Η κυρά-Μαρία ήταν μια ψηλή - 1,65 μ.- και όμορφη γυναίκα που γεννήθηκε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Σε εποχές που ο μέσος όρος του ύψους δεν ξεπερνούσε το ενάμισυ μέτρο, το δικό της καθόριζε και την μοίρα της καθότι οι προτιμήσεις της έπρεπε να περιοριστούν στους διαθέτοντες ανάλογο ύψος άνδρες και να ευοδωθούν γιατί η τσαχπινιά της και οι σχετικά ανοιχτόμυαλοι γονείς της έδιναν μια ευκαιρία να διαλέξει σύζυγο, αλλά όχι δεύτερη. Μετά ακολουθούσε το προξενιό κι η γονική βούληση. Η Μαρία έκανε βόλτες στα βραχάκια της παραλίας του χωριού της πηδώντας σαν ζαρκάδι από το ένα στο άλλο και ψάχνοντας για λακκούβες ταϊσμένες με θαλασσινό νερό που άφηναν το ίχνος τους σαν κρυσταλλικό αλάτι όταν το νερό εξατμιζότανε. Η γεύση του τρέλλαινε την Μαρία που κάπως έτσι φανταζότανε την γεύση του συντρόφου της.
Η εκλογή της Μαρίας ήταν σύντομη κι αποφασιστική. Οντας ελαφρώς ρομαντική και έχοντας όλες τις νεανικές ευαισθησίες διψασμένες, συγκινήθηκε σφόδρα από τις λογοτεχνικές ικανότητες ενός νέου που είχε όμορφο το πρόσωπο και κατάλληλο ύψος. Μοναδικό του ελάττωμα ήταν πως δεν είχε δημιουργηθεί επαγγελματικά ακόμη, τα λογοτεχνικά ενδιαφέροντά του δεν τον άφηναν να επιλέξει μια σίγουρη δουλειά.
Οπως γινότανε την εποχή εκείνη, η προτίμηση της Μαρίας ήταν μια λύση στα επαγγελματικά του σχέδια. Στην κουβέντα με τον προσεχώς πεθερό του απαίτησε -και πήρε- για προίκα έναν επαγγελματικό χώρο και την επίπλωσή του, ένα χώρο που προοριζότανε για το καφενείο της αριστοκρατίας του χωριού, όπως και έγινε. Αριστοκρατία βέβαια στο χωριό ήταν οι καραβοκύρηδες και οι καπετανέοι, η ναυτουριά περιορίστηκε στα υπόλοιπα καφενεία μαζί με τους άλλους εργαζόμενους.
Το κτίριο ήταν ψηλοτάβανο, εντυπωσιακό. Με καθρέπτες γύρω-γύρω ενώ τα τραπέζια περιμετρικά στους τοίχους άφηναν χώρο στο κέντρο για χορό ή και για άλλες εκδηλώσεις. Η Μαρία φανταζότανε τον άντρα της να απαγγέλλει κι αυτή γεμάτη περηφάνεια να κάθεται στην πρώτη γραμμή των επισήμων. Η πραγματικότητα έμελλε να την διαψεύσει οικτρά. Οι καπετανέοι πολύ λίγο καιρό ήταν στην στεριά κι όταν και εάν έβγαιναν εκεί σαν απόμαχοι, προτιμούσαν ν' ατενίζουν από το σπίτι τους την θάλασσα αναλογιζόμενοι τα παλιά, παρά την παρουσία τους στο καφενείο- πλην εορτών και εκδηλώσεων βεβαίως. Η υπόλοιπη αριστοκρατία δεν επαρκούσε να καλύψει τα λειτουργικά έξοδα του μαγαζιού. Ετσι το υπηρετικόν προσωπικό απελύθη και η Μαρία ανέλαβε την δουλειά των τριών υπαλλήλων, το σκούπισμα, την προετοιμασία της παραγγελίας και την λάντζα. Ο σύζυγος ανέλαβε τον ρόλο του γκαρσονιού και διορίσθηκε άμισθος ανταποκριτής σε τοπικές εφημερίδες περιμένοντας μια αναγνώριση του ταλέντου του που ποτέ δεν ήρθε. Στο καφενείο ήταν το αφεντικό αλλά και το μοναδικό γκαρσόνι, μη έχοντας ούτε Κυριακή ούτε σχόλη.
Η καθημερινότητα στο καφενείο ήταν αρκετά σκληρή. Νερό τρεχούμενο δεν υπήρχε κι ερχόταν με το χαρανί είτε από την στέρνα, το πόσιμο, είτε από το πηγάδι, το προοριζόμενο για την καθαριότητα. Το ψυγείο λειτουργούσε με πάγο αφού ρεύμα μόνο κάποιες ώρες του εικοσιτετραώρου υπήρχε. Καμινέτο ετοίμαζε τους καφέδες και τα γλυκά ψήνονταν στον φούρνο του χωριού, το πήγαινέλα ήταν στα καθήκοντα του συζύγου. Μόνο το υποβρύχιο, όπως έλεγαν ένα κουταλάκι βανίλια σερβιρισμένο σ' ένα ποτήρι με κρύο νερό δεν απαιτούσε κόπο στην προετοιμασία.
Η ζωή της Μαρίας περιορίστηκε στο κουζινάκι πίσω από τον μπάγκο του καφενείου και στα δωμάτια ακόμα πιο πίσω ακόμα που ήταν η κατοικία τους. Μόνο το πρωΐ κατά τις δέκα που έκοβε η δουλειά είχε την ευκαιρία να κάνει μια βόλτα στα βραχάκια της θάλασσας, να ξεκουράσει το βλέμμα της κοιτώντας μακριά, να μυρίσει το ιώδιο και να γευθεί το αγαπημένο της αλάτι από του βράχου τις σχισμάδες. Σαν ήρθαν τα παιδιά και η ελάχιστη αυτή απόδραση από την καθημερινότητα σταμάτησε.
Η οποιαδήποτε πνευματικότητά της τρίφτηκε μαζί με τα φλυτζάνια και τα νεροπότηρα στα βρωμόνερα της λάντζας κι εξαφανίσθηκε. Το βλέμμα της απέκτησε την παγωμένη αδιαφορία του ισοβίτη, αφού δεν ήθελε πια να βγει από το κουζινάκι της ούτε στην αίθουσα του καφενείου. Από την αίθουσα φαίνονταν μόνο δυο χέρια που έβγαιναν από το κουζινάκι και άφηναν στον μπάγκο την παραγγελιά για να την βάλει στο δίσκο το γκαρσόνι- αφεντικό ή να πάρουν τα χρησιμοποιημένα πιατάκια και ποτήρια. Οποιος γνωστός ή συγγενής ήθελε να την δει, έπρεπε να μπει στο στενόχωρο κουζινάκι και να της μιλήσει ανάμεσα σε γκαζιέρες, ταψιά με γλυκά και την βούτα του νεροχύτη. Ακουγε τον επισκέπτη κουνόντας καταφατικά ή αρνητικά το κεφάλι της, την φωνή της την άκουγαν μόνο τα παιδιά της όπως τα φρόντιζε. Ισως είχε προσαρμοσθεί στις νέες συνήθειες του συζύγου της που είχε απωλέσει παντελώς την ακοή του κι είχε μάθει να διαβάζει τα χείλια του συνομιλητού του. Η συμβολή της Μαρίας σ' αυτό πρέπει να ήταν μεγάλη και μια ακόμα απόδειξη πως στήριξε την επιλογή της κι ας αποδείχθηκε άτυχη.
Οταν τα παιδιά της μεγάλωσαν η Μαρία άφησε τον εαυτόν της να αρρωστήσει βαριά, μέχρι τότε απαγορευότανε. Εφυγε ήσυχα και δεν έλειψε σε κανέναν που δεν ήξερε τι υπήρχε μέσα στο μισοσκότεινο κουζινάκι του καφενείου.
Το καφενείο έκλεισε κι αυτό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου