η φαφία ως, συνήθως, από τον γκούγκλη
Ο γερο-Μπιλ ήταν ένας γιατρός, οφθαλμίατρος από την Ιρλανδία που είχε ανακαλύψει την Ελλάδα και τις θάλασσές της από μικρός. Η αγάπη του για την ιστιοπλοΐα τον έφερε στ' ακρογιάλια μας και η έκφραση "ήπιε νερό", για όσους κολλάνε σ' ένα τόπο, βρήκε έναν ακόμα ιδανικό εκφραστή της. Ο τότε Μπιλ και τώρα γέρο-Μπιλ αγόρασε με τις οικονομίες του ένα σπιτάκι και έλυσε δια παντός το πρόβλημα του που θα περάσει τις μακροχρόνιες διακοπές του, δεν ήταν της πολλής δουλειάς, ούτε και της πολυποικιλότητας.
Μόλις απέκτησε την οικονομική ευχέρεια αγόρασε ένα μικρό σκάφος με το οποίο και ροβόλησε τον κατήφορο από την Ιρλανδία μέχρι τ' αραξοβόλι του στον Κρισσαίο κόλπο και ορκίστηκε να μην ξαναχρησιμοποιήσει μηχανές παρά μόνο σε κατάσταση κινδύνου. Το σκαφάκι του το συντηρούσε με θρησκευτική ευλάβεια καθαρό και περιποιημένο όπως και το λιλιπούτειο ταρατσάκι του που το είχε μετατρέψει σε καλοκαιρινο καθιστικό με τα μαξιλάρια πάνω στο τοιχάκι του στηθαίου. Κίνδυνος πτώσης δεν υπήρχε, ο Μπιλ -αν και Ιρλανδός- έπινε την μπύρα του πάντα μισή μισή με γκαζόζα, ρίχνοντας το ποσοστό της αλκοόλης σε πλήρως ελεγχόμενα επίπεδα.
Ο Μπιλ είχε μια γυναίκα, μια κόρη με τον άντρα της κι ένα εγγονάκι τα οποία ιεραρχούσε με την σειρά που αναφέρθηκαν, μετά το σκάφος του, φυσικά. Πάντως η μόνη που έδεχνε ενδιαφέρον για τις ιστιοπλοϊκές εμμονές του Μπιλ ήταν η γυναίκα του, την οποία όμως ο Μπιλ δεν ήθελε στο σκάφος γιατί "οι γυναίκες κάνουν πάντα φασαρία" έλεγε. Πιο νέος την έπαιρνε συχνότερα στο σκάφος, του το καθάριζε κιόλας, αλλά με τα χρόνια παραξένεψε και το απέφευγε. Είχε ήδη πιάσει αρκετές γνωριμίες με τους ντόπιους, καταλάβαινε αρκετά τα ελληνικά γνωρίζοντας πολλούς ιατρικούς όρους σ' αυτή την γλώσσα, εκτός αυτού ο Μπιλ ήταν γρήγορο και κοφτερό μυαλό. Οι ντόπιοι πάλι ήθελαν καλές σχέσεις με τον γιατρό για μια ώρα ανάγκης, το ότι ήταν οφθαλμίατρος δεν είχε ιδιαίτερη σημασία.
Τα υποφερτά αγγλικά και η ψαρευτική ικανότητα ήταν δυο πράγματα που εκτιμούσε πολύ ο γέρο Μπιλ και ναι μεν αγγλικά ήξερε αλλά ψάρεμα προσπάθησε να μάθει. Εκανε πιο συχνά παρέα με κάποιον που είχε τα προαναφερθέντα προσόντα και όπως ήταν αναμενόμενο τον προσκάλεσε να πάνε σ' ένα μέρος με το σκάφος για ψάρεμα και κολύμπι.
Ενα ελαφρό αεράκι έσπρωχνε το σκάφος στον κορινθιακό σε συνθήκες απόλυτης ησυχίας πριν φανεί ο ήλιος πίσω από τα βουνά. Με το που ανέβηκε ο ήλιος το αεράκι σταμάτησε, τα πανιά κρέμασαν και το σκάφος αρμένιζε στα ρέματα περίπου στα μισά της διαδρομής. Ενα φτερό φάνηκε να σκίζει την θάλασσα καμιά πενηνταριά μέτρα από το σκάφος χωρίς να μπορεί να διευκρινισθεί αν ήταν από ξιφιό, δελφίνι ή καρχαρία. Ο Μπιλ βούτηξε στα βαθιά νερά να το διαπιστώσει αλλά το φτερό δεν ξαναφάνηκε.
Με το που ζέστανε λίγο η μέρα κι η στεριά, η πιο κρύα θάλασσα έστειλε τη μπουκαδούρα της, όπως ονόμαζαν οι ντόπιοι το αεράκι που φύσαγε προς την ακτή και το σκάφος έπιασε τον προορισμό του. Οι πετονιές ξετυλίχτηκαν, τα δολώματα βγήκαν από το ψυγειάκι και τα ψάρια άρχισαν να ανεβαίνουν από την πετονιά του επισκέπτη ενώ ο Μπιλ δεν μπορούσε να ματώσει το αγκίστρι του. Κάποια στιγμή ο επιβάτης έχοντας ένα ψάρι στην δική του πετονιά δεν το τράβηξε έξω αλλά πρότεινε στον Μπιλ να αλλάξουν πετονιές "για να σπάσει η γκίνια". Ο Μπιλ δεν κατάφερε να φέρει το ψάρι επάνω και παρατώντας την πετονιά άρχισε να σφουγγαρίζει το σκάφος. "Καθένας τη δουλειά που ξέρει" ήταν η απάντησή του στην προτροπή να συνεχίσει το ψάρεμα.
Ο ήλιος έκαιγε άσχημα κι αποφάσισαν να ξαναβουτήξουν. Ο επισκέπτης, έμπειρος περί τα θαλασσινά, επέλεξε μια μικρή αμμουδιά κι άρχισε το σκάψιμο. Καμιά δεκαριά κυδώνια ήταν ο κόπος του και στενοχωριότανε που δεν είχε προνοήσει να φέρει λεμόνια. Ο Μπιλ το σκέφτηκε λιγάκι, κατέβηκε στην κουζινίτσα του σκάφους και γύρισε μ' ένα μπουκάλι ούζο. Ανοιξε το κυδώνι και αντί για λεμόνι έριξε μέσα στο όστρακο κατευθείαν το ούζο. Το αποτέλεσμα ενθουσίασε τους δυο μεζεδοφάγους κι η έλλειψη λεμονιού ξεχάστηκε γρήγορα. Τα ψάρια καθαρίσθηκαν, αλατίσθηκαν με το αλάτι που μαζεύτηκε στις σχισμάδες των βράχων, ψήθηκαν και περιχύθηκαν κι αυτά με ούζο αντί για λαδολέμονο. Η γευστική εμπειρία για τον Ιρλανδό γιατρό ήταν εφάμιλλη με το νέκταρ και την αμβροσία.
Το απογευματινό αεράκι έσπρωχνε απαλά το σκάφος πίσω στο λιμάνι του. Δυο αμίλητοι επιβάτες απολάμβαναν τον ελαφρό ήχο της κίνησης του σκάφους μέσα στην απόλυτη ησυχία. Ο γέρο Μπιλ οδήγησε το σκάφος του στο αραξοβόλι του με μοναδική μαεστρία και ελιγμούς που άλλοι δύσκολα θα πετύχαιναν κινούμενοι με μηχανή. Βγαίνοντας έξω χαιρετήθηκαν και χώρισαν. Ο γέρο Μπιλ ποτέ του δεν ξαναψάρεψε κι ο επιβάτης ποτέ του δεν ξανάβαλε στα ψημένα ψάρια του, λεμόνι...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου