κασσιανή.

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

4 επταετίες, 28 χρόνια

 (αναδημοσίευση )


Οχι, οχι !
Επηρεασμένος από την επέτειο του εικοστου όγδοου έτους του γάμου τους σκεπτότανε να αντιμετωπίσει μονόκραυγα την απαίτηση της να κατακτήσει κάθε σημείο του κορμιού του και συμβολικά της ψυχής του αφού την σωματική παράδοση θα ακολουθούσε η πνευματική, το πνεύμα πίσω απ’την σάρκα σέρνεται όσο η σάρκα το αξίζει, μετά αναδεικνύεται ο «πλούσιος εσωτερικός κόσμος» με τις ηθικές και τις αναστολές του.
Ελαφρώς περίεργο αλλά το αρσενικο σώμα ήταν το μήλο της έριδας σ’ αυτήν την ελληνοιταλική σχέση. Ισως ήταν η κρυφή αρμονία που είχε σμιλευθεί σ’ αυτό με τα χρόνια ...αλλά... αυτή δεν θα έπρεπε να ήταν κοινό κτήμα και των δύο ; Χωρίς την συμβολή του θηλυκού δεν θα είχε φθάσει σ’ αυτό το επίπεδο αισθητικής τελειότητας, δεν ήταν αποτέλεσμα υγιεινής διατροφής και γυμναστικής, αλλά η επίδραση της ιταλικής σχολής όπερας στην αισθησιακή ανάπτυξη της κοιλίτσας, στο προγούλι που θα μπορούσε να δώσει τις κατάλληλες αρμονικές γιά ηχητική τελειότητα και στην ακτινοβολία της πληρότητας του ολοκληρωμένου δρώμενου. Nαι, το αρσενικό ελληνικό του σώμα είχε γίνει η ενσάρκωση ενός μουσικού αριστουργήματος, ενός θησαυρού του οποίου την πατρότητα διεκδικούσαν τόσο ο κάτοχός του, όσο και η γυναίκα που το απολάμβανε.
Εικοσιοκτώ χρόνια μέχρι αυτόν τον Οκτώβρη όπου ο κόμπος έφτασε στο κτένι, η Ιταλίδα αισθάνθηκε εγκλωβισμένη στη σχέση της με το κατά κάποιο τρόπο δημιούργημά της, ήθελε να δοκιμάσει την τέχνη της και σε άλλα ανδρικά κορμιά, όπως τα καλογυμνασμένα από την Βουλγαρία, μερικοί λέγανε ότι απώτατος στόχος ήταν ένας Ρουμάνος ιδιοκτήτης πετραιολοπηγών. Οι έως τότε εξωσυζυγικές εμπειρίες της ήταν κάποιος Αιθίοπας και ένας Αλβανός μετανάστης, δεν θα μπορούσανε όμως να μετρήσουν σαν απιστίες, είχαν τελείως διαφορετικές πολιτικές πεποιθήσεις ενώ η καθεστωτική ταυτότητα με τον Ελληνα ήταν το στήριγμα του μέχρι τότε έγγαμου βίου τους.
Στα εικοσιοκτώ χρόνια που μέτραγε μαζί της, οι μικρές προσπάθειες του αρσενικού να ανεξαρτοποιηθεί χαρακτηρίσθηκαν «οπερεττικές» και είχε πλέον αποδεχθει την μοίρα του, δεν πέρναγε άσχημα εξ άλλου μέχρι να λάβει το τελεσίγραφο της περί πλήρους παράδοσης. Και τώρα, ίσως να ήταν η ιδέα περισσότερο που τον ενοχλούσε παρά η ουσία, ποιό σημείο του κορμιού του άραγε να είχε μείνει ανεξερεύνητο ; Μήπως αυτό που συνωμοτικά αποκαλούσαν και οι δύο «ο βαπτιστικός» ; αποφεύγανε όμως να το χρησιμοποιούν συχνά αντίθετα με δικά της σημεία όπως «ο τροβατόρε» ή «η τραβιάτα» που είχαν πάντοτε τον πρώτο λόγο στις ερωτικές πρωτοβουλίες της.
Μπροστά στο φάσμα του χωρισμού, στην κατάρρευση μιάς μακροχρόνιας σχέσης, σαν φιλμ μιά ολόκληρη ζωή άρχισε να εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια του παγιδευμένου αρσενικού. Στο εσωτερικό βούρκωμα που του προκαλούσε η απαίτηση της στέρησης μιάς κάποιας αμφιβόλου αξίας ελευθερίας άρχισε να ξαναβλέπει την αρχή της σχέσης τους, τις πρώτες νύχτες τους και τις πρώτες νότες, τα πρώτα κρυφοαγγίγματα της, αυτά που τον έκαναν πιό όμορφο, τόσο όμορφο ώστε να αξίζει την αγάπη της, ναι το παραδεχότανε ήτανε και δημιούργημα της ιταλίδας του. Ακριβώς όπως ιταλική ήταν η μελωδία που έντυσε μ’ ελληνικά λόγια ο Γιώργος Οικονομίδης και βγήκε το «κορόϊδο Μουσσολίνι», το πιό πετυχημένο τραγούδι ενός άλλου ελληνοϊταλικού πόλεμου, σε κάποιο πολύ πεζό και πρακτικό επίπεδο.
Μετά «έπαιξαν» στα μάτια του η ωριμότητα και η αρμονία της γνώσης του «αντίπαλου δέους και πόθου» που έκαναν τον καιρό να κυλάει τόσο γλυκά και να λαξεύει ομορφιές στα σώματά τους, κυρίως στο δικό του μέχρι να προκαλέσει τις έντονες διεκδικησεις κυριότητας εκ μέρους της.
Απέναντί του, σαν εχθρός η ωραιότατη Ιταλίδα, απαιτητική σαν ιδιοκτήτρια και αποφασισμένη όσο ένας χαρτοπαίκτης που τζογάρει την τελευταία του μάρκα. Αισθάνθηκε ένα πόνο γι’ αυτό που χάθηκε. Ητανε βέβαιος, είτε δεχότανε τους όρους της, είτε όχι ποτέ τίποτε δεν θα ήταν ξανά όπως πρώτα, το γιαλί είχε ραγίσει οριστικά.
Το «οχι» του φάνηκε σαν κραυγή λαού, ίσως και όχλου.
Την κοίταξε κατάματα :
- Alors, c’ est la guerre (*), είπε, είναι ιστορικά εξακριβωμένο...


(*) στα γαλλικά : τότε, έχουμε πόλεμο

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2014

Η Τερψιθέα και η άνοδος του βιοτικού επιπέδου των μεταναστών


 
( αναδημοσίευση  με το τέλος του παρατεταμένου εφέτος θέρους )
Ενα άρθρο αφιερωμένο σ' έναν αξέχαστο λάτρη του ωραίου φύλου.


Τερψιθέα, μάλλον δεν την έλεγαν έτσι, το όνομά της παραμένει μυστήριο - και η εθνικότητά της επίσης- αλλά της ήταν τόσο ταιριαστό. Ηταν μια συμφωνία μεταξύ τους, την έλεγαν έτσι και μπορούσαν να συνενοηθούν, πως να την έλεγαν ; Η κυρία του πρώτου ορόφου ; Το πραγματικό της όνομα, τους ήταν ουσιαστικά αδάφορο αλλά η παρουσία της είχε μπει για τα καλά σ' ένα κομμάτι της ζωής τους, νυκτερινό, εντελώς καλοκαιρινό και...ενδιαφέρον.
Ολα ξεκίνησαν πριν μερικά χρόνια και αφορμή ήταν η κυρία του δεύτερου και τελευταίου ορόφου, αυτού με το ταρατσάκι, ψηλότερα από όλα τα κτίρια του χωριού εκτός από το πέτρινο απέναντι που είχε ένα μπαλκόνι στο ίδιο ύψος. Αυτό όμως δεν ήταν πρόβλημα για τους περίοικους αφού η κυρία, καιρού επιτρέποντος, συνήθιζε να πλησιάζει τα κάγκελλα της ταράτσας της φορώντας μόνο ένα εσώρρουχο που θα μπορούσε άνετα να χαρακτηρισθεί σαν τάνγκα για ... σεμνότυφες. Ηταν από αυτά που αφήνουν ακάλυπτα τα τρία τέταρτα των ημισφαιρίων, απολύτως συμβατό με το σώμα της μικρόσωμης Ρωσίδας και αιτία που πολλοί γείτονες, καλοκαιρινοί παραθεριστές στην συντριπτική πλειοψηφία τους, απολάμβαναν την θέα στα μπαλκόνια τους ενώ τα έτερα ημίσεα τους έβλεπαν τηλεόραση. Η Ρωσίδα καμιά  σημασία δεν έδινε στα ανδρικά βλέμματα, έκανε τις δουλίτσες της ή ρέμβαζε στην ταράτσα γυμνή αδιαφορώντας για το φιλοθεάμον κοινό. Η θέα, βέβαια, μισή ήταν γιατί όσον αφορά το στήθος της Ρωσίδας ίσχυε ότι στο γνωστό ανέκδοτο που κάποιος θέλει να αγοράσει σουτιέν για την γυναίκα του και ο υπάλληλος προσπαθώντας να μαντέψει το νούμερο χρησιμοποιεί αρχικά την "σκάλα" των φρούτων, δηλαδή πεπόνια, κυδώνια, μήλα, λεμόνια και ο πελάτης απαντάει συνεχώς "πιό μικρά, πιό μικρά". Ο πωλητής περνάει στην "σκάλα" των αυγών :
- "Αυγά χήνας;"
- '"Πιο μικρά"
- "Κότας; "
- " Α, μπράβο, ναι, τηγανητά, μάτια !"

Ολο το χωριό ήξερε για την Ρωσίδα κι ο Φιλόθεος τίποτε δεν αρτυνότανε, δεν ήταν της γειτονιάς μέχρι που επισκέφθηκε τον φίλο του Ηδύοπα σε συνθήκες καύσωνα αναζητώντας λίγη δροσιά στα ψηλά. Ο Ηδύωψ κατείχε το μπαλκόνι του δεύτερου ορόφου απέναντι από την ταράτσα της Ρωσίδας, σαν να λέμε πρώτο τραπέζι πίστα, η απόσταση ήταν λιγότερη από τρία μέτρα και εκεί κάθησαν με τον Φιλόθεο πίνοντας παγωμένο τσάϊ. Ηταν δέκα η ώρα το βράδυ και η Ρωσίδα άπλωνε την μπουγάδα στο ταρατσάκι της με αναμμένα φώτα και όλο τεντωνότανε να φτάσει τα σκοινιά. Ηταν ένα ενδιαφέρον θέαμα για τον "πρωτάρη" Φιλόθεο,  απόλυτα τετριμμένο όμως για τον ιδιοκτήτη του μπαλκονιού  που έστρεψε το ενδιαφέρον του  στην θέα του έναστρου ουρανού.
- "Τι γίνεται εδώ, σε πόσα ταμπλό το παίζεις, ρε δικέ μου ;" ψιθύρισε ξαφνικά ο Φιλόθεος, σκουντώντας τον ελαφρά.
Το βλέμμα του Ηδύοπα ακολουθώντας το βλέμμα του Φιλόθεου κατέβηκε και αυτό ένα όροφο. Από την ανοικτή μπαλκονόπορτα φαινόταν μια άλλη ανοικτή πόρτα μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο και πιο πίσω, στην ευθεία, τέζα ανοικτή η πόρτα του φωτισμένου μπάνιου. Κάνοντας κάποιες κινήσεις ένα ταμπλό βιβάν εμφανιζότανε και εξαφανιζότανε στιγμιαία αφήνοντας τις υποσχέσεις ενός καλοσχηματισμένου γυναικείου σώματος. Η αναμονή ανταμείφθηκε όταν η γυναίκα βγήκε από το μπάνιο προσφέροντας ένα υπέροχο θέαμα στους δυό φίλους. Λυγερόκορμη, καλά κρεατωμένη στο στήθος, μέση δαχτυλίδι και πόδια τορνευτά. Οταν μάλιστα κάποια στιγμή έσκυψε να πιάσει κάτι, οι δυό μάρτυρες αναστέναξαν από πόθο στην θέα των τουρλομένων οπισθίων της. Η κορύφωση υπήρξε όταν άναψε το φως του δωματίου οπότε και οι τελευταίες κρυφές λεπτομέρειες του κορμιού και του προσώπου της χαρτογραφήθηκαν. Οι τρίχες στο βουναλάκι της Αφροδίτης έδειχναν καθαρόαιμη ξανθειά, τα μαλλιά της έφερναν λίγο προς το κόκκινο. Το δέρμα της, λείο και λευκό φεγγοβολούσε σαν μαρμάρινο άγαλμα στο μισοσκόταδο, όταν τα φώτα ξανάσβησαν. Μετά, τα σκούρα της μπαλκονόπορτας έκλεισαν αφήνοντας μια χαραμάδα για φευγαλέες εντυπώσεις, πιο ενδιαφέρουσες όμως απο τις φόρα παρτίδα εκδηλώσεις της Ρωσίδας.

Το Τερψιθέα κατοχυρώθηκε αμέσως, οι δυο φίλοι ήταν καλοί στην ετυμολογία των λέξεων αλλά άλλες πληροφορίες δεν μπόρεσαν να μάθουν. Εμφανιζότανε στο μπαλκόνι πολύ σπάνια, μόνο για να απλώσει κανένα ρούχο- ποτέ πολλά μαζί- και οι πόρτες είχαν κουρτίνες ή ήταν κλειστές. Μόνο σε συνθήκες καύσωνα άνοιγαν διάπλατα να εκμεταλλευθούν κάθε ζωογόνο πνοή του αέρα. Ηταν προφανές ότι ήταν ξένη, πιθανότατα Αλβανίδα ή Βουλγάρα, και δεν έβγαινε ποτέ για ψώνια ή βόλτα, περπάταγε μόνο τα δέκα μέτρα από την πόρτα της μέχρι το αυτοκίνητο του άντρα της. Το μυστήριο μεγάλωνε το ενδιαφέρον των δύο φίλων για την περίπτωσή της, κάθε καλοκαίρι πέρναγαν ατελείωτες ώρες στο μπαλκόνι του Ηδύωπα περιμένοντας την διαδικασία του μπάνιου με τον καύσωνα. Την πετύχαιναν δυο-τρεις φορές κάθε καλοκαίρι.

Δυό καλοκαίρια ο Φιλόθεος δεν ήλθε και μετά ήρθε η είδηση του θανάτου του. Μάταια ο Ηδύοπας προσπαθούσε να πετύχει αυτήν τη χρονιά την "παράσταση". Εν τω μεταξύ και η Ρωσίδα είχε μετακομίσει, οπότε χωρίς αυτήν και την παρέα του Φιλόθεου βαριότανε να  την στήνει για πολλή ώρα μέχρι που πείσμωσε :  Σήμερα με τον καύσωνα θα καθόταν μέχρι να ξαναδεί το υπέροχο αυτό θέαμα. Οι ώρες περνούσαν και η μπαλκονόπορτα δεν έλεγε να ανοίξει κι' όμως από μέσα φαινόταν φως και έρχονταν ήχοι, σίγουρα ήταν μέσα.
- "Θα ξενυχτήσω εδώ, απόψε" σκέφθηκε ο Φιλόθεος και μόλις τότε πρόσεξε μια αλλαγή στο τοπίο :
Πάνω από την κλειστή μπαλκονόπορτα, καλά τοποθετημένος ο τετραγωνισμένος όγκος του αιρκοντίσιονινγκ τον κοίταζε κοροϊδευτικά...


Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014

Τρανός ανήφορος




Πέτρες και χώματα, δεμένα με θυμάρι κι άγρια σκίνα να συγκρατιούνται απ' την βαρύτητα και πιο κάτω, πολύ πιο κάτω, το βαθύ γαλάζιο της θάλασσας γιατί κι ο βυθός συνέχιζε το ίδιο κατακόρυφος σαν το ψωμί όταν το κόβει το μαχαίρι.
Ετσι ήταν ο τόπος κι η λαϊκή σοφία τούδωσε τ' όνομα Τρανός Ανήφορος γιατί από κάτω δεν υπήρχε κάποιο πέρασμα όπως στη Χαμοπάσα ή ακτή όπου μπορούσε να πιάσει πλεούμενο όπως στην Κακιά Σκάλα, της παραλίας οι βράχοι ήταν πεντάμετροι, εξάμετροι και κατακόρυφοι, σ' ελάχιστα σημεία κατέβαιναν στα ένα δυο μέτρα και σ' αυτά πηγαίναν οι παλιοί ψαράδες των πετρόψαρων να ρίξουν τα αγκίστρια τους σ' ατρύγητα νερά. Τα πετρόψαρα δύσκολα αλλάζουν τόπο κι άμα ψαρέψεις σ' ενα μέρος πρέπει να περάσει μήνας και βάλε για να ξανάρθει ψάρι από αλλού.
Σε χρόνια δύσκολα που οι βάρκες δεν είχαν μηχανές, ο τρανός ανήφορος ήταν πολύ μακριά για να πάς με κουπί και πολύ επικίνδυνο να πας με πανί, μια που έπρεπε να ξεμακρύνεις κάβο κι ο καιρός απρόβλεπτος για την επιστροφή. Ετσι έμενε αψάρευτος από δίχτυα και παραγάδια κι ήταν τόπος ιδανικός για τους ερασιτέχνες της παραλίας. Δια ξηράς ήταν πιο εύκολα προσπελάσιμος, γύρω στη μια ώρα περπάτημα απ' το χωριό για να φτάσεις στο μέρος κι ίσως άλλη τόση το προσεκτικό κατέβασμα μέχρι τα βράχια της ακρογιαλιάς. Κι η αμοιβή ; πετρόψαρα, χανοπέρδικες και γύλια, ίσως και μερικοί νταβλιάδες. 
Τα πετρόψαρα, περιφρονημένα ψάρια από τους μανάβηδες δεν αντέχουν τον πάγο, είναι της άμεσης κατανάλωσης μα έχουν γλυκειά, πολύ γλυκειά σάρκα για τους γνώστες του είδους που συναγωνιζότουσαν τα αγριοκάτσικα στον Τρανό Ανήφορο μέχρι να βρούν το μετερίζι τους και να γυρίσουν με την λεία τους, δυο-τρία κιλά πολύχρωμα ψαράκια. Πέρα από το τηγάνι, η κακαβιά από πετρόψαρα, όπως την φιάχνανε οι τεχνίτρες μαγείρισσες του χωριού, έβαζε κάτω και την καλύτερη μπουγιαμπέσα.

Απέναντι, στα τριάντα μέτρα περίπου, βράχος θεώρατος και κατακόρυφος σχημάτιζε με τον Τρανό Ανήφορο, το Στενό και το νερό στο ανάμεσο να πιάνει τα πενήντα μέτρα βάθος, ένα σχεδόν φιορδ κάπου στον Κορινθιακό, άντρο παλιά των πειρατών από το Χάλαιον και την Οιάνθη. Τα χρόνια τα παλιά, κουρσεύανε τα πλοία που τράβαγαν για το μαντείο των Δελφών όταν ήταν ακόμα στις δόξες του. Κατάσπαρτος ναυάγια ο βυθός, ήταν για τους κουρσάρους του βυθού παράδεισος τα χρόνια του πενήντα, όταν στολές και σύνεργα κατάδυσης ελάχιστοι είχαν, κυρίως ξένοι και ... πληροφορημένοι. Η ελληνική κοινωνία- και το λιμενικό μαζί- πολλά χρόνια αργότερα έμαθε την ιστορία του τόπου, κυρίως από τις εργασίες του Lucien  Lerat. Ακόμα και σήμερα πολλοί ξέρουν λάθος τις αντιστοιχίες των αρχαίων πόλεων με τα σημερινά χωριά που φύτρωσαν στη θέση τους, δεν έκαναν τον κόπο ούτε τις περιηγήσεις του Παυσανία να κοιτάξουν.
Ηδη από την δεκαετία του 60 ο βυθός θα έπρεπε να είχε "σκουπισθεί" από τις συχνές επισκέψεις των δυτών. μερικοί από αυτούς τα βράδια που γυρίζαν στο χωριό χαρίζανε ή πουλούσαν σε εξεφτελιστικές τιμές τους ροφούς που ψάρευαν σαν μπουζουριέρα, για νάχουν την υποστήριξή τους και να θολώνουν τα νερά. Πέφτανε τέσσερις-πέντε μαζί και δένανε ψάρια και ευρήματα σε σκοινιά που κρέμονταν από τσαμαδούρες για να μην ανεβαίνουν επάνω κάθε τόσο. Οι υπόλοιποι από το σκάφος  τα μάζευαν και ξανάριχναν πίσω το σκοινί άδειο.
Μια τέτοια σκηνή παρακολουθούσαμε πιτσιρικάδες σαν τελειώσαμε το ψάρεμά μας στον Τρανό Ανήφορο, τέλη του πενήντα-αρχές του εξήντα. Ενα πλεούμενο αγκυροβολημένο στα διακόσια περίπου μέτρα έξω από το Στενό, τέσσερις τσαμαδούρες κόκκινες, ενωμένες με σκοινί και ισάριθμοι βουτηχτάδες με τις μαύρες στολές τους έβγαιναν που και που στην επιφάνεια να πάρουνε ανάσες. Είμαστε στα μισά της πλαγιάς ανεβαίνοντας δύσκολα και νοιώθοντας για τα καλά τι πάει να πει...τρανός ανήφορος. Κάποια στιγμή που σταματήσαμε για ανάσες είχαμε την φαεινή ιδέα να φωνάξουμε σ' αυτούς από το πλεούμενο. Πραγματικά κάποιοι βγήκανε από μέσα, μας είδανε, μπήκανε μέσα και όταν ξαναβγήκανε φάνηκε σαν να μας κοίταγαν. Τότε ήταν που ακούσαμε ένα ελαφρό σφύριγμα κάπου κοντά μας και είδαμε κάτι πετρούλες να αναπηδάνε ξαφνιασμένες και να παίρνουν τον κατήφορο. Με το δεύτερο ή τρίτο σφύριγμα συνειδητοποιήσαμε πως μας πυροβολούσαν με σιγαστήρα !! Οσο τρανός και νάταν ο ανήφορος μπροστά στον τρόμο μας άρχισε να φαίνεται σαν λεωφόρος, με την ψυχή στο στόμα φτάσαμε γρήγορα επάνω στην δημοσιά. Στο σκάφος επικρατούσε ησυχία, όλοι είχαν μπει ξανά μέσα.
Γυρίσαμε πίσω και δώσαμε τα ψάρια στη μάνα του φίλου μου που μας έφτιαξε κακαβιά. Την φάγαμε βουτώντας μέσα από μια φραντζόλα ψωμί ο καθένας και δεν ξαναπήγαμε ποτε στον Τρανό Ανήφορο, συνεχίσαμε να ψαρεύουμε πετρόψαρα σε μέρη όπου υπήρχαν πιο λίγα αλλά ήταν περισσότερο ήσυχα.

Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014

Ιστορίες με αλάτι (10) Η κυρά-Μαρία






Η κυρά-Μαρία ήταν μια ψηλή - 1,65 μ.- και όμορφη γυναίκα που γεννήθηκε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Σε εποχές που ο μέσος όρος του ύψους δεν ξεπερνούσε το ενάμισυ μέτρο, το δικό της καθόριζε και την μοίρα της καθότι οι προτιμήσεις της έπρεπε να περιοριστούν στους διαθέτοντες ανάλογο ύψος άνδρες και να ευοδωθούν γιατί η τσαχπινιά της και οι σχετικά ανοιχτόμυαλοι γονείς της έδιναν μια ευκαιρία να διαλέξει σύζυγο, αλλά όχι δεύτερη. Μετά ακολουθούσε το προξενιό κι η γονική βούληση. Η Μαρία έκανε βόλτες στα βραχάκια της παραλίας του χωριού της πηδώντας σαν ζαρκάδι από το ένα στο άλλο και ψάχνοντας για λακκούβες ταϊσμένες με θαλασσινό νερό που άφηναν  το ίχνος τους σαν κρυσταλλικό αλάτι όταν το νερό εξατμιζότανε. Η γεύση του τρέλλαινε την Μαρία που κάπως έτσι φανταζότανε την γεύση του συντρόφου της.

Η εκλογή της Μαρίας ήταν σύντομη κι αποφασιστική. Οντας ελαφρώς ρομαντική και έχοντας όλες τις νεανικές ευαισθησίες διψασμένες, συγκινήθηκε σφόδρα από τις λογοτεχνικές ικανότητες ενός νέου που είχε όμορφο το πρόσωπο και κατάλληλο ύψος. Μοναδικό του ελάττωμα ήταν πως δεν είχε δημιουργηθεί επαγγελματικά ακόμη, τα λογοτεχνικά ενδιαφέροντά του δεν τον άφηναν να επιλέξει μια σίγουρη δουλειά.

Οπως γινότανε την εποχή εκείνη, η προτίμηση της Μαρίας ήταν μια λύση στα επαγγελματικά του σχέδια. Στην κουβέντα με τον προσεχώς πεθερό του απαίτησε -και πήρε- για προίκα έναν επαγγελματικό χώρο και την επίπλωσή του, ένα χώρο που προοριζότανε για το καφενείο της αριστοκρατίας του χωριού, όπως και έγινε.  Αριστοκρατία βέβαια στο χωριό ήταν οι καραβοκύρηδες και οι καπετανέοι, η ναυτουριά περιορίστηκε στα υπόλοιπα καφενεία μαζί με τους άλλους εργαζόμενους.

Το κτίριο ήταν ψηλοτάβανο, εντυπωσιακό. Με καθρέπτες γύρω-γύρω ενώ τα τραπέζια περιμετρικά στους τοίχους άφηναν χώρο στο κέντρο για χορό ή και για άλλες εκδηλώσεις. Η Μαρία φανταζότανε τον άντρα της να απαγγέλλει κι αυτή γεμάτη περηφάνεια να κάθεται στην πρώτη γραμμή των επισήμων. Η πραγματικότητα έμελλε να την διαψεύσει οικτρά. Οι καπετανέοι πολύ λίγο καιρό ήταν στην στεριά κι όταν και εάν έβγαιναν εκεί σαν απόμαχοι, προτιμούσαν ν' ατενίζουν από το σπίτι τους  την θάλασσα αναλογιζόμενοι τα παλιά, παρά την παρουσία τους στο καφενείο- πλην εορτών και εκδηλώσεων βεβαίως. Η υπόλοιπη αριστοκρατία δεν επαρκούσε να καλύψει τα λειτουργικά έξοδα του μαγαζιού. Ετσι το υπηρετικόν προσωπικό απελύθη και η Μαρία ανέλαβε την δουλειά των τριών υπαλλήλων, το σκούπισμα, την προετοιμασία της παραγγελίας και την λάντζα. Ο σύζυγος ανέλαβε τον ρόλο του γκαρσονιού και διορίσθηκε άμισθος ανταποκριτής σε τοπικές εφημερίδες περιμένοντας μια αναγνώριση του ταλέντου του που ποτέ δεν ήρθε. Στο καφενείο ήταν το αφεντικό αλλά και το μοναδικό γκαρσόνι, μη έχοντας ούτε Κυριακή ούτε σχόλη.

Η καθημερινότητα στο καφενείο ήταν αρκετά σκληρή.  Νερό τρεχούμενο δεν υπήρχε κι ερχόταν με το χαρανί είτε από την στέρνα, το πόσιμο, είτε από το πηγάδι, το προοριζόμενο για την καθαριότητα. Το ψυγείο λειτουργούσε με πάγο αφού ρεύμα μόνο κάποιες ώρες του εικοσιτετραώρου υπήρχε. Καμινέτο ετοίμαζε τους καφέδες και τα γλυκά ψήνονταν στον φούρνο του χωριού, το πήγαινέλα ήταν στα καθήκοντα του συζύγου. Μόνο το υποβρύχιο, όπως έλεγαν ένα κουταλάκι βανίλια σερβιρισμένο σ' ένα ποτήρι με κρύο νερό δεν απαιτούσε κόπο στην προετοιμασία.

Η ζωή της Μαρίας περιορίστηκε στο κουζινάκι πίσω από τον μπάγκο του καφενείου και στα δωμάτια ακόμα πιο πίσω ακόμα που ήταν η κατοικία τους. Μόνο το πρωΐ κατά τις δέκα που έκοβε η δουλειά είχε την ευκαιρία να κάνει μια βόλτα στα βραχάκια της θάλασσας, να ξεκουράσει  το βλέμμα της κοιτώντας μακριά, να μυρίσει το ιώδιο και να γευθεί το αγαπημένο της αλάτι από του βράχου τις σχισμάδες. Σαν ήρθαν τα παιδιά και η ελάχιστη αυτή απόδραση από την καθημερινότητα σταμάτησε.
Η οποιαδήποτε πνευματικότητά της τρίφτηκε μαζί με τα φλυτζάνια και τα νεροπότηρα στα βρωμόνερα της λάντζας κι εξαφανίσθηκε. Το βλέμμα της απέκτησε την παγωμένη αδιαφορία του ισοβίτη, αφού δεν ήθελε πια να βγει από το κουζινάκι της ούτε στην  αίθουσα του καφενείου. Από την αίθουσα φαίνονταν μόνο δυο χέρια που έβγαιναν από το κουζινάκι και άφηναν στον μπάγκο την παραγγελιά για να την βάλει στο δίσκο το γκαρσόνι- αφεντικό ή να πάρουν τα χρησιμοποιημένα πιατάκια και ποτήρια. Οποιος γνωστός ή συγγενής ήθελε να την δει, έπρεπε να μπει στο στενόχωρο κουζινάκι και να της μιλήσει ανάμεσα σε γκαζιέρες, ταψιά με γλυκά και την βούτα του νεροχύτη. Ακουγε τον επισκέπτη κουνόντας καταφατικά ή αρνητικά το κεφάλι της, την φωνή της την άκουγαν μόνο τα παιδιά της όπως τα φρόντιζε. Ισως είχε προσαρμοσθεί στις νέες συνήθειες του συζύγου της που είχε απωλέσει παντελώς την ακοή του κι είχε μάθει να διαβάζει τα χείλια του συνομιλητού του. Η συμβολή της Μαρίας σ' αυτό πρέπει να ήταν μεγάλη και μια ακόμα απόδειξη πως στήριξε την επιλογή της κι ας αποδείχθηκε άτυχη.

Οταν τα παιδιά της μεγάλωσαν η Μαρία άφησε τον εαυτόν της να αρρωστήσει βαριά, μέχρι τότε απαγορευότανε. Εφυγε ήσυχα και δεν έλειψε σε κανέναν που δεν ήξερε τι υπήρχε μέσα στο μισοσκότεινο κουζινάκι του καφενείου. 
Το καφενείο έκλεισε κι αυτό.

Κυριακή 24 Αυγούστου 2014

Της Αγίας Αφροδίτης

Διήγημα μικρόν και ...υπερθρησκευτικόν (όπως λέμε υπερρεαλιστικόν, κάπως έτσι)

Χθες ήταν μια μέρα όπως όλες πλην διαφορετική όπως πάντοτε διαπιστώνουμε, γι αυτό κάθε μέρα έχει την ημερομηνία της, κι αν εξαιρέσεις κάτι ψιλομπερδέματα τα παλιά χρόνια με την αλλαγή του ημερολογίου και τους σκληροπυρηνικούς παλαιοημερολογίτες, η κάθε μια μέρα έχει την μοναδικότητά της σαν ημερομηνία.
Αυτά είναι τετριμμένες σοφίες που ενώ είναι βαθύτατα κατανοητές δεν υπολογίζονται στην σύγχρονη σκέψη...

Στο ξεκίνημα της μέρας, όπως κάθε σωστός άνθρωπος  που κάνει διακοπές βρέθηκα στο μέσον του Κρισσαίου κόλπου. Την προσοχή μου από τα λυθρίνια απέσπασαν δυο μύγες που βρέθηκαν μεσοπέλαγα, απορούσα πως. Σαν να μην έφτανε όμως αυτό, οι δυο μύγες ερωτοτροπούσαν συνεχώς χωρίς να ενοχλούνται από την παρουσία μου. Προς στιγμήν σκέφτηκα να τις διώξω αλλά μετά θυμήθηκα τι έπαθε ο Πάντου στην Μαχαμπαράτα όταν σκότωσε δυο ελάφια την στιγμή της ερωτικής τους κορύφωσης και άφησα τα έντομα ήσυχα στην λατρεία της Αφροδίτης- πως αλλιώς να περιγράψω τις κολημένες τους κοιλιές. Γιατί βεβαίως η Αφροδίτη ήταν η θεά του έρωτα και της καρποφορίας, παντρεμένη μάλιστα με τον κουτσό και κακάσχημο Ηφαιστο  γιατί ο έρως χρόνια-συγγνώμην,  φάτσες δεν κοιτά...

Και μια που πιάσαμε τα περί καρποφορίας...



Αυτό, το μακρουλό και πιο χοντρό από την βάση των φύλλων της μπανανιάς πράμα, είναι το μπουμπούκι της μπανανιάς. Το ανακάλυψα γυρίζοντας από το ψάρεμα και συνειρμικά το θεώρησα σαν φυσιολογική κατάληξη του χάπενινιγκ με τις μύγες. Δεν ανθίζει εύκολα η μπανανιά στα μέρη μας, ούτε βέβαια ζευγαρώνουν οι μύγες σε βάρκες στη μέση του πουθενά.
Λογικό μου φαίνεται οι αρχαίοι ημών πρόγονοι να απέδιδαν τέτοια πράγματα σε θεότητες όπως η Αφροδίτη. Για κάθε φαινόμενο οι αρχαίοι είχαν και μια θεότητα και καθάριζαν. Σαν πολυθεϊστές δεν είχαν πρόβλημα με τους θεούς άλλων θρησκειών αντίθετα με τους μονοθεϊστές - ουκ έσονταί σοι θεοί έτεροι πλην εμού. Οι μονοθεϊστές ανέθεταν καθήκοντα αρχιστράτηγου στον θεό τους ο οποίος ώφειλε να κατατροπώσει τους αντίπαλους θεούς, αν έχανε έφταιγε ο λαός που έχασε την πίστη του ποτέ ο αρχιστράτηγος...
Μάλιστα και στις πολεμικές κραυγές τους ανακάτευαν τους θεούς τους, μερικές κατέληξαν σύγχρονα ονόματα. Αντίθετα οι πολυθεϊστές τα πολεμικά καθήκοντα τα είχαν αναθέσει στον μακράν χειρότερο εκπρόσωπό τους τον Αρη, που εκτός από θεός του πολέμου ήταν και αναμφισβήτητα ο θεός της βλακείας. Τέτοιες κασκαρίκες από θνητούς κανένας άλλος θεός δεν έπαθε - ακόμα τον δέρνει ο Διομήδης- αν εξαιρέσεις ίσως το γκάστρωμα της Αφροδίτης από κάποιον βοσκό. Ε, γι αυτό τους ζευγαρώσανε παρανόμως και τους έκανε ρεζίλι ο Ηφαιστος με το αόρατο δίκτυ του.
Επίσης οι πολυθείστές δεν μισούσαν αλλά σέβονταν τους άλλους θεούς. Στην Ιλιάδα διαβάζουμε τα παθήματα του Αχιλλέα όταν περηφανεύθηκε στον Αστεροπαίο πως ο δικός του παπούς και θεός είναι ανώτερος από τον ποταμό Αξιό, παπού του Αστεροπαίου. Τότε φούσκωσε το ποτάμι κι ο Αχιλλέας έκλαιγε σαν κοριτσάκι για να γλυτώσει από την οργή του κατώτερου θεού γιατί μπορεί να ήταν κατώτερος αλλά ήταν θεός κι όχι θνητός και οι δικοί του θεοί τον άφησαν να τυρρανισθεί μέχρι να μάθει να σέβεται και τους ξεπεσμένους θεούς.

Οι μονοθεϊστές επικράτησαν αλλά και οι πολυθεϊστές πήραν την μικρή εκδίκηση τους με τους πολυάριθμους αγίους και αγίες που χρειάσθηκαν να ανακυρηχθούν ώστε να καλύψουν τις ανθρώπινες ανάγκες, υποχρεώθηκαν οι μονοθεϊστές, πλην Εβραίων, να το κάνουν.
Μόνο που ενώ -σύμφωνα με τους ιστορικούς- έχουν αγιοποιηθεί πόρνες, δολοφόνοι, παιδοκτόνοι και λοιποί ανανήψαντες, δεν είχαν την γενναιότητα να ανακυρήξουν αγίους και τους εκθρονισμένους θεούς του Δωδεκάθεου και η καϋμένη η Αφροδίτη έμεινε αγία μόνο στη συνείδηση των ερωτευμένων.





Τετάρτη 13 Αυγούστου 2014

Επιτομή (αναδημοσίευση)

Παρασκευή, 28 Ιανουαρίου 2011

Επιτομή

  


Κάποια χρόνια μετά την άλωση της Τροίας οι βασικοί πρωταγωνιστές αισθάνθηκαν έντονη την ανάγκη της επιστροφής και οι κομπάρσοι το ίδιο. Αρχικά ήταν «τοπική» επιστροφή μα πολύ σύντομα απέκτησε την «χρονική» διάστασή της. Τα κατεστραμμένα σπίτια, τα καμένα ιερά, τα κομμένα δένδρα άρχισαν να ξαναπαίρνουν την αρχική τους μορφή, μέχρι και ο αποξηραμένος Σιμμόεις ξαναβρήκε νερό. Ολο το σκηνικό είχε στηθεί περιμένοντας πρωταγωνιστές και κομπάρσους. Το έργο «έπρεπε» να ξαναπαιχθεί, ίσως λίγο διαφορετικά αυτή τη φορά, με περισσότερους αυτοσχεδιασμούς και την απόφαση της μοίρας να μη βαραίνει τόσο στο τελικό αποτέλεσμα. Η ανάγκη της επανάληψης ήταν περισσότερο από επιτακτική, είχε γεννηθεί από την αποτυχία του σπόρου να φυτρώσει, ζήταγε την δεύτερη ευκαιρία της και δεν λογάριαζε τόπους, χρόνους και ανθρώπους.
Το ζητούμενο ήταν το «άοιδε θεά», η μήνις του Αχιλλέα ήταν περίπου αδιάφορη. Κανονίστηκε όπως ρυθμίζονται οι κυριακάτικες εκδρομές για μπάνιο με το πούλμαν, έτσι βρέθηκαν όλοι εκεί.
Ηταν μια ιδέα γενικά αποδεκτή χωρίς κανένας να θυμάται ποιος την πρωτοείπε. Ηταν σαν να υπήρχε πάντοτε όπως υπάρχουν τα βουνά, τα δάση και οι θάλασσες, μια ιδέα που έγινε από όλους δεκτή, χωρίς καμία εξαίρεση, χωρίς κανένα ιδιαίτερο ενθουσιασμό ή εκδηλώσεις χαράς αλλά σαν κάτι φυσικό και αυταπόδεικτο, κάτι που το περιμένανε και το δέχονταν χωρίς αντιρρήσεις, σαν το τέλος του καλοκαιριού ή του χειμώνα.
Ηταν όλοι τους ηθοποιοί. Πολύ καλοί ηθοποιοί, από αυτούς που ταυτίζονται με τους ρόλους τους και τους ζούνε. Και ήταν συγχρόνως σκηνοθέτες μα και δημιουργοί του σεναρίου μια που οι αυτοσχεδιασμοί τους ήταν αυτοί που έδιναν υλικό στον τυφλό συγγραφέα-ποιητή-παραγωγό. Αυτή τη φορά βέβαια - αυτή ήταν η ιδέα- θα ξαναπηγαίνανε την ίδια εκδρομή, θα χρησιμοποιούσανε τα ίδια σκηνικά, θα είχανε τους ίδιους ρόλους αλλά δεν θα είχανε σεναριογράφο, τον γέρο-Ομηρο τον είχαν αποκλείσει παμψηφεί και κοινή συναινέσει.
Οι αρχικές διαφορές ελάχιστες ήταν. Η καραφλίτσα του Αχιλλέα και το διαφαινόμενο στομαχάκι του Εκτορα ήταν οι πιο κτυπητές. Κάνανε πάλι τρεις φορές τον γύρο στα τείχη της πόλης όχι τρέχοντας και κυνηγώντας ο ένας τον άλλο, αλλά αυτή την φορά περπατώντας δίπλα-δίπλα και σιγοκουβεντιάζοντας σαν παλιόφιλοι. Οι άλλες - οι πιο μικρές διαφορές – στα μάτια και στην έκφρασή τους υπήρχαν.
Πού ήταν η αποφασιστικότητα του Διομήδη, το θάρρος του Ιδομενέα, η θεϊκή περηφάνεια του Σαρπηδόνα ; Ο Μενέλαος είχε αντικαταστήσει το θλιμμένο ύφος του μ’ ένα ανυπόμονο βλέμμα- λες και περίμενε την άνοδο του Χρηματιστηρίου. Η Θέτις φαινόταν πιο ξανανιωμένη και η Εκάβη κάπως ατημέλητη. Ο Αρης πάντα ίδιος και ανίκητος σαν την βλακεία που αντιπροσώπευε, στην δεύτερη τούτη παράσταση θεά του πολέμου ήταν η Αθηνά, κι’ ο πόλεμος σοφία είναι, το νοιώθεις αν ζήσεις δεύτερη φορά. Ο Δίας δεν φαινότανε, είχε κρυφθεί πίσω απ’ τα σύννεφα με την κυρά του και θεά του, την Ηρα. Τούτη την φορά είχε παρατήσει τον ζυγό που έγερνε στην νίκη των Ελλήνων, του ήταν αδιάφορο ποιος θα κέρδιζε. Αυτός, νικώντας τον Υπνο, είχε κερδίσει για δεύτερη φορά την Ηρα στην καριέρα του και απολάμβανε το κάθε δευτερόλεπτο μαζί της.
Η Κασσάνδρα, απαλλαγμένη από τις διαταγές του σκηνοθέτη-συγγραφέα-ποιητή δοκίμαζε τις ικανότητές της στην μουσική. Πολλοί την θαύμαζαν, ο Αίας πρώτος-πρώτος. Η Ελένη –δεν θα το πιστέψετε αλλά – έπλενε τα πιάτα να κερδίσει τον χαμένο καιρό, η Αφροδίτη τα σκούπιζε και τα τοποθετούσε στα ράφια. Είχαν αναλάβει το βραδινό γεύμα στην αποχαιρετιστήρια συγκέντρωση, εκεί στην ακτή, εκεί που είχαν τραβήξει τα πλοία έξω στην στεριά. Ο Νέστορας είχε πάρει κιόλας θέση και περίμενε το βράδυ παίζοντας πεσσούς με τον Τειρεσία Με το σούρουπο όλοι μαζεύτηκαν πίσω απ’ την τάφρο, στην λουρίδα της άμμου μπροστά στα πλοία. Εντύπωση έκανε η παρουσία του Εκτορα αλλά και του πτώματός του ταυτόχρονα που το ζητούσε ο πατέρας του, τα ίδια συνέβαιναν και με τον Πάτροκλο.
Τα μόνα - ίσως – πρόσωπα που έλειπαν ήταν η Κλυταιμνήστρα και η Πηνελόπη, θα χωράγανε και στην καινούργια εκδοχή που ξετυλιγότανε αυθόρμητα. Η μοναξιά του Αγαμέμνονα ήταν δεδομένη και η κοιλίτσα του Οδυσσέα ίσως είχε αιτία την αιώνια πίστη του στην Πηνελόπη.
Το Ιλιον χρύσιζε στις τελευταίες ακτίνες του ήλιου που είχε μισοδύσει κάπου στα νότια και κινιότανε παράλληλα με τον ορίζοντα να πάρει την σωστή του θέση. Οταν μοιράστηκε το φαγητό. όλοι χαμογελάσανε και ο Σιμμόεις ο ποταμός ενώθηκε επιτέλους με τον Ωκεανό.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά η εκδρομή έγραφε την ιστορία της και η Ιστορία κατέγραφε την εκδρομή σαν μια ακόμη εκδοχή της. Οι πρωταγωνιστές- πέρα από αυτή την διαδικασία – μάλλον το απολάμβαναν, τα προσωπικά προβλήματα ελάχιστη σημασία έχουν μπροστά στο αέναο Γίγνεσθαι.
Μακριά, πολύ μακριά, παλιά, πολύ παλιά και κατά μία έννοια ταυτόχρονα σ’ ένα παράλληλο Σύμπαν, καθένας είχε την δεύτερη ευκαιρία του. Αλλος την κέρδισε, άλλος την έχασε, άλλος την αγνόησε, τι σημασία έχει ; Τα παράλληλα Σύμπαντα δεν ξανασμίγουν παρά μόνο με κοινή συναίνεση και μόνο αν συγκατατεθούν ο ποιητής κι’ ο Χρόνος.

Τρίτη 15 Ιουλίου 2014

Τέσσερα χρόνια μετά...

Ο κύριος νομάρχης

 Από τα αξιοθέατα της Πρέβεζας...

Περπατώντας αργά στην προκυμαία                   
"Υπάρχω" λες κι ύστερα "Δεν υπάρχεις".          
Φτάνει το πλοίο υψωμένη σημαία.                    
Ίσως έρχεται ο κύριος νομάρχης.   

 (ποίηση Κ.Καρυωτάκη)

Οδηγώντας γοργά, χάνεις τον δρόμο
"δεν υπάρχω" λες και ύστερα..."υπάρχεις"
αποφεύγεις τ' αμάξι που δεν έχει σημαία
μέσα βρίσκεται ο κύριος νομάρχης...                                                                                                        
(διασκευή gpoint)

Οχι δεν ήταν θαυμαστής του Καρυωτάκη, το αντίθετο μάλιστα, από μια σατανική σύμπτωση θεωρούσε τους λογοτέχνες που το επίθετό τους αρχίζει από "Κα" υπερεκτιμημένους από τον Καζαντζάκη μέχρι το Κάφκα και από τον Καβάφη μέχρι τον Κάλβο, με μοναδική εξαίρεση, τον Καραγάτση, ίσως η εξήγηση να ήταν ότι το Καραγάτσης ήταν ψευδώνυμο του Ροδόπουλου...


Το πληροφορήθηκε μια μέρα αργότερα όταν τον επισκέφθηκαν στο νοσοκομείο αυτόπτες μάρτυρες από το τρίτο αυτοκίνητο, στο πρώτο από τα τρία αυτοκίνητα που αποτελούσαν μια μίνι φάλαγγα στο απέναντι διάζωμα, επέβαινε ο κύριος νομάρχης, δεν υπήρχε όμως το χαρακτηριστικό σημαιάκι να κυματίζει στην κεραία του. Ηταν και το μόνο που απέφυγε όταν πάτησε τα λάδια του δρόμου και έχασε τον έλεγχο του αμαξιού του. Το δεύτερο το ακούμπησε ελαφρά με το πίσω μέρος του αμαξιού του. "Ευτυχώς" σκέφθηκε αλλά είχε ξεχάσει τους νόμους της φυσικής : η μετατόπιση του πίσω μέρους προς τα δεξιά έφερε το μπροστινό μέρος προς τα αριστερά, το αυτοκίνητο κινήθηκε κάθετα στο δρόμο και πέτυχε το τρίτο αυτοκίνητο στον μπροστινό του τροχό. Πλαγιομετωπική. Ενας εκκωφαντικός ξερός θόρυβος από τον μηδενισμό της ταχύτητας κι αμέσως οι χαρακτηριστικοί ήχοι από τζάμια που σπάνε και λαμαρίνες που συνθλίβονται, ένας βαρύς πόνος στο στήθος και μιά κίνηση- κολύμπι στο πουθενά- να τελειώνει με μια ελαφριά πρόσκρουση στη προστατευτική μπαριέρα.
Με το τέλος της κυματοειδούς κίνησης υπάρχει μια έκπληξη και μια απορία στην σκέψη του : τώρα "υπάρχεις ή δεν υπάρχεις ; ". Οι μεταβολές στο εσωτερικό του αυτοκινήτου έχουν γίνει σε χρόνο λιγότερο από το ένα δέκατο του δευτερολέπτου που αντιλαμβάνεται το μάτι. Το θρυμματισμένο παρμπρίζ, το σπασμένο ταμπλό και το βυθισμένο τιμόνι δεν γίνονται αμέσως αντιληπτά. Η κόρνα του αυτοκινήτου του, κολλημένη, τον διαβεβαιώνει ότι ακούει ακόμα, στο αριστερό μέρους του σκελετού των γιαλιών δεν υπάρχει φακός, το σώμα δεν κινείται, τα χέρια όμως είναι ελεύθερα. Οι πόρτες δεν ανοίγουν, τα παράθυρα δεν κατεβαίνουν, η ζώνη δεν βγαίνει. Σαν μια παράσταση που τελειώνει  η κόρνα ανεξήγητα σταματά, απελευθερώνεται η όραση. Τώρα στο οπτικό πεδίο του βλέπει τους επιβάτες από τα άλλα δύο αυτοκίνητα σοκαρισμένους να έχουν βγει έξω, το τρίτο δεν φαίνεται είναι πιο πίσω ή έχει φύγει. Ρωτάει αν κτύπησε κανείς και παίρνει ανακουφιστική απάντηση, ενώ κάποιοι αφού βεβαιώθηκαν για τους δικούς τους, πλησιάζουν. Δεν ξέρει τι βλέπουν τους ακούει όμως που ειδοποιούν για ασθενοφόρο και τροχαία. Σε λίγο ειδοποιούν και την πυροσβεστική μόλις διαπιστώνουν πως είναι αδύνατον να ανοίξουν πόρτα ή παράθυρο. Ενα χέρι μόνο χωράει και ρίχνει λίγο νερό στο κεφάλι και στο πρόσωπό του και πολύ κουράγιο στην ψυχή του. Τσεκάρει τα πόδια του-τα νοιώθει, αίματα δεν βλέπει πουθενά αλλά ο πόνος στο στήθος ανυπόφορος και το κεφάλι του να στρίβει ελάχιστα, αργότερα κατάλαβε πως ήταν στριμωγμένο από την ζώνη...


Η αναμονή του απεγκλωβισμού κοστίζει ψυχολογικά. Παρότι οι πιθανότητες ανάφλεξης ελαχιστοποιήθηκαν,  εξακολουθούν να υπάρχουν, ο πόνος και η ακινησία επίσης. Μια ερευνητική ματιά κάνει τα πράγματα χειρότερα. Το παρμπρίζ κρέμεται σπασμένο, το ταμπλό διαλυμένο, οι λαμαρίνες από το καπό υπερυψωμένες κρύβουν τον μισό ορίζοντα. Απελπισία. Ενα χέρι που του βρέχει κάθε τόσο το κεφάλι είναι η καλύτερη σύνδεση με την ζωή. Για μια ακομα φορά η αφή αναδεικνύεται η κορυφαία των αισθήσεων, τα λόγια, τα παρηγορητικά λόγια δεν γιατρεύουν το άλγος.


Στην ημίωρη αναμονή προσπαθώντας να μαζέψει τα κομμάτια της μνήμης του θυμάται τις σταγόνες της ψιλοβροχής και το περίεργο συναίσθημα όταν είδε την φάλαγγα των τριών αυτοκινήτων να έρχεται από απέναντι ενώ η κίνηση σ' αυτό το σημείο ήταν ελάχιστη. "Ωχ και να γλύστραγα" σκέφθηκε, "δεν θάχα από που να φύγω". Μετά θυμήθηκε ότι είχε σχετικά καινούργια λάστιχα και έδιωξε την κακή σκέψη. Ακριβώς όταν η φάλαγγα έφτασε σε απόσταση βολής και το αυτοκίνητό του γλύστραγε αμετάκλητα προς το αντίθετο ρεύμα...




Οταν οι λοστοί δεν μπορούσαν να κάνουνε δουλειά ανέλαβαν τα ψαλίδια. Η λαμαρίνα σκιζόταν και κάποια στιγμή η πόρτα ξεκόλλησε από το τσαλακωμένο αμάξωμα. Πρώτη δουλειά το προστατευτικό κολλάρο στον λαιμό, μετά εντοπίζουν κάποιο τραύμα στο αριστερό γόνατο. Εκδορές. Προσεκτική τοποθέτηση στο φορείο, όλος ο κόσμος ανάποδα μεσ' στο ασθενοφόρο. Νοσοκομείο, ακτινολογικό, εξετάσεις. Σαν από θαύμα κανένα κάταγμα, καμμία ρίξη οργάνου, ούτε διάσειση. Μόνο κακώσεις στους θωρακικούς και κοιλιακούς μύες και ένα "κάψιμο" απ' την ζώνη στον λαιμό. Μελανιές παντού. Σε λίγες μέρες έξοδος.


Ο κύριος νομάρχης δεν παρέμεινε στον τόπο του δυστυχήματος. Νομικά εφ' όσον δεν ενεπλάκη στην καραμπόλα είναι καλυμμένος. Εξ άλλου θα είχε να προλάβει τις ζυμώσεις για τις νέες τοποθετήσεις των περιφερειαρχών και τις αλυσσιδωτές επιδράσεις στις θέσεις των νομαρχών και τον δημάρχων. Είναι θέσεις από τις οποίες φροντίζουν τον κόσμο που υπάγεται στις δικαιοδοσίες τους...

Τρίτη 8 Ιουλίου 2014

Αλλαγή φρουράς

Πλησιάζει η επέτειος των "Ιουλιανών" του 74 με την εισβολή στην Κύπρο που επέφερε την πτώση των στρατιωτικών και μια αμήχανη μεταπολίτευση που μας ταλανίζει ακόμα. Ας θυμηθούμε μερικά σημαδιακά γεγονότα, τόσο παράλληλα με κοινές ερωτικές ιστορίες. Η πιο μεγάλη διαφορά είναι πως  οι ερωτικές ιστορίες τελειώνουν πιο γρήγορα

 
 

Μόλις χτύπησε το τηλέφωνο πετάχθηκε να προλάβει να το σηκώσει αυτός. Ηταν αυτή, όπως το περίμενε.
- Ελα τώρα. Μπορείς ;
- Ναι, ψιθύρισε άβουλα.
Στο σκοτεινιασμένο βλέμμα του πάλευαν η σαρκική επιθυμία και τα απομεινάρια της ηθικής του, ήταν η γυναίκα του φίλου του. Μπερδεμένος, στο πρώτο καλοκαίρι του στο Ναυτικό, είχε άλλα δύο μπροστά του για να ξεκαθαρίσει τα πράγματα. Και στην υπηρεσία του μπερδεμένοι ήσαντε ακόμα. Χρόνια συνηθισμένοι στο Βασιλικό Ναυτικό, πάλευαν τώρα ν' αφομοιώσουν το Πολεμικό και την δημοκρατία που του άλλαξε το όνομα. Επρεπε όλοι να το καταλάβουν πως έφυγε η χούντα και η μετονομασία ήταν ένα καλό επιχείρημα, Πολεμικό το Ναυτικό, Πολεμική και η Αεροπορία !
Οπου τα πράγματα ήταν πιο σοβαρά έμπαινε και μια επεξηγηματική δήλωση " όταν λέμε ισόβια, εννοούμε ισόβια" ήταν τα λόγια του "εθνάρχη", απάντηση σε όσους τον κατηγορούσαν πως δεν εφάρμοσε την δικαστική απόφαση στέλνοντας τους πρωταίτιους στο απόσπασμα. Αποδείχθηκε πάντως πως τα εννοούσε πράγματι.

Λίγα χρόνια μετά την μεταπολίτευση ο Αντώνης έκανε την θητεία του στο ναυτικό. Βασική εκπαίδευση, σχολή αξιωματικών και πρώτη άδεια μετά την τοποθέτησή του στον Πόρο. Ισα-ίσα που πρόλαβε να βρει ένα σπίτι να τακτοποιηθεί και γύρισε στην Αθήνα. Μόλις που φίλησε την μάνα του και αμέσως πήγε να δει τον φίλο του τον Σπύρο αλλά έλειπε. Ητανε μόνο η Πόπη, η γυναίκα του, και το δίχρονο κοριτσάκι τους. Η Πόπη τον κράτησε με το ζόρι να πιουν καφέ και τον γέμισε κατηγόριες για τον Σπύρο. αισθανότανε άβολα αλλά έχοντας μέρες να βρεθεί κοντά σε γυναίκα δεν είχε το κουράγιο να φύγει. Το κοριτσάκι έπαιζε σκαρφαλωμένο στην μάνα του τραβώντας της την μπλούζα και σηκώνοντας της την φούστα, το πεινασμένο βλέμμα του ακολουθούσε τα τερτίπια της μικρής. Κάποια στιγμή, σ' ένα έντονο τράβηγμα της μπλούζας το ένα στήθος της αποκαλύφθηκε. Η Πόπη χαμογέλασε και δεν έκανε καμιά προσπάθεια να το σκεπάσει. Σαν μαγεμένος το κοίταζε ο ναύτης, ήταν ένα πολύ όμορφο στήθος, στητό, μέτριο σε μέγεθος και με την ρόγα να καταλαμβάνει σχεδόν το μισό του μέγεθος. Τρελλάθηκε, οι μέρες της απομόνωσης έπαιξαν κι αυτές τον ρόλο τους. Κάθησε δίπλα της κι άρχισε να παίζει κι αυτός με την μικρή ακουμπώντας την μάνα της δήθεν τυχαία. Κάποια στιγμή τα χείλη του βρέθηκαν στο στήθος της. Η Πόπη αναστέναξε ελαφρά και τούπε κάτι για αργότερα, όταν θάχει αποκοιμηθεί η μικρή. Ωρα πολλή μετά η μικρή εξακολουθούσε να παίζει με την μάνα της και το βυζί να μένει ακάλυπτο. Η Πόπη φαινότανε να το διασκεδάζει, φαινομενικά δεν έδειχνε καμιά βιασύνη για τα περαιτέρω, ήτανε ήρεμη κι ευτυχισμένη που δεν ήταν αναγκασμένη να σκέπτεται τον άντρα της, όπως του έλεγε κοιτάζοντάς τον φιλικά. Τον είχε ήδη κατηγορήσει πως πήγαινε με άλλες για να δικαιολογήσει την δική τη στάση μα τον Αντώνη δεν τον ένοιαζε. Αισθάνθηκε σαν διακοσμητικό στοιχείο στην παράσταση και σηκώθηκε να πάει να δει την μάνα του που τον περίμενε, για την ώρα ο πόθος του είχε υποχωρήσει.

Στο σπίτι η μάνα του τον πλησίασε καθώς μιλούσε στο τηλέφωνο και τον κοίταξε ερωτηματικά. Φόρεσε το μπουφάν του και την αγκάλιασε.
- Να προσέξεις να μην μπλέξεις, αγόρι μου, του είπε σαν να τα ήξερε όλα.
Πήγε στο παράθυρο και κοίταζε πίσω από την κουρτίνα. Σαν βεβαιώθηκε πως δεν βγήκε από την εξώπορτα, το κατάλαβε  "Σ' αυτήν πάει, στον πάνω όροφο. Δεν βαριέσαι, άντρας είναι, ας πάει" . Μετά, με κάποια ζήλεια σκέφτηκε πως τόσο καιρό δεν τον κατάφερνε η παστρικιά αλλά τώρα που τον βρήκε μπόσικο λόγω ναυτικού, τον τύλιξε. Τα έμπειρα μάτια της έβλεπαν τα σημάδια που ο γιός της δεν είχε δει μέχρι τότε.

Η Πόπη ήταν από τις γυναίκες που παντρεύτηκαν τον πρώτο τους έρωτα. Μικρή, στα δεκαοκτώ της είχε ήδη ένα παιδί και μια θητεία στην ντισκοτέκ του άντρα της. Η εγκυμοσύνη και το μωρό την κράταγαν σπίτι ενώ ο Σπύρος της ήτανε στην δουλειά, στο μαγαζί με τους τόσους θηλυκούς πειρασμούς. Γρήγορα το μυαλό της δηλητηριάστηκε από την ζήλεια. Το αν ο Σπύρος την κεράτωνε ή όχι δεν έπαιζε απολύτως κανένα ρόλο. Η Πόπη ήταν μια όμορφη κοπέλλα με καλλίγραμμο σώμα και γλυκό πρόσωπο που δεν είχε την ανάγκη του μακιγιάζ. Οι αμφιβολίες της όμως την έκαναν να βάφεται συχνά και έτσι είχε αποκτήσει στην επιδερμίδα του προσώπου αυτό το αδιαόρατο χρώμα που αφήνει η συχνή χρήση του μέικ-απ. Προσπάθησε για κάμποσο καιρό με το μπερδεμένο της μυαλό να μοιάζει μ' αυτές που σύχναζαν στην ντισκοτέκ του άντρα της. Τα πρωινά στο σπίτι της, άβαφη, ήταν πιο κοντά στα γούστα του Αντώνη που συνήθως έτσι την έβλεπε αυτός.
Είχαν εγκατασταθεί στην πολυκατοικία που έμενε ο Αντώνης πριν κάτι μήνες, έναν όροφο πιο πάνω. Ο Αντώνης δεν είχε δώσει τότε σημασία στην μικρομάνα, αντίθετα με τον Σπύρο γνωριστήκανε καλά και πήγαινε συχνά στην ντισκοτέκ του γιατί είχε καλές τιμές και δεν σέρβιρε μπόμπες. Γίνανε φιλαράκια και πηγαίνανε μαζί για ψάρεμα τις φορές που ο Σπύρος είχε καιρό.
Ηταν ο κάποτε συμφοιτητής του Αντώνη, ο Γιώργος, που τον "ξύπνησε" όταν την πρωτοείδε. Είχαν περάσει από το σπίτι του Αντώνη να πάρουν ένα βιβλίο και να πάνε του Γιώργου να μελετήσουν για το πτυχίο τους και φεύγοντας στην είσοδο ο Αντώνης κτύπησε συνθηματικά το κουδούνι του Σπύρου να του πει ένα γεια. Στο μπαλκόνι βγήκε  η Πόπη και του είπε πολύ φιλικά- όπως το συνήθιζε- πως ο Σπύρος λείπει. Ο Γιώργος έπαθε πλάκα. Στο αυτοκίνητο, καθώς τραβάγανε για το σπίτι του, του έλεγε πως αυτός στην θέση του δεν θα πήγαινε για μελέτη αλλά θα γύρναγε να περάσει κάποιες ώρες μ' αυτήν την οπτασία που σίγουρα τον προκαλούσε. Ο Αντώνης πρώτη φορά σκέφθηκε την Πόπη ερωτικά κι έφερε στην μνήμη του κάτι τυχαία αγγίγματα μιά φορά στην ντισκοτέκ του άντρα της. Μετά σκέφτηκε πως ήταν η γυναίκα του φίλου του και το μυαλό του γύρισε στο διάβασμα. Η ερωτική Πόπη στην σκέψη του  ήταν σε λανθάνουσα κατάσταση.  Μέχρι σήμερα.

Οταν άνοιξε η πόρτα παραξενεύτηκε που είδε την μικρή ξύπνια.
- Μη φοβάσαι, θα κοιμηθεί σύντομα, του είπε και τον παρέσυρε στην κουζίνα να παίξουνε τάβλι. Η μικρή ανέβηκε στα γόνατά της να παρακολουθήσει το παιχνίδι μα αμέσως τα ματάκια της έκλεισαν. Η Πόπη την πήγε στην κρεββατοκάμαρα και γυρίζοντας ξανακάθισε στην θέση της. Ο Αντώνης παραμέρισε το τραπεζάκι με το τάβλι και μαζί τα προσχήματα. Την φίλησε και ανταποκρίθηκε παθιασμένα ανοίγοντας ελαφρά τα πόδια όταν τα χέρια του κατηφόρησαν. Η όρεξη του Αντώνη έγινε απαιτητική, είχαν συγκεντρωθεί αθροιστικά και τα προηγούμενα προκαταρκτικά. Προσπάθησε να κατεβάσει το εσώρρουχό της.
-Κι αν έρθει ο Σπύρος ;

Η δημοκρατία με την δικτατορία έμπλεκαν  τα μπούτια τους. Πόσο νόμιμη είναι μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση όταν ορκίσθηκε σ' έναν χουντικό πρόεδρο και στον ίδιο αρχιεπίσκοπο που όρκισε τους συνταγματάρχες αλλά και τον ανατροπέα τους Ιωαννίδη ;
Και συνεκδοχικά κι όλες οι επόμενες κυβερνήσεις...

Ο Αντώνης έβγαλε το όργανό του έξω απ' το παντελόνι του σαν ύστατο επιχείρημα αλλά δεν τολμούσε να προχωρήσει. Θα ακολουθούσε βέβαια με ευχαρίστηση αν η Πόπη έκανε το παραμικρό βήμα αλλά παραδεχότανε πως αυτή ήξερε καλύτερα τις συνήθειες του άντρα της, πότε έφευγε και πότε ερχότανε. Συνέχιζε να την χαϊδεύει  και να την φιλά αλλά κάθε φορά που προσπαθούσε να πετύχει την συγκατάνευσή της για την ολοκλήρωση την άκουγε να του λέει τεντώνοντας το αυτί της
- Το ασανσέρ ήταν αυτό; στον όροφό μας σταμάτησε ; Μήπως ήρθε ; και προσπαθούσε να συμμαζέψει το στήθος της μέσα στην ρόμπα της ή να διορθώσει το ύψος της κυλόττας της από τις ημιτελείς προσπάθειες του Αντώνη. Λίγα δευτερόλεπτα περνούσαν ακίνητοι και αφουγκραζόμενοι το ασανσέρ και μετά πάλι βυζί έξω, κυλόττα πιο κάτω και μια πάλη όπου κανένας δεν ήξερε αν ήθελε να κερδίσει ή να χάσει.

Τις πρώτες μέρες της μεταπολίτευσης κανένα κυβερνητικό στέλεχος δεν κοιμότανε ήσυχο, μάλιστα λένε ότι ο "εθνάρχης" κάθε βράδυ κοιμότανε και σε διαφορετική θαλαμηγό ελαχιστοποιώντας τις πιθανότητες σύλληψης από καινούργιους πραξικοπηματίες. Δεν αισθανότανε κυρίαρχος του λαού - τον "φωνάξανε" και ήρθε, δεν τον εκλέξανε- και κατά μείζονα λόγο στον στρατό υπήρχαν πολλοί, ακόμα γλυκαμένοι από την εξουσία, αξιωματικοί.

Η παρατεταμένη στύση είχε αρχίσει να ενοχλεί τον Αντώνη. Ηδη οι δίδυμοι αδένες του είχαν αρχίσει να διαμαρτύρονται για την αναμονή και να τον πονάνε. Η φράση "μου έπρηξε τ' αρχίδια" ερχόταν όλο και συχνότερα στον νού του χωρίς όμως να τον γεμίζει αποφασιστικότητα. Η Πόπη σηκώθηκε και με κουρασμένο ύφος πήγε να ακουμπήσει την πλάτη της  στην πόρτα της εισόδου. "Ετσι θα εμποδίσει τον άντρα της να μπει αιφνιδιαστικά" σκέφτηκε ο Αντώνης και παίρνοντας θάρρος, την αγκάλιασε. Η Πόπη συνέχισε ν' αντιστέκεται προβληματισμένη
- Κι αν έρθει ; Αχ, δεν τον ξέρεις εσύ...Γιατί να μπλέξεις και να τα πληρώσεις εσύ ; Εσύ δεν φταις σε τίποτα...
Ο Αντώνης την πήρε από την πόρτα και την ακούμπησε σε μια κολώνα. Την φίλησε με πάθος, η γλώσσα του κόντεψε να φτάσει στις αμυγδαλές της ενω το χέρι του έκανε θαύματα πιο κάτω. Η Πόπη υποχώρησε ελαφρά. Γλίστρησε λίγο προς τα κάτω το κορμί της προβάλλοντας όσο μπορούσε περισσότερο την λεκάνη της και ανοίγοντας αρκετά τα ποδια. Ηταν μια θέση που την χαλάρωσε αφού έτσι ήταν αδύνατον να βγει το εσώρρουχό της ενώ έδινε χώρο στα δάκτυλά του που της ήταν εξαιρετικά ευχάριστα. Ξαφνικά όμως το άλλο χέρι του Αντώνη παραμέρισε την κυλλόττα αντί να την βγάλει και την επόμενη στιγμή οι δισταγμοί και οι αμφιβολίες ήταν παρελθόν μπροστά στον ανοιχτό στόχο και την αποφασιιστικότητα του σαρκικού βέλους.

" Η Καραμανλής ή τανκς ! "
Ισως αυτή η φράση να καθόρισε το εκλογικό αποτέλεσμα των εκλογών, τον Νοέμβρη του 74. Ζαλισμένος ο λαός απ' όσα του συνέβαιναν και την νομιμοποίηση του κομμουνιστικού κόμματος δεν ήξερε τι να ψηφίσει. Κάτι η αποχή από τις κάλπες, κάτι η απορία για το πως είναι δυνατόν οι χθεσινοί εχθροί του έθνους, οι μισητοί κομμουνιστές να διεκδικούν με εκλογές την εξουσία, είχαν επιφέρει πλήρη σύγχυση στον απλοϊκά σκεπτόμενο λαό. Τόσα χρόνια είχε μάθει να περνάει για αλήθειες ό,τι άκουγε από το στόμα του Παπαδόπουλου στα τηλεοπτικά παραληρήματά του, το "διάλειμμα" του Ιωαννίδη  έκανε αυτήν την έλλειψη πιο απαιτητική. Τους λόγους του Καραμανλή ήταν αδύνατον να τους παρακολουθήσει ο μέσος Ελληνα και λόγω τη σύνταξης τους αλλά κυρίως λόγω της ιδιωματικής προφοράς του. Ελάχιστοι διάβαζαν τους πολιτικούς λόγους στις εφημερίδες και εκείνη την εποχή κανένας δεν είχε καιρό, όλοι τρέχανε στις συναυλίες του Θεοδωράκη. οταν λοιπόν αυτός ξεστόμισε την περιβόητη φράση, ο κύβος ερρίφθη αμετάκλητα.

Η είσοδος του μορίου ήταν λυτρωτική για τον Αντώνη. Τελείωσε σχεδόν αμέσως και εξαντλημένος ξάπλωσε στον καναπέ. Η Πόπη αφού τακτοποιήθηκε στην τουαλέττα ήρθε κοντά του και τον χάιδευε τρυφερά.
- Είχα καιρό να κάνω έρωτα και να το θέλω, του είπε. Δεν τον αντέχω αλλά είμαι υποχρεωμένη να του δίνομαι όποτε έχει καύλες, φαίνεται δεν του το δίνει συχνά η προκομένη του. Θέλω να φύγω από κοντά του, καταλαβαίνεις ;
Η πιθανότητα επιστροφής του άντρα της φαινότανε να έχει περάσει ανεπιστρεπτί από το μυαλό της, δεν την απασχολούσε καθόλου.
Την άκουγε σιωπηλός, το βυζί της δεν τον τράβαγε τόσο πια, αντίθετα τα χυτά της πόδια τον γοήτευαν τώρα. Αρχισε να χαϊδεύει το εσωτερικό τους θαυμάζοντας την λεία επιδερμίδα τους.
Εμεινε παγερά αδιάφορη στα χάδια του, ένας δεύτερος γύρος δεν φάνηκε να την συγκινεί, είχε άλλες προτεραιότητες τώρα.
- Κοίτα, με τον Σπύρο έχω τελειώσει, θα πάρω το παιδί και θα φύγω, θα με ψάχνει για το παιδί βέβαια αλλά εγώ θα φύγω και θα κρυφτώ να μη με βρει. Μπορώ νάρθω μαζί σου στον Πόρο για λίγες μέρες, θα περάσουμε τέλεια, θα σου μαγειρεύω...

Την επαύριον των εκλογών ο Καραμανλής έδειξε το πραγματικό του πρόσωπο. Πολλοί αναρρωτήθηκαν αν έφυγε η χούντα ή όχι. Τα ανοίγματα προς τα αριστερά ξεχάστηκαν καθώς η χώρα ετοιμαζότανε για την είσοδό της στην τότε ΕΟΚ, Ευρωπαίκή Οικονμική κοινότητα, φαίνεται μετά τα οικονομικά μας έγιναν πραγματικά "κοινά" και μετεξελίχθηκε σε Ευρωπαϊκή Ενωση. Ο λαός έπρεπε μεν να πληρώσει για την ανοχή του στην χούντα αλλά δεν έβλεπε καμιά ουσιαστική διαφορά στην αυταρχικότητα, η νομιμοποίηση του κουκουέ ήταν στάχτη στα μάτια αφού οι αστυφύλακες δεν άλλαξαν. Κοινοβουλευτική δικτατορία έχουμε, σκέπτονταν οι περισσότεροι, τουλάχιστον τούτη φεύγει με εκλογές, δεν χρειάζονται εθνικές τραγωδίες και Πολυτεχνεία.

Ο μηδενισμός της πιθανότητας να επαναληφθεί η ερωτική πράξη συν το ξαλάφρωμα των αδένων επαναπροσδιόριζαν και την στάση του Αντώνη. Τα λόγια της μάνας του "πρόσεξε μη σε μπλέξει" έρχονταν τώρα να τονίσουν την σοφία της. Αρχισε να τα μασάει.
- Ξέρεις η σπιτονοικοκυρά μου μου έθεσε όρο απαράβατο να μην φιλοξενώ κόσμο γιατί νοικιάζει δωμάτια με την μέρα και δεν την συμφέρει να έχει μόνιμο νοικάρη. Είδα κι έπαθα να την πείσω να μου δώσει το δικό μου με τον χρόνο και να μην μένω μέσα στο στρατόπεδο. Βέβαια με σένα το πράγμα αλλάζει, άσε, μόλις ανέβω θα το συζητήσω μαζί της και θα σε πάρω τηλέφωνο.
- Φοβάσαι νάρθω, ρε Αντώνη ; Κρίμα, μα δεν πειράζει. Μόνο μη μου πεις πως σκέπτεσαι τον Σπύρο σου, που πριν λίγο του κουτούπωνες την γυναίκα.
- Οχι ρε Πόπη, δεν είναι έτσι, θα κοιτάξω να το τακτοποιήσω, τώρα αμέσως. Θα δοκιμάσω να να την βρω στο τηλέφωνο, να της μιλήσω και να της εξηγήσω.
Τα χέρια του την χάιδευαν μηχανικά αλλά της ήταν εντελώς αδιάφορο. ολη η μαγεία του πόθου και του έρωτα είχε χαθεί μπροστά στα αμείλικτα διλήμματα της καθημερινότητας.
- Εκεί είναι το τηλέφωνο, του έδειξε.
Ο Αντώνης τα χρειάσθηκε.
- Δεν έχω τον αριθμό της μαζί μου, θα κατέβω στο σπίτι μου να τον βρω, είπε κι έφυγε.
Η Πόπη ήταν ήδη στο τηλέφωνο κι έψαχνε για άλλη εναλλακτική λύση, σωματικά σαν γυναίκα φτούραγε πάρα πολύ αλλά δεν το είχε συνειδητοποιήσει μέχρι τότε. Τώρα που το είδε καθαρά στον Αντώνη και το νερό είχε μπει στο αυλάκι, ετοιμαζότανε ν' ανοίξει τα φτερά της, η κόρη της ήταν πολύ μικρό εμπόδιο.

Το δημοψήφισμα ήταν όντως ανφέρ.  Απλά εξέφρασε την μύχια βούληση του λαού ν' απαλλαγεί από τον βασιλιά του, άσχετα με το ότι θα ψήφιζε υπέρ της παραμονής του αν ο βασιλιάς έκανε την δική του καμπάνια. Ακόμα κι έτσι όμως το αποτέλεσμα ήταν τρομακτικό, 31% υπέρ της βασιλείας! Πάντως κανείς δεν στενοχωρήθηκε από το αποτέλεσμα, ούτε ο ίδιος ο Κώνος- έτσι τον έλεγε ο Αντώνης από την σύντμηση του Κωνσταντίνος-. Ισως μάλιστα να ευχαριστήθηκε που γλύτωσε από την απολογία του για την στάση του επί χούντας που  θα ήταν αναγκασμένος να την κάνει, αν είχε επιστρέψει. Το οικονομικό σκέλος το είχε ήδη τακτοποιήσει, ανεξάρτητα από την έκβαση του δημοψηφίσματος.

Ο Αντώνης χαζολόγαγε με την μάνα του, φυσικά δεν είχε σκοπό να πάρει την σπιτονοικοκυρά του, δεν είχε καν το τηλέφωνό της. Απλά σκεπτότανε να κερδίσει λίγο χρόνο, να της αφήσει κάποιες ελπίδες μήπως και πετύχαινε έναν δεύτερο γύρο. Ηθελε να την απολαύσει πραγματικά, ήταν γυναίκα που σπάνια και αν θα ξανάβρισκε. Δεν αισθανόταν χορτασμένος μ' αυτό το γρήγορο στα όρθια, καταλάβαινε τώρα τι θησαυρό είχε στα χέρια του. Στην σκέψη της ερεθιζότανε, τώρα που του είχαν φύγει οι αναστολές έβλεπε πως την ήθελε σαρκικά όσο καμιά άλλη...αλλά πάλι το παιδί της ; Ηταν εντελώς ανώριμος για ευθύνες και τέτοια πράγματα, το κορμί της ήθελε να χορτάσει, όχι να την παντρευτεί.
Η μάνα του τον κοίταζε σαν ανοιχτό βιβλίο. Ηξερε πως από την μεριά της το καλύτερο πράγμα ήταν η σιωπή ή το πολύ-πολύ να πέταγε καμιά ξεγυρισμένη σπόντα όπως "Τι κάνει ο φίλος σου ο Σπύρος ;" Αμα τον ζόριζε στις συμβουλές μπορεί να είχε αντίθετα αποτελέσματα.

Η επιλογή του "εθνάρχη" για το στιγμιαίο ήταν συνειδητή και συνετή από μια άποψη. Μπορεί η παραπάνω πίεση που θα προκαλούσε η μη αποδοχή του στιγμιαίου να εξωθούσε τα πράγματα σε επικίνδυνο βαθμό. Κάθε στρατιωτικός θα μπορούσε να θεωρηθεί συνυπαίτιος της εκτροπής και η ομαδική πίεση θα δημιουργούσε επικίνδυνες καταστάσεις στο στράτευμα ενώ με το στιγμιαίο η δικαιοσύνη ασχολήθηκε μόνο με τους πρωταίτιους και τους διωκόμενους για παραβάσεις του κοινού ποινικού δικαίου. Η όλη κατάσταση αντιμετωπίσθηκε με την λογική του διοικητού σχολής εσωκλείστων όταν του είπαν πως οι έγκλειστοι τόχαν ρίξει στις αλλαξοκωλιές. Το φιλοσόφησε αρκετά και απεφάνθη " Αφού δεν γκαστρώνονται άστε τους να πηδιούνται".


Το τηλέφωνο κτύπησε και η Πόπη ζήταγε από τον Αντώνη να τσεκάρει αν είχε επιστρέψει ο Σπύρος ή όχι στο σπίτι της.
- Που είσαι ;
- Σε μια φίλη μου.
Μια αντρική φωνή ακούστηκε πίσω της επιβεβαιώνοντας τις αμφιβολίες του.
- Ανέβα και κοίταξε σε παρακαλώ.
- Περίμενε.
Ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά. Κτύπησε. Καμιά απάντηση. Κατέβηκε πάλι τρέχοντας
- Ελα μ' ακούς ; κανείς δεν είναι επάνω.
- Σ' ευχαριστώ, Αντώνη μου. Είσαι ένας γλύκας !
- Πότε θάρθεις πίσω ; Μπορούμε να πάμε, της είπε ψιθυριστά να μην τον ακούσει η μάνα του.
- Θα σε πάρω τηλέφωνο. Κλείνω τώρα, γειά σου.

Η ευκαιρία για κάποια ουσιαστική αλλαγή χάθηκε με την αποχουντοποίηση. Περιορίστηκε σε λίγα στελέχη και σ' αυτά με το ελαφρυντικό του στιγμιαίου. Κανένας επιχειρηματίας ή δημόσιο πρόσωπο δεν στιγματίσθηκε από την συνεργασία  του με την χούντα, η ομαλή μετάβαση είχε και την σιωπηλή αποδοχή της κυβερνητικής "συνέχειας". Κανένας αστυνομικός, δικαστικός ή παπάς δεν λογοδότησε για την δράση του στην επταετία, η λήθη θεωρήθηκε το καλύτερο μέσον για να κλείσουν οι πληγές. Ο Χατζηδάκις επέστρεψε ήσυχα κι ο Θεοδωράκης με θόρυβο. Μερικοί υπηρέτες της Τέχνης και άλλοι, απλοί άνθρωποι του λαού, ήταν οι μόνοι που αντιστάθηκαν πνευματικά στην χούντα. Kάποιοι άλλοι εξαργύρωσαν την κραυγάζουσα αντιστασιακή δράση τους με θέσεις και αξιώματα.
Η άνοδος του ΠαΣοΚ στην εξουσία επιβεβαίωσε το ρητό "σβηστής λυχνίας πάσα γυνή ομοία" παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του Αντρέα με την Δήμητρα. Εξ άλλου αυτή δεν ήταν γυναίκα υψηλού σωματικού επιπέδου όπως η Πόπη, είναι αμφίβολο αν γυναίκες τέτοιας κλάσεως συγκινούνται από πολιτικούς. Μάλλον από άκρα αντίθετα έλκονται, όπως άφραγκους ποιητές ή από χοντρόπετσους μεσήλικες με φουσκωμένο πορτοφόλι. Μέχρι κι ο Μητσοτάκης "εξυλεύθη" σαν " δρυός πεσούσης" την αγίαν μεταπολίτευση... Περί Μαρίκας και ερωμένης, ουδείς λόγος, φυσικά...

Η πληγή του Αντώνη δεν έκλεισε ποτέ παρ' όλες τις εντυπωσιακές εναλλαγές του πολιτικού σκηνικού. Δεν την ξανάδε και δεν του ξαναμίλησαν ποτέ γι αυτήν. Οταν απέκτησε αρκετή πείρα από γυναίκες -γιατί με την πολιτική δεν τα πήγαινε καλά- κατάλαβε τι θησαυρό είχε αφήσει να κυλίσει μέσα απ' τα χέρια του. Βέβαια δεν ήταν καθόλου σίγουρος πως η Πόπη δεν τον χρησιμοποίησε παρά μόνο για να κάνει την δουλειά της, αλλά η πιθανότητα να τον ήθελε και να της την έσπασε με την δειλία του τον τρέλλαινε. Οπως τον τρέλλαινε και το σώμα της κάθε φορά που τόφερνε στον νου του ξέροντας πως πολύ δύσκολα θα ξανάβρισκε τέτοιας ποιότητας κορμί. Η ζωή του κύλησε ήρεμα με συνηθισμένες γυναίκες. Κάποτε σκεφτότανε  πως κάθε άντρας παντρεύεται την γυναίκα που του αξίζει, μέχρι να την χωρίσει. Οπως και κάθε λαός έχει τον κυβερνήτη που του αξίζει μέχρι να τον ρίξει στις επόμενες εκλογές, μια που η εποχή της χούντας πέρασε ανεπιστρεπτί.

Τρίτη 1 Ιουλίου 2014

Ιστορίες με αλάτι (9) Ο Ζ. και οι βάρκες




Την πρώτη φορά που είδε τον Ζ. ήταν σε κάτι βράχια που είχε πάει να ψαρέψει πετρόψαρα. Τον είδε να ξεπετάγεται από το πουθενά, ελαφρύς κι ευκίνητος σαν ζαρκάδι, μ' ένα κουτάλι στόνα χέρι και μια σακούλα πάνινη στο άλλο να μαζεύει το αλάτι από τις βραχοσχισμάδες. Σε αντίθεση με το νεανικό κορμί του, το πρόσωπό του ήταν το πρόσωπο του κουρασμένου ανθρώπου και τα μαλιά του γκρίζα. Ο Ζ τον κοίταξε καλά με το μισόκλειστο βλέμμα του βασανισμένου ανθρώπου και ρώτησε ήσυχα " Εσύ δεν είσαι της Κρ. ο ανεψιός ; " 
Μετά απομακρύνθηκε πηδώντας από βραχάκι σε βραχάκι, ψάχνοντας γι' αλάτι.

Δεν παραξενεύτηκε που τον ήξερε, η θειά του η Κρ.  ήταν σημαντικός παράγοντας στο χωριό. Ηταν η μόνη που γνώριζε τότε αγγλικά σ' ένα χωριό που οι περισσότεροι κάτοικοι ήσαντε ναυτικοί. Ολη η αλληλογραφία του χωριού με τις ναυτικές εταιρίες πέρναγε από τα χέρια της. Οταν αργότερα ίδρυσε μια σχολή-επαγγελματική την βάφτισε- που μάθαινε νοικοκυριό και ράψιμο στα κορίτσια, απέκτησε και την εύνοια των στεριανών επαγγελμάτων. Ο πρόεδρος της κοινότητας ήταν η δική της επιλογή, κι η ψήφος στις βουλευτικές εκλογές το ίδιο. Ο ανηψιός της απολάμβανε ένα μέρος του σεβασμού του χωριού στο πρόσωπό της, ήταν λογικό να τον ξέρουν όλοι ενώ αυτός δεν γνώριζε παρά ελάχιστους. Στην μικρή επαρχιακή κοινωνία η δήλωσή του πως ήταν "της Κρ. ο ανηψιός" άνοιγε τις δύσκολες πόρτες.

Το ότι για πολλά χρόνια δεν είχε ξαναδεί τον Ζ. δεν τον παραξένεψε, πολλοί ναυτικοί έκαναν χρόνια να ξεμπαρκάρουν αυξάνοντας το βιος της φαμίλιας και αποφεύγοντας την γκρίνια της συζύγου. Διαφορές μεγαλύτερες ακόμα κι από δέκα χρόνια μεταξύ αδερφών είχαν τέτοιες αιτίες. Οταν όμως ο Ζ. ξαναγύρισε στο χωριό δεν φαινότανε κονομημένος, ούτε σύχναζε στα καφενεία των ναυτικών να περνάει την ώρα του με τερατώδεις διηγήσεις. Αντίθετα πάλευε μ' ένα μικρό γκρίζο  βαρκάκι με κουπιά και κάτι λίγα μέτρα δίχτυα για μεροκάματο. Σύντομα παράτησε τα δίχτυα γιατί ο γιος του και βοηθός του ήθελε το πρωΐ πρώτα να πιεί το νεσκαφέ του στην πλατεία και μετά να πάει για δουλειά.  Ο γιός του ερχόταν με το πάσσο του στο ξεψάρισμα κάνοντας υψηλή κριτική "Σου είπα να τα ρίξεις αλλού, δεν ακούς". Θυμόταν στο ξεψάρισμα πως έπιανε μερικές φορές ένα είδος γαρίδας, την κατσαρίδα, ένα οστρακόδερμο όπου η αρχή του ήταν ίδια με το τέλος του, σαν το λουκάνικο ! Το είχαν για πέταμα αλλά όταν τους το ζήτησε και μετά τους είπε πως ήταν νοστιμότατο δεν του ξανάδωσαν, το βάσταγαν για πάρτη τους. Το λεβαρισμα άμα δεν γίνεται στην ώρα του, φέρνει τα ψάρια μισοφαγωμένα από πορφύρες και μαλάκια, άσε που είναι δύσκολη δουλειά για έναν. Τα παράτησε τα δίχτυα, δεν έκανε προκοπή.
Το γύρισε στα καλαμάρια-όταν ήταν η εποχή τους- και τα χταπόδια που δεν είχαν εποχές αλλά δυσκολευόταν να δώσει την πραμάτειά του σ' ένα χωριό που οι περισσότεροι είχαν την δική τους βαρκούλα για να πιάνουν-έστω πιο λίγα-κεφαλόποδα μόνοι τους.
Ηταν τότε που τον ρώτησε γιατί δεν επιβάλλεται στον γιό του, γιατί βασανίζεται αυτός κι ο γιός του δεν χαλάει την ζαχαρένια του. Τον κοίταξε μ' ένα περίεργο βλέμμα και δεν μίλησε αμέσως. Μετά από κάμποσα λεφτά σιωπής, βόγγηξε " Τι συμβουλές να δώσει ένας πατέρας που πέρασε τα χρόνια του στην φυλακή ; Αστον να κάνει το κέφι του μπας και γλυτώσει απ' τα ναρκωτικά". 

Εμεινε άναυδος όταν έμαθε πως ήταν φυλακή για φόνο. Μόλις είχε μπαρκάρει κάποιος απ' το τσούρμο τον έθιξε, το πήρε στο φιλότιμο, θες ο φόβος του μεγαλόσωμου αντιπάλου, η κακιά ώρα και το μαχαίρι πούχε πάνω του, γίνηκε το κακό. Αυτή ήταν η αιτία που η κοινωνία του μικρού χωριού τον είχε ρίξει στο περιθώριο. Μπορεί να τσακωνότουσαν για ένα μέτρο γης και ποιός θα ρίξει τα δίχτυα του στα πιο καλά μέρη αλλά φονικό δεν υπήρχε στην προϊστορία του χωριού. Ισως ήταν και η υπολανθάνουσα γνώση να φοβάσαι τα σιγανά  ποτάμια η αιτία που τον απέφευγαν. Η γυναίκα του αναγκαζόταν να ξενοπλένει για να τα βγάλουνε πέρα. 

Ο άνθρωπος έχει ανάγκη από επικοινωνία. Μερικοί που δεν μπορούν τους συνανθρώπους τους επικοινωνούν με τα κατοικίδια ή κι άλλα ζώα. Αλλοι κάνουν την δουλειά τους καψοχαρά τους προκειμένου να διατηρήσουν την ισορροπία τους. Ο Ζ. συμπλήρωσε  αυτό το κενό που του δημιούργησε η κοινωνία, αλλά και η μη αποδοχή του-παρά στα όρια της ανοχής- από την ίδια την οικογένειά του, με την αγάπη του για τις βάρκες.  Τις φρόντιζε όλες σαν να ήταν παιδιά του, έβγαινε την ώρα της θύελλας να δει αν ήταν καλά δεμένες, επιθεωρούσε τα ρεμέντζα, τους έβαζε μπαλόνια για να μην τρίβονται μεταξύ τους. Σιγά- σιγά τον συνήθισαν και του ανέθεταν το καθιερωμένο κάθε χρόνο καλαφάτισμα και το πέρασμα με μουράβια. Αλλοι τούδιναν κάνα ψευτομεροκάματο, άλλοι απλά του έπαιρναν τα υλικά μαζί μ' ένα πακέττο τσιγάρα, το τσιγάρο ήταν το τελευταίο πάθος που του είχε απομείνει. Με τα περισσεύματα από τις μπογιές έβαφε την δικιά του βάρκα αλλά κι όσες ήτανε παρατημένες, είτε υπήρχε αδιάφορος ιδιοκτήτης είτε όχι. Ξεκίναγε μαύρα σκοτάδια κάθε μέρα την επιθεώρηση στο μικρό λιμάνι και με το χάραμα άρχιζε την δουλειά μέχρι το μεσημέρι. Το απόγευμα κατά τις πέντε έπιανε πάλι τα εργαλεία του και πάλευε μέχρι το σούρουπο. 

Μην έχοντας άλλη διέξοδο πέρναγε μουράβια και με νοτιά. Η υγρασία έφερε το δηλητήριο στα πλεμόνια του και μαζί με το τσιγάρο τούκαναν μεγάλη ζημιά. Ο Ζ. έφυγε ήσυχα όπως ήρθε. Τον θυμούνται κάθε χειμώνα όταν ο βοριοανατολικός άνεμος που έρχεται από την ρώσσικη στέππα καβαλάει τον Παρνασσό και ξεχύνεται στο λιμανάκι. Μια, δυο βάρκες  κάθε χρόνο είναι θυσία στην θεότητά του μιας και λείπει ο προστάτης τους, νικημένος από τον καρκίνο.


Σάββατο 21 Ιουνίου 2014

Ενας δρόμος διαφορετικός










           




Κάθε δρόμος έχει μια αρχή κι ένα τέλος. Η αρχή είναι πάντα ένα μέρος όπου υπάρχουν άνθρωποι. Το τέλος μπορεί να είναι μια κάποια πόλη, ένας προορισμός. Μπορεί να είναι ένα ποτάμι, μια χούφτα θάλασσα, μια άκρη ενός γκρεμού με υπέροχη θέα. Μπορεί ακόμα κι ένα πλατάνι αιωνόβιο, για να χαρούν την σκιά του.
Μα κάπου υπάρχει ένας δρόμος, δρόμος εξοχικός στρωμένος με πλάκες. Που και που οι πλάκες είναι βαμμένες κόκκινες. Κανένας δεν θυμάται πότε και ποιός τον έφτιαξε. Δεν έχει ανηφόρες ούτε κατηφόρες. Στριφογυρίζει μέσα στα χωράφια και τα αραιά σπιτάκια για κάνα δυο χιλιόμετρα και σταματά κυριολεκτικά στο πουθενά. Ο,τι υπήρχε πριν, υπάρχει και μετά, ακριβώς το ίδιο τοπίο. Αλλά μετά δεν υπάρχουν πλακάκια, δεν υπάρχει δρόμος. Μερικοί λένε πως το κόκκινο χρώμα στις πλάκες είναι από αίμα, το αίμα από αυτούς που αυτοκτόνησαν γιατί ο δρόμος δεν οδηγούσε κάπου, δεν το άντεξαν. Λένε ακόμα πως τα γκράφιτυ στα σπίτια του δρόμου είναι αφιερώσεις γι αυτούς που τέλειωσαν την ζωή τους στον δρόμο. Αλλα είναι ζωγραφιές, άλλα είναι φράσεις βγαλμένες απ' την ζωή τους :
"Θυμάσαι νάκανες ποτέ, κάτι καλό για μένα ; τη μοναξιά σου λάτρευες πάντα"
Πάντα βγαίνει κάποιο παράπονο για την αυτοκτονία όπως βγαίνει μια συμπάθεια για το ατύχημα.
Υπάρχει άραγε αυτοκτονία από ατύχημα ;
Πως θα το γράφανε με σύνθημα στον τοίχο ;
Σαν ζωγραφίζεται ο νεκρός στο γκράφιτυ, φορά τα ρούχα από την καλύτερη στιγμή της ζωής του, στα μαλιά του όμως αποδίδεται το χρώμα του τελευταίου βαψίματος. Τα χαρακτηριστικά του αποδίδονται με σκληρές ευθείες, οι καμπύλες απαγορεύονται. Επειδή είναι λίγοι οι τοίχοι των σπιτιών το γκράφιτυ μιας καινούργιας αυτοκτονίας καλύπτει μια παλιότερη. Οπως πολλές εκκλησίες χριστιανικές κτίστηκαν στα ερείπια κάποιου αρχαιοελληνικού ναού.

Κάποιοι επιστήμονες, γιατροί, διατροφολόγοι, θεολόγοι και λοιποί θέλησαν κάποτε να επεκτείνουν τον δρόμο, να τον πάνε κάπου για να μην αυτοκτονούν οι άνθρωποι. Σύσσωμες οι πόρνες των γύρω πόλεων αντιτάχθηκαν στην κίνησή τους με το επιχείρημα πως οι περισσότεροι από τους αυτόχειρες ζητούσαν μια τελευταία επαφή μαζί τους, εκεί στην ερημιά, για την ψυχική τους προετοιμασία και ήταν πολύ γενναιόδωροι.  Δεν ήθελαν να χάσουν αυτά τα εξτρά. Οι επιστήμονες υποχώρησαν μπροστά στα λογικά επιχειρήματα των εκδιδομένων γυναικών, το χρήμα είχε πάντοτε τον σεβασμό τους. Πλήρωσαν κάποια χρήματα για την συντήρηση του δρόμου και αποφάνθηκαν πως έκαναν ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν για τους συνανθρώπους τους.

Με το που πέρασαν τα χρόνια, η μόνη ουσιαστική διαφορά που συντελέσθηκε στην περιοχή, αφορούσε τα σπίτια κι όχι τον δρόμο. Ολα σιγά-σιγά έκλεισαν τις πόρτες και τα παράθυρα που έδιναν στον δρόμο και άνοιξαν καινούργια από τις άλλες μεριές. Εφιαξαν και μονοπάτια για τις μετακινήσεις τους ώστε να αποφεύγουν τον δρόμο. "Οταν δεν βλέπουμε κάτι, είναι σαν να μην υπάρχει", αυτό το σλόγκαν κυριαρχούσε στο μυαλό τους κάθε φορά που πήγαιναν από το μονοπάτι στο σούπερμάρκετ για να ψωνίσουν ή στο εκλογικό τμήμα για να ψηφίσουν...

 
Και ρωτάς τι απ' όλα αυτά είναι δικό σου..
μην το ψάχνεις, δεν πειράζει...
                                                                                                                                                                                 

Σάββατο 14 Ιουνίου 2014

Ιστορίες με αλάτι (8) Η μοναξιά



Κάτι η οικονομική κατάσταση που συνεχώς γυρεύει φόρους, κάτι η ηλικία που συνεχώς προσθέτει άλατα στις αρθρώσεις, η βαρκούλα έμεινε μόνη φέτος στο μικρό λιμανάκι. Ανεβοκατεβαίνουνε οι τσαμαδούρες ακολουθώντας το κύμα και σαπίζουνε στον ήλιο τα σκοινιά περιμένοντας μάταια κάποιο βαρκάκι να δέσει. Μόνη η "Κυριακή", μια πενταμισάρα γαΐτα γεμάτη δίχτυα και παραγάδια, που παλεύει για το βιος μιας φαμελιάς, μάταια περιμένει τις φίλες της, τις ερασιτέχνισσες με τις συρτές  και τις καθετές. Ακρίβυναν και οι μπενζίνες, η "Κυριακή" δεν έχει γρήγορη "φαγάνα" εξωλέμβια αλλά μια φάριμαν με πετρέλαιο, πρώτη σ' οικονομία και στη σιγουριά.

Θλιβερό το θέαμα της μόνης βάρκας και σκληρό να ξεκινάει η μέρα μεσ' στα σκοτάδια  χωρίς ν' ανταλλάσσει ο κύρης της  μια καλημέρα με τους ψαράδες σαν ξεκινάει για το λεβάρισμα. Κι ακόμα περισσότερο στενόχωρο σαν με τον ήλιο σηκωμένο ξεψαρίζει χωρίς ματιές και πειράγματα για την ψαριά του.
Μόνο οι γάτες περιμένουν υπομονετικά στην προκυμαία για τον μεζέ τους.
Κι οι πελάτες ;
Χαθήκανε κι αυτοί. Που είναι η εποχή που στριμωχνότουσαν στην σειρά, το φρέσκο ψάρι ν' αγοράσουν. Τώρα μόνο ένα ζευγάρι νεαρό αφού κοίταξε για ώρα την ψαριά πήρε μια σκόρπαινα δείχνοντάς την και πλήρωσε σιωπηλά. Τους κοίταζε ο ψαράς που φεύγαν με το ψάρι   κι αναρωτιότανε τι έφταιξε και δεν του απευθύνανε τον λόγο. Δεν κατάλαβε ούτε αν ήταν ντόπιοι ή ξένοι, μια στιγμή μοναχά η κοπελλιά κάτι ψιθύρισε στ' αφτί του συνοδού της αλλά δεν τ' άκουσε.

Το ζευγάρι χάθηκε απ' τα μάτια του κι η μοναξιά βάρυνε κι άλλο το πρωϊνό. Εβρεξε τα ψάρια να μην του ανάψουνε, τάβαλε στα κοφινέλλα με τα παραγάδια και τα σκέπασε με τους μουσαμάδες. Θυμήθηκε που τούλεγε ο πατέρας του, ψαράς κι αυτός, να τα σκεπάζει γιατί έχει κακά μάτια κάτω στο λιμάνι.
 "Τώρα δεν έχει καθόλου μάτια", σκέφθηκε.

Στο σπίτι η γυναίκα του τύλιξε τα πρώτα ψάρια με βρεγμένες εφημερίδες για τους πελάτες, τάβαλε στο ψυγείο και ξεδιάλεξε τα δεύτερα για το μπουργέτο. Αρχισε να τα καθαρίζει στο νεροχύτη  με την γάτα να χαϊδεύεται στα πόδια της περιμένοντας να φάει τα σπάραχνα. Ο ψαράς την κοίταζε με βλέμμα αδειανό, σαν να την έβλεπε πρώτη φορά, σαν να μην την ήξερε καθόλου. 
"Τριάντα χρόνια παντρεμένοι", σκέφτηκε κι όμως δεν είχε ούτε μια λέξη να της πει.
"Μήπως πάντοτε μόνοι μας δεν είμαστε", σιγοψιθύρισε.

 Σηκώθηκε και την πλησίασε χωρίς να την ακουμπήσει. Πάνω από τον ώμο της ήτανε καρφωμένο στον τοίχο το ξύλινο κουτάκι με το αλάτι που μάζευε στα βραχάκια. Απλωσε το χέρι του και πήρε μια μικρή πρέζα. Την έφερε στο στόμα του κι όλη η μοναξιά που μάζεψε η θάλασσα μέχρι να γίνει αλάτι ξεχύθηκε στη γεύση του. Την γνώρισε, την είχε μάθει καλά.

Κυριακή 25 Μαΐου 2014

Λογοτεχνική δημοσίευση - Γιώργος Κοτζιούλας

Από το βιβλίο " Πικρή ζωή" 

  του  Γιώργου Κοτζιούλα

Ηπειρώτικο μοιρολόι για το ξεκοίλιασμα ενός γύφτου
 
ΜΑΧΑΙΡΙΑ

Πούρναρος τόλεγα πως ήσουν κι απλοχέρης, ξέροντας πως φτωχαίνει ο φόβος, πως το δόσιμο αυγατίζει, μα δεν το πάντεχα να βγεις μαχαιροβγάλτης τώρα στα γεράματα,και μ' ένα ξάμωμα καθώς του δοξαριού, στις κότες να μοιράζεις τα τσιλίπουρδά σου.

Τούτες χυμήξαν πρώτες να τσιμπήσουν οι μπουφιάρες τη χυμένη σου κοιλιά και σαν τις είδαν έτσι οι σκύλες σου οι νυφάδες που γυρνούσαν από την πλύση, δέσαν τα μαύρα τους μαντήλια στο σαγόνι πιο σφιχτά και τράβηξαν ρεκάζοντας κατά τον Λούρο.

Που είστε χωριό και χριστιανοί, να ιδήτε θάμα απ' τ' αμολόγητα, π' άνθρωπος ξαπλωτός αφήνει να τον τρώνε ζωντανόν, που με καθάριο ακόμα των ματιών του το γιαλί, θιαμένεται κι αυτός τι αλλόκοτα που σμίγουν το αίμα κι η κοπριά.

Μια βρώμα ειν' όλο αυτό που κουβαλάμε επιζωής, πουν' ανοιχτό σα γούλη τομαριού από τόνα μέρος, κι απ' τ' άλλο βγάζει τη σαούρα χρονικής, κι έχει στη μέση ένα μασούρι που τινάζεται σαν καραγκιόζης, μονάχα που δεν μιλεί.

Παίρνει μια λάχνα ο νιός και σκαπετάει στη ράχη σα ζαρκάδι, ζάφτει ρακί με το παγούρι, τραγουδάει το Μενούσιαγα, παίρνει στη χούφτα κόρφο σαν το πούπουλο, τον παίζει, και χορτασμένος απ΄το καθετί θαρρεί την πλάση όλη δική του.

Μα σαν τον ήλιο που ζυγιάζεται καταμεσής στον ουρανό, κι όσο ζυγώνει στο βασίλεμά του χάνει τη λαμπράδα, κι ο άντρας ο δουλευταράς άμα τον τσακίσουνε τα χρόνια στραβογέρνει, και σέρνεται στα τέλη μπουσουλώντας καταγής.

Σαν το σαράκι μας τρυπάει η ανημπόρια, μπαίνει στο μεδούλι, ροκανάει τις κλείδωσές μας, και το κορμί κουφαλιασμένο, με τη φλούδα του όλο αυλάκια και σκασίματα, δεν καρτερεί παρά τον ξυλοκόπο, να το βγάλει σκίζες, πελεκούδια.

Πέσε λοιπόν τσεκούρι επάνω στο δεντρό, που πέταξε κλωνάρια κι ήρθανε πουλιά και στήσαν τις φωλιές τους, όπου κελάηδισαν ξεκινοπούλια κι ύστερα χαθήκαν στον αέρα, κι εκείνο απόμεινε ξεράδι να το πιλατεύουν οι αγέρηδες.

Αντίς να στέκουμε ίδια σκιάχτρα στον απάνου κόσμο, πούηταν αλώνι μια φορά και τ' αμπηδάγαμε στις τρεις, κάλλιο στο μαύρο χώμα να μας κρύψουν σα δαυλιά κακαυλιασμένα που φύτρο πια δεν δίνουν ούτε βγάζουν βλαστάρι.

Στην πλάση τούτη βγαίνει κερδισμένος όποιος του βαστάει για να παλέψει, και δεν κιοτεύει να πιαστεί απ' τη μέση με τον άλλον, μονάχα αν ξέρει βάνει και καμιά τρικλοποδιά, γιατί κανένας δεν ζητάει λογαριασμό απ' το νικητή.

Μονάχοι ερχόμαστε την ώρα που μας κόφτουν απ' το λούρο και που γυρεύουμε βυζί σαν τα κουτάβια τα γκαβά, μονάχοι απιστομιόμαστε άμα θα μας πέσουνε τα δόντια και μας φραχτούν τ' αυτιά, να μην ακούμε μήτε την καμπάνα.

Μα εγώ δε θέλω ουδέ να μου διαβάσουν ψαλμουδιές με πετραχήλια, ουδέ και να μου ρίξουν λάδι αυτοί που θυμιατίζουν, ούτε να με νεκροφιλήσουν τα παιδιά μου τα μπαστάρδικα, με από κόντά και τα δικά τους τ' αποσπόρια.

Μονάχα ας με πετάξουν σ΄ένα λάκο σα λεσίμι, δίχως να βάλουν αποπάνω μου ούτε πλάκα για σημάδι, γιατί ένας γύφτος ήμουν σ' όλη μου τη ζωή παραπεταμένος, που τον αποτελείωσαν τα γεράματα κι ανέχειες κι η αρρώστια. 

Από το γλωσσάρι του βιβλίου  
                                  
ξάμωμα     ξαμώνω, απλώνω το χέρι να κτυπήσω  
τσιλίπουρδα    σωθικά, έντερα
ρεκάζοντας   ρέκασμα, θανατική κραυγή, ούρλιασμα
θιαμένεται   απορεί, θαυμάζει
γούλη   το στόμιο του ασκού
σκαπετάει   εξαφανίζεται
ζάφτει   αρπάζει
κακαυλιασμένα    ξερά και ακανόνιστα κλαδιά
απιστομιόμαστε   πέφτουμε μπρούμητα
λεσίμι   ψοφήμι