Τι είναι και τι δεν είναι η διηγηματοποίηση

Καλώς ήλθατε

Η Διηγηματοποίηση είναι ένας χώρος που προσπαθεί να σέβεται τον εαυτόν της και την ελληνική γλώσσα.

Δεν είναι ο χώρος όπου θα ακούσετε υποχρεωτικά τις μουσικές προτιμήσεις του δημιουργού του ούτε θα βρείτε διαφημίσεις.
Δεν είναι ο χώρος που θα σας προωθήσει σε άλλα μπλογκς πλην των άλλων του δημιουργού του.
www.gpointspoetry.blogspot.com για τα ποιήματα
www.gerimitiis.blogspot.com για τα καθημερινά

άτμα σαρβασαρίριναμ


Καθισμένος μπροστά στο ανοικτό παράθυρο ακούω το σιγανοψιχάλισμα της βροχής και πίνω τον πρωϊνό καφέ μου. Καιρός μουντός, σύγνεφα βαριά που ο ήλιος δεν μπορεί να τα τρυπήσει. Ο καιρός στον νοτιά- θυελλώδεις έδωσε η μετεωρολογική- μα ο Κρισσαίος κόλπος ήρεμος, τον πιάνει ξώφαλτσα ο καιρός και φτιάχνει αυτό το βουβό, το ύπουλο κύμα που οι ναυτικοί το λένε σουέλι. Μες την αχλύ, μίλι μακριά μου προς τον Βορρά, μια στεριανή γλώσσα χωρίζει τον μυχό του κόλπου στα δύο. Ανταριασμένα φτάνουνε τα βουβά κύματα και σκάνε μ' ορμή στα πέντε, στα έξη μέτρα αψηλά μην και την κεφαλώσουν τούτη τη στεριά που μπήκε ανάμεσά τους. Πιο πίσω, σκάρτα αλλο ένα μίλι, δεν φαίνεται τίποτε από την παραλία της Κίρρας, ούτε ο Παρνασσός πιο πίσω, όλα βαμμένα στο ανοικτό γκρίζο πέπλο του χαμηλωμένου σύγνεφου.

Στο σπίτι μέσα, τα πάντα έχουν ένα διαφορετικό χρώμα από την έλλειψη του πρωϊνιάτικου ήλιου, ίσως και μια διαφορετική υφή, δείχνουν πιο πραγματικά, πιο ζωντανά, πιο κοντά σ' αυτό που ο τίτλος περιγράφει : άτμα σαρβασαρίριναμ, δηλαδή η ψυχή όλων των όντων που έχουνε σώμα. Μπορεί νάναι η απόχρωση της σκόνης σ' αυτό το λίγο φως που αφήνει να περάσει η βαριά συννεφιά, μπορεί νάναι η σωστή χρονική απόσταση της επιστροφής στο νερό της θάλασσας, μπορεί η γειτονοπούλα που βγήκε να τσεκάρει τον καιρό τυλιγμένη στο σεντόνι της και με τα μισά της κάλλη ακάλυπτα, μπορεί και η βαθειά αλήθεια της ινδικής μυθολογίας. Μπορεί. Ερχονται στιγμές που όλα τα πράγματα μοιάζουν νάχουν ψυχή και στιγμές που όλοι οι άνθρωποι γύρω μας μοιάζουνε να μην έχουν.
Σ' αυτό το φόντο ένα αμάξι κόκκινο μοιάζει έντομο και το δενδράκι δίπλα με πουλί, η αιώνια τοπική δεσποινίς μόνο προέκταση των ψηλοτάκουνών της λογίζεται κι οι λακκούβες του νερού παίζουνε πιάνο με τις στάλες της βροχής. Οι ήχοι, σιγαλοί και ανεπαίσθητοι, δεν έχουν σώμα, δεν μετρούν και δεν μετέχουν.
Μια ιδέα περισσότερο φως καθώς ο ήλιος ανεβαίνει και η γωνία πρόπτωσης αλλάζει. Η βροχή σταμάτησε. Τα σύγνεφα άλλαξαν χρώμα προς το άσπρο και την πορεία τους στον ουρανό, τώρα ξεσέρνουν προς την Δύση, έστριψε ο καιρός. Τα κύματα με πιότερη μάνητα, πιο ευθυγραμμισμένα, βαράν στα κατακόρυφα τα βράχια της στεριάς. Βλέπω το γκρίζο αυτοκίνητο και τούτο έτοιμο μου δείχνει να πετάξει. Μια δεσποινίς στα δώδεκα, στα δεκατρία με τ' ασημένια της παπούτσια και το κολάν το μαύρο να χαράζει προκλητικά τα τορνευτά της πόδια, γεμίζει τ΄άδειο μου παράθυρο. Τα μαλλιά της ίσα, καστανόξανθα και λατρευτά πριν τα σαμπουάν και οι βαφές τα κάνουνε μαντάρα. Στ΄αφτί μου ο βόμβος από μια χαμπερίστρα με ξενίζει. Το έντομο με γυροφέρνει δυο φορές και κουρνιάζει στην εσοχή ενός κάδρου να βγάλει την μέρα του. Αναπόφευκτος ο συνειρμός με την ψυχή, πανάρχαια ονομασία για τις πεταλούδες.



Λατρεύω την σκέψη στην ανάπτυξή της, την αποτύπωσή της στο χαρτί. Ιδια κι' απαράλλακτα με την φωτογραφία της πρώτης μου γυναίκας ή κάποιους πίνακες του Mark Chagall...

Καλή σας ανάγνωση

Τρίτη 15 Ιουλίου 2014

Τέσσερα χρόνια μετά...

Ο κύριος νομάρχης

 Από τα αξιοθέατα της Πρέβεζας...

Περπατώντας αργά στην προκυμαία                   
"Υπάρχω" λες κι ύστερα "Δεν υπάρχεις".          
Φτάνει το πλοίο υψωμένη σημαία.                    
Ίσως έρχεται ο κύριος νομάρχης.   

 (ποίηση Κ.Καρυωτάκη)

Οδηγώντας γοργά, χάνεις τον δρόμο
"δεν υπάρχω" λες και ύστερα..."υπάρχεις"
αποφεύγεις τ' αμάξι που δεν έχει σημαία
μέσα βρίσκεται ο κύριος νομάρχης...                                                                                                        
(διασκευή gpoint)

Οχι δεν ήταν θαυμαστής του Καρυωτάκη, το αντίθετο μάλιστα, από μια σατανική σύμπτωση θεωρούσε τους λογοτέχνες που το επίθετό τους αρχίζει από "Κα" υπερεκτιμημένους από τον Καζαντζάκη μέχρι το Κάφκα και από τον Καβάφη μέχρι τον Κάλβο, με μοναδική εξαίρεση, τον Καραγάτση, ίσως η εξήγηση να ήταν ότι το Καραγάτσης ήταν ψευδώνυμο του Ροδόπουλου...


Το πληροφορήθηκε μια μέρα αργότερα όταν τον επισκέφθηκαν στο νοσοκομείο αυτόπτες μάρτυρες από το τρίτο αυτοκίνητο, στο πρώτο από τα τρία αυτοκίνητα που αποτελούσαν μια μίνι φάλαγγα στο απέναντι διάζωμα, επέβαινε ο κύριος νομάρχης, δεν υπήρχε όμως το χαρακτηριστικό σημαιάκι να κυματίζει στην κεραία του. Ηταν και το μόνο που απέφυγε όταν πάτησε τα λάδια του δρόμου και έχασε τον έλεγχο του αμαξιού του. Το δεύτερο το ακούμπησε ελαφρά με το πίσω μέρος του αμαξιού του. "Ευτυχώς" σκέφθηκε αλλά είχε ξεχάσει τους νόμους της φυσικής : η μετατόπιση του πίσω μέρους προς τα δεξιά έφερε το μπροστινό μέρος προς τα αριστερά, το αυτοκίνητο κινήθηκε κάθετα στο δρόμο και πέτυχε το τρίτο αυτοκίνητο στον μπροστινό του τροχό. Πλαγιομετωπική. Ενας εκκωφαντικός ξερός θόρυβος από τον μηδενισμό της ταχύτητας κι αμέσως οι χαρακτηριστικοί ήχοι από τζάμια που σπάνε και λαμαρίνες που συνθλίβονται, ένας βαρύς πόνος στο στήθος και μιά κίνηση- κολύμπι στο πουθενά- να τελειώνει με μια ελαφριά πρόσκρουση στη προστατευτική μπαριέρα.
Με το τέλος της κυματοειδούς κίνησης υπάρχει μια έκπληξη και μια απορία στην σκέψη του : τώρα "υπάρχεις ή δεν υπάρχεις ; ". Οι μεταβολές στο εσωτερικό του αυτοκινήτου έχουν γίνει σε χρόνο λιγότερο από το ένα δέκατο του δευτερολέπτου που αντιλαμβάνεται το μάτι. Το θρυμματισμένο παρμπρίζ, το σπασμένο ταμπλό και το βυθισμένο τιμόνι δεν γίνονται αμέσως αντιληπτά. Η κόρνα του αυτοκινήτου του, κολλημένη, τον διαβεβαιώνει ότι ακούει ακόμα, στο αριστερό μέρους του σκελετού των γιαλιών δεν υπάρχει φακός, το σώμα δεν κινείται, τα χέρια όμως είναι ελεύθερα. Οι πόρτες δεν ανοίγουν, τα παράθυρα δεν κατεβαίνουν, η ζώνη δεν βγαίνει. Σαν μια παράσταση που τελειώνει  η κόρνα ανεξήγητα σταματά, απελευθερώνεται η όραση. Τώρα στο οπτικό πεδίο του βλέπει τους επιβάτες από τα άλλα δύο αυτοκίνητα σοκαρισμένους να έχουν βγει έξω, το τρίτο δεν φαίνεται είναι πιο πίσω ή έχει φύγει. Ρωτάει αν κτύπησε κανείς και παίρνει ανακουφιστική απάντηση, ενώ κάποιοι αφού βεβαιώθηκαν για τους δικούς τους, πλησιάζουν. Δεν ξέρει τι βλέπουν τους ακούει όμως που ειδοποιούν για ασθενοφόρο και τροχαία. Σε λίγο ειδοποιούν και την πυροσβεστική μόλις διαπιστώνουν πως είναι αδύνατον να ανοίξουν πόρτα ή παράθυρο. Ενα χέρι μόνο χωράει και ρίχνει λίγο νερό στο κεφάλι και στο πρόσωπό του και πολύ κουράγιο στην ψυχή του. Τσεκάρει τα πόδια του-τα νοιώθει, αίματα δεν βλέπει πουθενά αλλά ο πόνος στο στήθος ανυπόφορος και το κεφάλι του να στρίβει ελάχιστα, αργότερα κατάλαβε πως ήταν στριμωγμένο από την ζώνη...


Η αναμονή του απεγκλωβισμού κοστίζει ψυχολογικά. Παρότι οι πιθανότητες ανάφλεξης ελαχιστοποιήθηκαν,  εξακολουθούν να υπάρχουν, ο πόνος και η ακινησία επίσης. Μια ερευνητική ματιά κάνει τα πράγματα χειρότερα. Το παρμπρίζ κρέμεται σπασμένο, το ταμπλό διαλυμένο, οι λαμαρίνες από το καπό υπερυψωμένες κρύβουν τον μισό ορίζοντα. Απελπισία. Ενα χέρι που του βρέχει κάθε τόσο το κεφάλι είναι η καλύτερη σύνδεση με την ζωή. Για μια ακομα φορά η αφή αναδεικνύεται η κορυφαία των αισθήσεων, τα λόγια, τα παρηγορητικά λόγια δεν γιατρεύουν το άλγος.


Στην ημίωρη αναμονή προσπαθώντας να μαζέψει τα κομμάτια της μνήμης του θυμάται τις σταγόνες της ψιλοβροχής και το περίεργο συναίσθημα όταν είδε την φάλαγγα των τριών αυτοκινήτων να έρχεται από απέναντι ενώ η κίνηση σ' αυτό το σημείο ήταν ελάχιστη. "Ωχ και να γλύστραγα" σκέφθηκε, "δεν θάχα από που να φύγω". Μετά θυμήθηκε ότι είχε σχετικά καινούργια λάστιχα και έδιωξε την κακή σκέψη. Ακριβώς όταν η φάλαγγα έφτασε σε απόσταση βολής και το αυτοκίνητό του γλύστραγε αμετάκλητα προς το αντίθετο ρεύμα...




Οταν οι λοστοί δεν μπορούσαν να κάνουνε δουλειά ανέλαβαν τα ψαλίδια. Η λαμαρίνα σκιζόταν και κάποια στιγμή η πόρτα ξεκόλλησε από το τσαλακωμένο αμάξωμα. Πρώτη δουλειά το προστατευτικό κολλάρο στον λαιμό, μετά εντοπίζουν κάποιο τραύμα στο αριστερό γόνατο. Εκδορές. Προσεκτική τοποθέτηση στο φορείο, όλος ο κόσμος ανάποδα μεσ' στο ασθενοφόρο. Νοσοκομείο, ακτινολογικό, εξετάσεις. Σαν από θαύμα κανένα κάταγμα, καμμία ρίξη οργάνου, ούτε διάσειση. Μόνο κακώσεις στους θωρακικούς και κοιλιακούς μύες και ένα "κάψιμο" απ' την ζώνη στον λαιμό. Μελανιές παντού. Σε λίγες μέρες έξοδος.


Ο κύριος νομάρχης δεν παρέμεινε στον τόπο του δυστυχήματος. Νομικά εφ' όσον δεν ενεπλάκη στην καραμπόλα είναι καλυμμένος. Εξ άλλου θα είχε να προλάβει τις ζυμώσεις για τις νέες τοποθετήσεις των περιφερειαρχών και τις αλυσσιδωτές επιδράσεις στις θέσεις των νομαρχών και τον δημάρχων. Είναι θέσεις από τις οποίες φροντίζουν τον κόσμο που υπάγεται στις δικαιοδοσίες τους...

Τρίτη 8 Ιουλίου 2014

Αλλαγή φρουράς

Πλησιάζει η επέτειος των "Ιουλιανών" του 74 με την εισβολή στην Κύπρο που επέφερε την πτώση των στρατιωτικών και μια αμήχανη μεταπολίτευση που μας ταλανίζει ακόμα. Ας θυμηθούμε μερικά σημαδιακά γεγονότα, τόσο παράλληλα με κοινές ερωτικές ιστορίες. Η πιο μεγάλη διαφορά είναι πως  οι ερωτικές ιστορίες τελειώνουν πιο γρήγορα

 
 

Μόλις χτύπησε το τηλέφωνο πετάχθηκε να προλάβει να το σηκώσει αυτός. Ηταν αυτή, όπως το περίμενε.
- Ελα τώρα. Μπορείς ;
- Ναι, ψιθύρισε άβουλα.
Στο σκοτεινιασμένο βλέμμα του πάλευαν η σαρκική επιθυμία και τα απομεινάρια της ηθικής του, ήταν η γυναίκα του φίλου του. Μπερδεμένος, στο πρώτο καλοκαίρι του στο Ναυτικό, είχε άλλα δύο μπροστά του για να ξεκαθαρίσει τα πράγματα. Και στην υπηρεσία του μπερδεμένοι ήσαντε ακόμα. Χρόνια συνηθισμένοι στο Βασιλικό Ναυτικό, πάλευαν τώρα ν' αφομοιώσουν το Πολεμικό και την δημοκρατία που του άλλαξε το όνομα. Επρεπε όλοι να το καταλάβουν πως έφυγε η χούντα και η μετονομασία ήταν ένα καλό επιχείρημα, Πολεμικό το Ναυτικό, Πολεμική και η Αεροπορία !
Οπου τα πράγματα ήταν πιο σοβαρά έμπαινε και μια επεξηγηματική δήλωση " όταν λέμε ισόβια, εννοούμε ισόβια" ήταν τα λόγια του "εθνάρχη", απάντηση σε όσους τον κατηγορούσαν πως δεν εφάρμοσε την δικαστική απόφαση στέλνοντας τους πρωταίτιους στο απόσπασμα. Αποδείχθηκε πάντως πως τα εννοούσε πράγματι.

Λίγα χρόνια μετά την μεταπολίτευση ο Αντώνης έκανε την θητεία του στο ναυτικό. Βασική εκπαίδευση, σχολή αξιωματικών και πρώτη άδεια μετά την τοποθέτησή του στον Πόρο. Ισα-ίσα που πρόλαβε να βρει ένα σπίτι να τακτοποιηθεί και γύρισε στην Αθήνα. Μόλις που φίλησε την μάνα του και αμέσως πήγε να δει τον φίλο του τον Σπύρο αλλά έλειπε. Ητανε μόνο η Πόπη, η γυναίκα του, και το δίχρονο κοριτσάκι τους. Η Πόπη τον κράτησε με το ζόρι να πιουν καφέ και τον γέμισε κατηγόριες για τον Σπύρο. αισθανότανε άβολα αλλά έχοντας μέρες να βρεθεί κοντά σε γυναίκα δεν είχε το κουράγιο να φύγει. Το κοριτσάκι έπαιζε σκαρφαλωμένο στην μάνα του τραβώντας της την μπλούζα και σηκώνοντας της την φούστα, το πεινασμένο βλέμμα του ακολουθούσε τα τερτίπια της μικρής. Κάποια στιγμή, σ' ένα έντονο τράβηγμα της μπλούζας το ένα στήθος της αποκαλύφθηκε. Η Πόπη χαμογέλασε και δεν έκανε καμιά προσπάθεια να το σκεπάσει. Σαν μαγεμένος το κοίταζε ο ναύτης, ήταν ένα πολύ όμορφο στήθος, στητό, μέτριο σε μέγεθος και με την ρόγα να καταλαμβάνει σχεδόν το μισό του μέγεθος. Τρελλάθηκε, οι μέρες της απομόνωσης έπαιξαν κι αυτές τον ρόλο τους. Κάθησε δίπλα της κι άρχισε να παίζει κι αυτός με την μικρή ακουμπώντας την μάνα της δήθεν τυχαία. Κάποια στιγμή τα χείλη του βρέθηκαν στο στήθος της. Η Πόπη αναστέναξε ελαφρά και τούπε κάτι για αργότερα, όταν θάχει αποκοιμηθεί η μικρή. Ωρα πολλή μετά η μικρή εξακολουθούσε να παίζει με την μάνα της και το βυζί να μένει ακάλυπτο. Η Πόπη φαινότανε να το διασκεδάζει, φαινομενικά δεν έδειχνε καμιά βιασύνη για τα περαιτέρω, ήτανε ήρεμη κι ευτυχισμένη που δεν ήταν αναγκασμένη να σκέπτεται τον άντρα της, όπως του έλεγε κοιτάζοντάς τον φιλικά. Τον είχε ήδη κατηγορήσει πως πήγαινε με άλλες για να δικαιολογήσει την δική τη στάση μα τον Αντώνη δεν τον ένοιαζε. Αισθάνθηκε σαν διακοσμητικό στοιχείο στην παράσταση και σηκώθηκε να πάει να δει την μάνα του που τον περίμενε, για την ώρα ο πόθος του είχε υποχωρήσει.

Στο σπίτι η μάνα του τον πλησίασε καθώς μιλούσε στο τηλέφωνο και τον κοίταξε ερωτηματικά. Φόρεσε το μπουφάν του και την αγκάλιασε.
- Να προσέξεις να μην μπλέξεις, αγόρι μου, του είπε σαν να τα ήξερε όλα.
Πήγε στο παράθυρο και κοίταζε πίσω από την κουρτίνα. Σαν βεβαιώθηκε πως δεν βγήκε από την εξώπορτα, το κατάλαβε  "Σ' αυτήν πάει, στον πάνω όροφο. Δεν βαριέσαι, άντρας είναι, ας πάει" . Μετά, με κάποια ζήλεια σκέφτηκε πως τόσο καιρό δεν τον κατάφερνε η παστρικιά αλλά τώρα που τον βρήκε μπόσικο λόγω ναυτικού, τον τύλιξε. Τα έμπειρα μάτια της έβλεπαν τα σημάδια που ο γιός της δεν είχε δει μέχρι τότε.

Η Πόπη ήταν από τις γυναίκες που παντρεύτηκαν τον πρώτο τους έρωτα. Μικρή, στα δεκαοκτώ της είχε ήδη ένα παιδί και μια θητεία στην ντισκοτέκ του άντρα της. Η εγκυμοσύνη και το μωρό την κράταγαν σπίτι ενώ ο Σπύρος της ήτανε στην δουλειά, στο μαγαζί με τους τόσους θηλυκούς πειρασμούς. Γρήγορα το μυαλό της δηλητηριάστηκε από την ζήλεια. Το αν ο Σπύρος την κεράτωνε ή όχι δεν έπαιζε απολύτως κανένα ρόλο. Η Πόπη ήταν μια όμορφη κοπέλλα με καλλίγραμμο σώμα και γλυκό πρόσωπο που δεν είχε την ανάγκη του μακιγιάζ. Οι αμφιβολίες της όμως την έκαναν να βάφεται συχνά και έτσι είχε αποκτήσει στην επιδερμίδα του προσώπου αυτό το αδιαόρατο χρώμα που αφήνει η συχνή χρήση του μέικ-απ. Προσπάθησε για κάμποσο καιρό με το μπερδεμένο της μυαλό να μοιάζει μ' αυτές που σύχναζαν στην ντισκοτέκ του άντρα της. Τα πρωινά στο σπίτι της, άβαφη, ήταν πιο κοντά στα γούστα του Αντώνη που συνήθως έτσι την έβλεπε αυτός.
Είχαν εγκατασταθεί στην πολυκατοικία που έμενε ο Αντώνης πριν κάτι μήνες, έναν όροφο πιο πάνω. Ο Αντώνης δεν είχε δώσει τότε σημασία στην μικρομάνα, αντίθετα με τον Σπύρο γνωριστήκανε καλά και πήγαινε συχνά στην ντισκοτέκ του γιατί είχε καλές τιμές και δεν σέρβιρε μπόμπες. Γίνανε φιλαράκια και πηγαίνανε μαζί για ψάρεμα τις φορές που ο Σπύρος είχε καιρό.
Ηταν ο κάποτε συμφοιτητής του Αντώνη, ο Γιώργος, που τον "ξύπνησε" όταν την πρωτοείδε. Είχαν περάσει από το σπίτι του Αντώνη να πάρουν ένα βιβλίο και να πάνε του Γιώργου να μελετήσουν για το πτυχίο τους και φεύγοντας στην είσοδο ο Αντώνης κτύπησε συνθηματικά το κουδούνι του Σπύρου να του πει ένα γεια. Στο μπαλκόνι βγήκε  η Πόπη και του είπε πολύ φιλικά- όπως το συνήθιζε- πως ο Σπύρος λείπει. Ο Γιώργος έπαθε πλάκα. Στο αυτοκίνητο, καθώς τραβάγανε για το σπίτι του, του έλεγε πως αυτός στην θέση του δεν θα πήγαινε για μελέτη αλλά θα γύρναγε να περάσει κάποιες ώρες μ' αυτήν την οπτασία που σίγουρα τον προκαλούσε. Ο Αντώνης πρώτη φορά σκέφθηκε την Πόπη ερωτικά κι έφερε στην μνήμη του κάτι τυχαία αγγίγματα μιά φορά στην ντισκοτέκ του άντρα της. Μετά σκέφτηκε πως ήταν η γυναίκα του φίλου του και το μυαλό του γύρισε στο διάβασμα. Η ερωτική Πόπη στην σκέψη του  ήταν σε λανθάνουσα κατάσταση.  Μέχρι σήμερα.

Οταν άνοιξε η πόρτα παραξενεύτηκε που είδε την μικρή ξύπνια.
- Μη φοβάσαι, θα κοιμηθεί σύντομα, του είπε και τον παρέσυρε στην κουζίνα να παίξουνε τάβλι. Η μικρή ανέβηκε στα γόνατά της να παρακολουθήσει το παιχνίδι μα αμέσως τα ματάκια της έκλεισαν. Η Πόπη την πήγε στην κρεββατοκάμαρα και γυρίζοντας ξανακάθισε στην θέση της. Ο Αντώνης παραμέρισε το τραπεζάκι με το τάβλι και μαζί τα προσχήματα. Την φίλησε και ανταποκρίθηκε παθιασμένα ανοίγοντας ελαφρά τα πόδια όταν τα χέρια του κατηφόρησαν. Η όρεξη του Αντώνη έγινε απαιτητική, είχαν συγκεντρωθεί αθροιστικά και τα προηγούμενα προκαταρκτικά. Προσπάθησε να κατεβάσει το εσώρρουχό της.
-Κι αν έρθει ο Σπύρος ;

Η δημοκρατία με την δικτατορία έμπλεκαν  τα μπούτια τους. Πόσο νόμιμη είναι μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση όταν ορκίσθηκε σ' έναν χουντικό πρόεδρο και στον ίδιο αρχιεπίσκοπο που όρκισε τους συνταγματάρχες αλλά και τον ανατροπέα τους Ιωαννίδη ;
Και συνεκδοχικά κι όλες οι επόμενες κυβερνήσεις...

Ο Αντώνης έβγαλε το όργανό του έξω απ' το παντελόνι του σαν ύστατο επιχείρημα αλλά δεν τολμούσε να προχωρήσει. Θα ακολουθούσε βέβαια με ευχαρίστηση αν η Πόπη έκανε το παραμικρό βήμα αλλά παραδεχότανε πως αυτή ήξερε καλύτερα τις συνήθειες του άντρα της, πότε έφευγε και πότε ερχότανε. Συνέχιζε να την χαϊδεύει  και να την φιλά αλλά κάθε φορά που προσπαθούσε να πετύχει την συγκατάνευσή της για την ολοκλήρωση την άκουγε να του λέει τεντώνοντας το αυτί της
- Το ασανσέρ ήταν αυτό; στον όροφό μας σταμάτησε ; Μήπως ήρθε ; και προσπαθούσε να συμμαζέψει το στήθος της μέσα στην ρόμπα της ή να διορθώσει το ύψος της κυλόττας της από τις ημιτελείς προσπάθειες του Αντώνη. Λίγα δευτερόλεπτα περνούσαν ακίνητοι και αφουγκραζόμενοι το ασανσέρ και μετά πάλι βυζί έξω, κυλόττα πιο κάτω και μια πάλη όπου κανένας δεν ήξερε αν ήθελε να κερδίσει ή να χάσει.

Τις πρώτες μέρες της μεταπολίτευσης κανένα κυβερνητικό στέλεχος δεν κοιμότανε ήσυχο, μάλιστα λένε ότι ο "εθνάρχης" κάθε βράδυ κοιμότανε και σε διαφορετική θαλαμηγό ελαχιστοποιώντας τις πιθανότητες σύλληψης από καινούργιους πραξικοπηματίες. Δεν αισθανότανε κυρίαρχος του λαού - τον "φωνάξανε" και ήρθε, δεν τον εκλέξανε- και κατά μείζονα λόγο στον στρατό υπήρχαν πολλοί, ακόμα γλυκαμένοι από την εξουσία, αξιωματικοί.

Η παρατεταμένη στύση είχε αρχίσει να ενοχλεί τον Αντώνη. Ηδη οι δίδυμοι αδένες του είχαν αρχίσει να διαμαρτύρονται για την αναμονή και να τον πονάνε. Η φράση "μου έπρηξε τ' αρχίδια" ερχόταν όλο και συχνότερα στον νού του χωρίς όμως να τον γεμίζει αποφασιστικότητα. Η Πόπη σηκώθηκε και με κουρασμένο ύφος πήγε να ακουμπήσει την πλάτη της  στην πόρτα της εισόδου. "Ετσι θα εμποδίσει τον άντρα της να μπει αιφνιδιαστικά" σκέφτηκε ο Αντώνης και παίρνοντας θάρρος, την αγκάλιασε. Η Πόπη συνέχισε ν' αντιστέκεται προβληματισμένη
- Κι αν έρθει ; Αχ, δεν τον ξέρεις εσύ...Γιατί να μπλέξεις και να τα πληρώσεις εσύ ; Εσύ δεν φταις σε τίποτα...
Ο Αντώνης την πήρε από την πόρτα και την ακούμπησε σε μια κολώνα. Την φίλησε με πάθος, η γλώσσα του κόντεψε να φτάσει στις αμυγδαλές της ενω το χέρι του έκανε θαύματα πιο κάτω. Η Πόπη υποχώρησε ελαφρά. Γλίστρησε λίγο προς τα κάτω το κορμί της προβάλλοντας όσο μπορούσε περισσότερο την λεκάνη της και ανοίγοντας αρκετά τα ποδια. Ηταν μια θέση που την χαλάρωσε αφού έτσι ήταν αδύνατον να βγει το εσώρρουχό της ενώ έδινε χώρο στα δάκτυλά του που της ήταν εξαιρετικά ευχάριστα. Ξαφνικά όμως το άλλο χέρι του Αντώνη παραμέρισε την κυλλόττα αντί να την βγάλει και την επόμενη στιγμή οι δισταγμοί και οι αμφιβολίες ήταν παρελθόν μπροστά στον ανοιχτό στόχο και την αποφασιιστικότητα του σαρκικού βέλους.

" Η Καραμανλής ή τανκς ! "
Ισως αυτή η φράση να καθόρισε το εκλογικό αποτέλεσμα των εκλογών, τον Νοέμβρη του 74. Ζαλισμένος ο λαός απ' όσα του συνέβαιναν και την νομιμοποίηση του κομμουνιστικού κόμματος δεν ήξερε τι να ψηφίσει. Κάτι η αποχή από τις κάλπες, κάτι η απορία για το πως είναι δυνατόν οι χθεσινοί εχθροί του έθνους, οι μισητοί κομμουνιστές να διεκδικούν με εκλογές την εξουσία, είχαν επιφέρει πλήρη σύγχυση στον απλοϊκά σκεπτόμενο λαό. Τόσα χρόνια είχε μάθει να περνάει για αλήθειες ό,τι άκουγε από το στόμα του Παπαδόπουλου στα τηλεοπτικά παραληρήματά του, το "διάλειμμα" του Ιωαννίδη  έκανε αυτήν την έλλειψη πιο απαιτητική. Τους λόγους του Καραμανλή ήταν αδύνατον να τους παρακολουθήσει ο μέσος Ελληνα και λόγω τη σύνταξης τους αλλά κυρίως λόγω της ιδιωματικής προφοράς του. Ελάχιστοι διάβαζαν τους πολιτικούς λόγους στις εφημερίδες και εκείνη την εποχή κανένας δεν είχε καιρό, όλοι τρέχανε στις συναυλίες του Θεοδωράκη. οταν λοιπόν αυτός ξεστόμισε την περιβόητη φράση, ο κύβος ερρίφθη αμετάκλητα.

Η είσοδος του μορίου ήταν λυτρωτική για τον Αντώνη. Τελείωσε σχεδόν αμέσως και εξαντλημένος ξάπλωσε στον καναπέ. Η Πόπη αφού τακτοποιήθηκε στην τουαλέττα ήρθε κοντά του και τον χάιδευε τρυφερά.
- Είχα καιρό να κάνω έρωτα και να το θέλω, του είπε. Δεν τον αντέχω αλλά είμαι υποχρεωμένη να του δίνομαι όποτε έχει καύλες, φαίνεται δεν του το δίνει συχνά η προκομένη του. Θέλω να φύγω από κοντά του, καταλαβαίνεις ;
Η πιθανότητα επιστροφής του άντρα της φαινότανε να έχει περάσει ανεπιστρεπτί από το μυαλό της, δεν την απασχολούσε καθόλου.
Την άκουγε σιωπηλός, το βυζί της δεν τον τράβαγε τόσο πια, αντίθετα τα χυτά της πόδια τον γοήτευαν τώρα. Αρχισε να χαϊδεύει το εσωτερικό τους θαυμάζοντας την λεία επιδερμίδα τους.
Εμεινε παγερά αδιάφορη στα χάδια του, ένας δεύτερος γύρος δεν φάνηκε να την συγκινεί, είχε άλλες προτεραιότητες τώρα.
- Κοίτα, με τον Σπύρο έχω τελειώσει, θα πάρω το παιδί και θα φύγω, θα με ψάχνει για το παιδί βέβαια αλλά εγώ θα φύγω και θα κρυφτώ να μη με βρει. Μπορώ νάρθω μαζί σου στον Πόρο για λίγες μέρες, θα περάσουμε τέλεια, θα σου μαγειρεύω...

Την επαύριον των εκλογών ο Καραμανλής έδειξε το πραγματικό του πρόσωπο. Πολλοί αναρρωτήθηκαν αν έφυγε η χούντα ή όχι. Τα ανοίγματα προς τα αριστερά ξεχάστηκαν καθώς η χώρα ετοιμαζότανε για την είσοδό της στην τότε ΕΟΚ, Ευρωπαίκή Οικονμική κοινότητα, φαίνεται μετά τα οικονομικά μας έγιναν πραγματικά "κοινά" και μετεξελίχθηκε σε Ευρωπαϊκή Ενωση. Ο λαός έπρεπε μεν να πληρώσει για την ανοχή του στην χούντα αλλά δεν έβλεπε καμιά ουσιαστική διαφορά στην αυταρχικότητα, η νομιμοποίηση του κουκουέ ήταν στάχτη στα μάτια αφού οι αστυφύλακες δεν άλλαξαν. Κοινοβουλευτική δικτατορία έχουμε, σκέπτονταν οι περισσότεροι, τουλάχιστον τούτη φεύγει με εκλογές, δεν χρειάζονται εθνικές τραγωδίες και Πολυτεχνεία.

Ο μηδενισμός της πιθανότητας να επαναληφθεί η ερωτική πράξη συν το ξαλάφρωμα των αδένων επαναπροσδιόριζαν και την στάση του Αντώνη. Τα λόγια της μάνας του "πρόσεξε μη σε μπλέξει" έρχονταν τώρα να τονίσουν την σοφία της. Αρχισε να τα μασάει.
- Ξέρεις η σπιτονοικοκυρά μου μου έθεσε όρο απαράβατο να μην φιλοξενώ κόσμο γιατί νοικιάζει δωμάτια με την μέρα και δεν την συμφέρει να έχει μόνιμο νοικάρη. Είδα κι έπαθα να την πείσω να μου δώσει το δικό μου με τον χρόνο και να μην μένω μέσα στο στρατόπεδο. Βέβαια με σένα το πράγμα αλλάζει, άσε, μόλις ανέβω θα το συζητήσω μαζί της και θα σε πάρω τηλέφωνο.
- Φοβάσαι νάρθω, ρε Αντώνη ; Κρίμα, μα δεν πειράζει. Μόνο μη μου πεις πως σκέπτεσαι τον Σπύρο σου, που πριν λίγο του κουτούπωνες την γυναίκα.
- Οχι ρε Πόπη, δεν είναι έτσι, θα κοιτάξω να το τακτοποιήσω, τώρα αμέσως. Θα δοκιμάσω να να την βρω στο τηλέφωνο, να της μιλήσω και να της εξηγήσω.
Τα χέρια του την χάιδευαν μηχανικά αλλά της ήταν εντελώς αδιάφορο. ολη η μαγεία του πόθου και του έρωτα είχε χαθεί μπροστά στα αμείλικτα διλήμματα της καθημερινότητας.
- Εκεί είναι το τηλέφωνο, του έδειξε.
Ο Αντώνης τα χρειάσθηκε.
- Δεν έχω τον αριθμό της μαζί μου, θα κατέβω στο σπίτι μου να τον βρω, είπε κι έφυγε.
Η Πόπη ήταν ήδη στο τηλέφωνο κι έψαχνε για άλλη εναλλακτική λύση, σωματικά σαν γυναίκα φτούραγε πάρα πολύ αλλά δεν το είχε συνειδητοποιήσει μέχρι τότε. Τώρα που το είδε καθαρά στον Αντώνη και το νερό είχε μπει στο αυλάκι, ετοιμαζότανε ν' ανοίξει τα φτερά της, η κόρη της ήταν πολύ μικρό εμπόδιο.

Το δημοψήφισμα ήταν όντως ανφέρ.  Απλά εξέφρασε την μύχια βούληση του λαού ν' απαλλαγεί από τον βασιλιά του, άσχετα με το ότι θα ψήφιζε υπέρ της παραμονής του αν ο βασιλιάς έκανε την δική του καμπάνια. Ακόμα κι έτσι όμως το αποτέλεσμα ήταν τρομακτικό, 31% υπέρ της βασιλείας! Πάντως κανείς δεν στενοχωρήθηκε από το αποτέλεσμα, ούτε ο ίδιος ο Κώνος- έτσι τον έλεγε ο Αντώνης από την σύντμηση του Κωνσταντίνος-. Ισως μάλιστα να ευχαριστήθηκε που γλύτωσε από την απολογία του για την στάση του επί χούντας που  θα ήταν αναγκασμένος να την κάνει, αν είχε επιστρέψει. Το οικονομικό σκέλος το είχε ήδη τακτοποιήσει, ανεξάρτητα από την έκβαση του δημοψηφίσματος.

Ο Αντώνης χαζολόγαγε με την μάνα του, φυσικά δεν είχε σκοπό να πάρει την σπιτονοικοκυρά του, δεν είχε καν το τηλέφωνό της. Απλά σκεπτότανε να κερδίσει λίγο χρόνο, να της αφήσει κάποιες ελπίδες μήπως και πετύχαινε έναν δεύτερο γύρο. Ηθελε να την απολαύσει πραγματικά, ήταν γυναίκα που σπάνια και αν θα ξανάβρισκε. Δεν αισθανόταν χορτασμένος μ' αυτό το γρήγορο στα όρθια, καταλάβαινε τώρα τι θησαυρό είχε στα χέρια του. Στην σκέψη της ερεθιζότανε, τώρα που του είχαν φύγει οι αναστολές έβλεπε πως την ήθελε σαρκικά όσο καμιά άλλη...αλλά πάλι το παιδί της ; Ηταν εντελώς ανώριμος για ευθύνες και τέτοια πράγματα, το κορμί της ήθελε να χορτάσει, όχι να την παντρευτεί.
Η μάνα του τον κοίταζε σαν ανοιχτό βιβλίο. Ηξερε πως από την μεριά της το καλύτερο πράγμα ήταν η σιωπή ή το πολύ-πολύ να πέταγε καμιά ξεγυρισμένη σπόντα όπως "Τι κάνει ο φίλος σου ο Σπύρος ;" Αμα τον ζόριζε στις συμβουλές μπορεί να είχε αντίθετα αποτελέσματα.

Η επιλογή του "εθνάρχη" για το στιγμιαίο ήταν συνειδητή και συνετή από μια άποψη. Μπορεί η παραπάνω πίεση που θα προκαλούσε η μη αποδοχή του στιγμιαίου να εξωθούσε τα πράγματα σε επικίνδυνο βαθμό. Κάθε στρατιωτικός θα μπορούσε να θεωρηθεί συνυπαίτιος της εκτροπής και η ομαδική πίεση θα δημιουργούσε επικίνδυνες καταστάσεις στο στράτευμα ενώ με το στιγμιαίο η δικαιοσύνη ασχολήθηκε μόνο με τους πρωταίτιους και τους διωκόμενους για παραβάσεις του κοινού ποινικού δικαίου. Η όλη κατάσταση αντιμετωπίσθηκε με την λογική του διοικητού σχολής εσωκλείστων όταν του είπαν πως οι έγκλειστοι τόχαν ρίξει στις αλλαξοκωλιές. Το φιλοσόφησε αρκετά και απεφάνθη " Αφού δεν γκαστρώνονται άστε τους να πηδιούνται".


Το τηλέφωνο κτύπησε και η Πόπη ζήταγε από τον Αντώνη να τσεκάρει αν είχε επιστρέψει ο Σπύρος ή όχι στο σπίτι της.
- Που είσαι ;
- Σε μια φίλη μου.
Μια αντρική φωνή ακούστηκε πίσω της επιβεβαιώνοντας τις αμφιβολίες του.
- Ανέβα και κοίταξε σε παρακαλώ.
- Περίμενε.
Ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά. Κτύπησε. Καμιά απάντηση. Κατέβηκε πάλι τρέχοντας
- Ελα μ' ακούς ; κανείς δεν είναι επάνω.
- Σ' ευχαριστώ, Αντώνη μου. Είσαι ένας γλύκας !
- Πότε θάρθεις πίσω ; Μπορούμε να πάμε, της είπε ψιθυριστά να μην τον ακούσει η μάνα του.
- Θα σε πάρω τηλέφωνο. Κλείνω τώρα, γειά σου.

Η ευκαιρία για κάποια ουσιαστική αλλαγή χάθηκε με την αποχουντοποίηση. Περιορίστηκε σε λίγα στελέχη και σ' αυτά με το ελαφρυντικό του στιγμιαίου. Κανένας επιχειρηματίας ή δημόσιο πρόσωπο δεν στιγματίσθηκε από την συνεργασία  του με την χούντα, η ομαλή μετάβαση είχε και την σιωπηλή αποδοχή της κυβερνητικής "συνέχειας". Κανένας αστυνομικός, δικαστικός ή παπάς δεν λογοδότησε για την δράση του στην επταετία, η λήθη θεωρήθηκε το καλύτερο μέσον για να κλείσουν οι πληγές. Ο Χατζηδάκις επέστρεψε ήσυχα κι ο Θεοδωράκης με θόρυβο. Μερικοί υπηρέτες της Τέχνης και άλλοι, απλοί άνθρωποι του λαού, ήταν οι μόνοι που αντιστάθηκαν πνευματικά στην χούντα. Kάποιοι άλλοι εξαργύρωσαν την κραυγάζουσα αντιστασιακή δράση τους με θέσεις και αξιώματα.
Η άνοδος του ΠαΣοΚ στην εξουσία επιβεβαίωσε το ρητό "σβηστής λυχνίας πάσα γυνή ομοία" παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του Αντρέα με την Δήμητρα. Εξ άλλου αυτή δεν ήταν γυναίκα υψηλού σωματικού επιπέδου όπως η Πόπη, είναι αμφίβολο αν γυναίκες τέτοιας κλάσεως συγκινούνται από πολιτικούς. Μάλλον από άκρα αντίθετα έλκονται, όπως άφραγκους ποιητές ή από χοντρόπετσους μεσήλικες με φουσκωμένο πορτοφόλι. Μέχρι κι ο Μητσοτάκης "εξυλεύθη" σαν " δρυός πεσούσης" την αγίαν μεταπολίτευση... Περί Μαρίκας και ερωμένης, ουδείς λόγος, φυσικά...

Η πληγή του Αντώνη δεν έκλεισε ποτέ παρ' όλες τις εντυπωσιακές εναλλαγές του πολιτικού σκηνικού. Δεν την ξανάδε και δεν του ξαναμίλησαν ποτέ γι αυτήν. Οταν απέκτησε αρκετή πείρα από γυναίκες -γιατί με την πολιτική δεν τα πήγαινε καλά- κατάλαβε τι θησαυρό είχε αφήσει να κυλίσει μέσα απ' τα χέρια του. Βέβαια δεν ήταν καθόλου σίγουρος πως η Πόπη δεν τον χρησιμοποίησε παρά μόνο για να κάνει την δουλειά της, αλλά η πιθανότητα να τον ήθελε και να της την έσπασε με την δειλία του τον τρέλλαινε. Οπως τον τρέλλαινε και το σώμα της κάθε φορά που τόφερνε στον νου του ξέροντας πως πολύ δύσκολα θα ξανάβρισκε τέτοιας ποιότητας κορμί. Η ζωή του κύλησε ήρεμα με συνηθισμένες γυναίκες. Κάποτε σκεφτότανε  πως κάθε άντρας παντρεύεται την γυναίκα που του αξίζει, μέχρι να την χωρίσει. Οπως και κάθε λαός έχει τον κυβερνήτη που του αξίζει μέχρι να τον ρίξει στις επόμενες εκλογές, μια που η εποχή της χούντας πέρασε ανεπιστρεπτί.

Τρίτη 1 Ιουλίου 2014

Ιστορίες με αλάτι (9) Ο Ζ. και οι βάρκες




Την πρώτη φορά που είδε τον Ζ. ήταν σε κάτι βράχια που είχε πάει να ψαρέψει πετρόψαρα. Τον είδε να ξεπετάγεται από το πουθενά, ελαφρύς κι ευκίνητος σαν ζαρκάδι, μ' ένα κουτάλι στόνα χέρι και μια σακούλα πάνινη στο άλλο να μαζεύει το αλάτι από τις βραχοσχισμάδες. Σε αντίθεση με το νεανικό κορμί του, το πρόσωπό του ήταν το πρόσωπο του κουρασμένου ανθρώπου και τα μαλιά του γκρίζα. Ο Ζ τον κοίταξε καλά με το μισόκλειστο βλέμμα του βασανισμένου ανθρώπου και ρώτησε ήσυχα " Εσύ δεν είσαι της Κρ. ο ανεψιός ; " 
Μετά απομακρύνθηκε πηδώντας από βραχάκι σε βραχάκι, ψάχνοντας γι' αλάτι.

Δεν παραξενεύτηκε που τον ήξερε, η θειά του η Κρ.  ήταν σημαντικός παράγοντας στο χωριό. Ηταν η μόνη που γνώριζε τότε αγγλικά σ' ένα χωριό που οι περισσότεροι κάτοικοι ήσαντε ναυτικοί. Ολη η αλληλογραφία του χωριού με τις ναυτικές εταιρίες πέρναγε από τα χέρια της. Οταν αργότερα ίδρυσε μια σχολή-επαγγελματική την βάφτισε- που μάθαινε νοικοκυριό και ράψιμο στα κορίτσια, απέκτησε και την εύνοια των στεριανών επαγγελμάτων. Ο πρόεδρος της κοινότητας ήταν η δική της επιλογή, κι η ψήφος στις βουλευτικές εκλογές το ίδιο. Ο ανηψιός της απολάμβανε ένα μέρος του σεβασμού του χωριού στο πρόσωπό της, ήταν λογικό να τον ξέρουν όλοι ενώ αυτός δεν γνώριζε παρά ελάχιστους. Στην μικρή επαρχιακή κοινωνία η δήλωσή του πως ήταν "της Κρ. ο ανηψιός" άνοιγε τις δύσκολες πόρτες.

Το ότι για πολλά χρόνια δεν είχε ξαναδεί τον Ζ. δεν τον παραξένεψε, πολλοί ναυτικοί έκαναν χρόνια να ξεμπαρκάρουν αυξάνοντας το βιος της φαμίλιας και αποφεύγοντας την γκρίνια της συζύγου. Διαφορές μεγαλύτερες ακόμα κι από δέκα χρόνια μεταξύ αδερφών είχαν τέτοιες αιτίες. Οταν όμως ο Ζ. ξαναγύρισε στο χωριό δεν φαινότανε κονομημένος, ούτε σύχναζε στα καφενεία των ναυτικών να περνάει την ώρα του με τερατώδεις διηγήσεις. Αντίθετα πάλευε μ' ένα μικρό γκρίζο  βαρκάκι με κουπιά και κάτι λίγα μέτρα δίχτυα για μεροκάματο. Σύντομα παράτησε τα δίχτυα γιατί ο γιος του και βοηθός του ήθελε το πρωΐ πρώτα να πιεί το νεσκαφέ του στην πλατεία και μετά να πάει για δουλειά.  Ο γιός του ερχόταν με το πάσσο του στο ξεψάρισμα κάνοντας υψηλή κριτική "Σου είπα να τα ρίξεις αλλού, δεν ακούς". Θυμόταν στο ξεψάρισμα πως έπιανε μερικές φορές ένα είδος γαρίδας, την κατσαρίδα, ένα οστρακόδερμο όπου η αρχή του ήταν ίδια με το τέλος του, σαν το λουκάνικο ! Το είχαν για πέταμα αλλά όταν τους το ζήτησε και μετά τους είπε πως ήταν νοστιμότατο δεν του ξανάδωσαν, το βάσταγαν για πάρτη τους. Το λεβαρισμα άμα δεν γίνεται στην ώρα του, φέρνει τα ψάρια μισοφαγωμένα από πορφύρες και μαλάκια, άσε που είναι δύσκολη δουλειά για έναν. Τα παράτησε τα δίχτυα, δεν έκανε προκοπή.
Το γύρισε στα καλαμάρια-όταν ήταν η εποχή τους- και τα χταπόδια που δεν είχαν εποχές αλλά δυσκολευόταν να δώσει την πραμάτειά του σ' ένα χωριό που οι περισσότεροι είχαν την δική τους βαρκούλα για να πιάνουν-έστω πιο λίγα-κεφαλόποδα μόνοι τους.
Ηταν τότε που τον ρώτησε γιατί δεν επιβάλλεται στον γιό του, γιατί βασανίζεται αυτός κι ο γιός του δεν χαλάει την ζαχαρένια του. Τον κοίταξε μ' ένα περίεργο βλέμμα και δεν μίλησε αμέσως. Μετά από κάμποσα λεφτά σιωπής, βόγγηξε " Τι συμβουλές να δώσει ένας πατέρας που πέρασε τα χρόνια του στην φυλακή ; Αστον να κάνει το κέφι του μπας και γλυτώσει απ' τα ναρκωτικά". 

Εμεινε άναυδος όταν έμαθε πως ήταν φυλακή για φόνο. Μόλις είχε μπαρκάρει κάποιος απ' το τσούρμο τον έθιξε, το πήρε στο φιλότιμο, θες ο φόβος του μεγαλόσωμου αντιπάλου, η κακιά ώρα και το μαχαίρι πούχε πάνω του, γίνηκε το κακό. Αυτή ήταν η αιτία που η κοινωνία του μικρού χωριού τον είχε ρίξει στο περιθώριο. Μπορεί να τσακωνότουσαν για ένα μέτρο γης και ποιός θα ρίξει τα δίχτυα του στα πιο καλά μέρη αλλά φονικό δεν υπήρχε στην προϊστορία του χωριού. Ισως ήταν και η υπολανθάνουσα γνώση να φοβάσαι τα σιγανά  ποτάμια η αιτία που τον απέφευγαν. Η γυναίκα του αναγκαζόταν να ξενοπλένει για να τα βγάλουνε πέρα. 

Ο άνθρωπος έχει ανάγκη από επικοινωνία. Μερικοί που δεν μπορούν τους συνανθρώπους τους επικοινωνούν με τα κατοικίδια ή κι άλλα ζώα. Αλλοι κάνουν την δουλειά τους καψοχαρά τους προκειμένου να διατηρήσουν την ισορροπία τους. Ο Ζ. συμπλήρωσε  αυτό το κενό που του δημιούργησε η κοινωνία, αλλά και η μη αποδοχή του-παρά στα όρια της ανοχής- από την ίδια την οικογένειά του, με την αγάπη του για τις βάρκες.  Τις φρόντιζε όλες σαν να ήταν παιδιά του, έβγαινε την ώρα της θύελλας να δει αν ήταν καλά δεμένες, επιθεωρούσε τα ρεμέντζα, τους έβαζε μπαλόνια για να μην τρίβονται μεταξύ τους. Σιγά- σιγά τον συνήθισαν και του ανέθεταν το καθιερωμένο κάθε χρόνο καλαφάτισμα και το πέρασμα με μουράβια. Αλλοι τούδιναν κάνα ψευτομεροκάματο, άλλοι απλά του έπαιρναν τα υλικά μαζί μ' ένα πακέττο τσιγάρα, το τσιγάρο ήταν το τελευταίο πάθος που του είχε απομείνει. Με τα περισσεύματα από τις μπογιές έβαφε την δικιά του βάρκα αλλά κι όσες ήτανε παρατημένες, είτε υπήρχε αδιάφορος ιδιοκτήτης είτε όχι. Ξεκίναγε μαύρα σκοτάδια κάθε μέρα την επιθεώρηση στο μικρό λιμάνι και με το χάραμα άρχιζε την δουλειά μέχρι το μεσημέρι. Το απόγευμα κατά τις πέντε έπιανε πάλι τα εργαλεία του και πάλευε μέχρι το σούρουπο. 

Μην έχοντας άλλη διέξοδο πέρναγε μουράβια και με νοτιά. Η υγρασία έφερε το δηλητήριο στα πλεμόνια του και μαζί με το τσιγάρο τούκαναν μεγάλη ζημιά. Ο Ζ. έφυγε ήσυχα όπως ήρθε. Τον θυμούνται κάθε χειμώνα όταν ο βοριοανατολικός άνεμος που έρχεται από την ρώσσικη στέππα καβαλάει τον Παρνασσό και ξεχύνεται στο λιμανάκι. Μια, δυο βάρκες  κάθε χρόνο είναι θυσία στην θεότητά του μιας και λείπει ο προστάτης τους, νικημένος από τον καρκίνο.